Για δεκαετίες, οι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ θεωρήθηκε ότι θα εξυπηρετηθούν από την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού. Με την ενεργειακή κρίση, αυτή η στρατηγική έφτασε σε αδιέξοδο.
Από το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου 2022, ρωσικές μεραρχίες πεζικού και μονάδες τεθωρακισμένων πέρασαν τα σύνορα της Ουκρανίας και σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία της χώρας. Η εισβολή πυροδότησε μια αλυσίδα γεγονότων, ο απόηχος των οποίων ξεπερνούσε κατά πολύ τη στενή εδαφική επικράτεια των δύο χωρών και απλωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς σε όλη την Ευρώπη. Στη διαταραχή των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού που είχε προκύψει μέσα από την πανδημία της Covid-19 προστέθηκε και μια σειρά κυρώσεων που κατέστησαν το μίγμα εκρηκτικό: η εκτίναξη των διεθνών τιμών των βασικών καυσίμων οδήγησε σε πληθωριστικές πιέσεις στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποδεικνύονταν όλο και πιο δυσβάσταχτες. Ιδίως στον τομέα της ηλεκτροδότησης, η απειλή των μπλακάουτ κατέστη άμεση και ορατή, όχι μόνο στους «φτωχούς συγγενείς» της περιφέρειας, αλλά και στις ίδιες τις ισχυρές οικονομίες που χαράζουν την κεντρική πολιτική του ευρωενωσιακού οικοδομήματος.
Παρότι από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 η ΕΕ είχε επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία, που ανανεώνονται και κλιμακώνονται σταθερά μέχρι σήμερα, υπάρχει ένας τομέας στον οποίο η ευρωπαϊκή ηγεσία έχει υπάρξει συστηματικά διστακτική: η ενέργεια. Χρειάστηκαν δύο ολόκληροι μήνες από την εισβολή στην Ουκρανία για να ληφθούν οι πρώτες μετριοπαθείς αποφάσεις, ενώ χρειάστηκε περισσότερο από ένα χρόνο μέχρι να ληφθεί οριστικά η απόφαση της σταδιακής απαγκίστρωσης και του εμπάργκο στις εισαγωγές φυσικού αερίου, πετρελαίου και άνθρακα από τη Ρωσία. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη στιγμή της εισβολής το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο αποτελούσαν αντίστοιχα το 31,3% και 26% των εισαγωγών προς την ΕΕ, ενώ σε κάποιες χώρες όπως η Γερμανία, αυτό το ποσοστό ήταν αισθητά μεγαλύτερο.
Σε ένα παλιό ρωσικό παραμύθι, ο λύκος ξεγελάει την αλεπού και αυτή για να τον εκδικηθεί παγιδεύει την ουρά του στον πάγο μέχρι να έρθουν οι κυνηγοί να τον σκοτώσουν. Με τον λύκο αυτού του παραμυθιού παρομοίασε τον Σεπτέμβριο του 2022 ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν την Ευρώπη, απαντώντας στις πρώτες ανακοινώσεις των ευρωπαίων ηγετών για επιβολή πλαφόν στις τιμές εισαγωγών πετρελαίου. «Δεν θα παρέχουμε τίποτα αν αντιβαίνει στα συμφέροντά μας, ούτε αέριο, ούτε πετρέλαιο, ούτε άνθρακα» δήλωσε. «Μόνο ένα πράγμα θα έμενε να κάνουμε: όπως και στο παραμύθι, θα καταδικάζαμε την ουρά του λύκου να παγώσει».
Όταν στις 14 Μαρτίου 2023 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα τις προτάσεις μεταρρύθμισης της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού, η ενεργειακή κρίση αποδόθηκε για άλλη μια φορά στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Ασχέτως της διένεξης που προέκυψε για την ακρίβεια αυτής της διατύπωσης, στο ίδιο το κείμενο παρουσίασης της μεταρρύθμισης, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι φάνηκε να αναγνωρίζουν ένα υπαρξιακό πρόβλημα, καθώς σκοπός των νέων μέτρων ήταν μεταξύ άλλων η εξασφάλιση μιας «βιώσιμης και ανεξάρτητης» παροχής ενέργειας στην ΕΕ — παραδεχόμενοι σιωπηρά ότι η παρούσα αρχιτεκτονική της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας άφηνε έκθετο στις διεθνείς κρίσεις το σύστημα και κατ’ επέκταση τους καταναλωτές της ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ίδια η απόφαση για μεταρρυθμίσεις, ωστόσο, ερχόταν σε πολλά σημεία σε αντίφαση με αυτά που η Κομισιόν παρουσίαζε διαχρονικά ως προτερήματα της απελευθερωμένης ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Γιατί 35 χρόνια μετά τη γέννηση της ιδέας, η υπόσχεση ότι αυτή θα ήταν η δίοδος για τη μετάβαση στην καθαρή και οικονομικά προσβάσιμη ενέργεια, έχει διαψευστεί πλήρως.
Οι «φραγμοί» στην αγορά
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όδευε προς την αναβάθμισή της. Το 1988, ένα κείμενο εργασίας (Πράσινη Βίβλος) της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — το πρόδρομο σχήμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής — έδινε το στίγμα της στρατηγικής του μέλλοντος για την αγορά ενέργειας. Τρία χρόνια νωρίτερα, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1985, είχε αποφασιστεί η θέσπιση μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς που θα διευκόλυνε την κυκλοφορία ανθρώπων, εμπορευμάτων και κυρίως, επενδυτικών κεφαλαίων. Η Πράσινη Βίβλος, φέροντας τον τίτλο «η εσωτερική αγορά ενέργειας», διαπίστωνε ότι υπάρχουν «σοβαροί φραγμοί» στις συναλλαγές ενεργειακών προϊόντων και εισηγούνταν την απελευθέρωση της αγοράς προκειμένου να βελτιωθεί η επάρκεια εφοδιασμού, η ανταγωνιστικότητα και η μείωση του κόστους για τους καταναλωτές.
Καθώς η Πράσινη Βίβλος για την αγορά ενέργειας είχε καταρτιστεί μέσα από τις εισηγήσεις των αρμόδιων υπουργείων των κρατών-μελών της τότε ΕΟΚ, η υλοποίησή της, ενισχυμένη από την «αισιοδοξία της αγοράς» που κυριαρχούσε στις δυτικές — και όχι μόνο — οικονομίες εκείνη την εποχή, ήταν ορατή. Μάλιστα, η υπεραισιόδοξη οπτική της Βίβλου ήταν ότι αυτή η ενιαία αγορά θα είχε ολοκληρωθεί μέχρι το 1992. Η δε μεγαλύτερη έμφαση έπεφτε στην αγορά ηλεκτρισμού, η οποία ήταν η λιγότερο εξαρτημένη από τις διεθνείς εισαγωγές, καθώς το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο παρουσίαζαν μια μεγαλύτερη πολυπλοκότητα.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα και ιδίως την επαύριο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, συχνά με την αρωγή του Σχεδίου Μάρσαλ, είχαν συνενώσει τα τοπικά δίκτυα ηλεκτροδότησης σε ενιαίους εθνικούς — συνήθως δημόσιους — φορείς, ένας εκ των οποίων ήταν και η ΔΕΗ. Ακόμα και σε χώρες όπως η Γερμανία που οι φορείς αυτοί οργανώθηκαν σε επίπεδο κρατιδίων, αποτελούσαν αδιαμφισβήτητα μονοπώλια τα οποία εμπεριείχαν ενιαία στο εσωτερικό τους την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το σύστημα διανομής και τη λιανική. Ήταν αυτά που με τη νέα αγορά θα έχαναν την παντοδυναμία τους.
Από τις συζητήσεις που οδήγησαν στο κείμενο του 1988, είχε φανεί ότι η απελευθέρωση της αγοράς θα σήμαινε μεταξύ άλλων τον περιορισμό της δυνατότητας του κάθε κράτους-μέλους να ασκεί ενεργειακή πολιτική. Από την κατασκευή μιας υπερεθνικής υποδομής που θα επέτρεπε τις διασυνοριακές ανταλλαγές ενεργειακών προϊόντων, μέχρι την άρση των κρατικών ενισχύσεων για τη διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού, πολλές χώρες θορυβήθηκαν για το ανεξέλεγκτο των νέων δεδομένων και ως εκ τούτου αμύνθηκαν. Ήδη το 1989, οι δύο χώρες που πρωταγωνιστούσαν στην ευρωπαϊκή κοινότητα, η Γαλλία και η Γερμανία, εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση με την οποία επιχειρούσαν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες της απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας.
Η προοπτική της απελευθέρωσης της αγοράς δημιουργούσε αμφιθυμία και εντός των ενεργειακών κολοσσών, αν και η διάθεση των στελεχών τους φάνηκε να είναι πρωτίστως επιφυλακτική. Προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντά τους στις επικείμενες μεταρρυθμίσεις, οι μεγάλες εταιρείες στον χώρο του ηλεκτρισμού στην Ευρώπη συνασπίστηκαν και επισήμως το 1989 για την ίδρυση της Eurelectric — τον ισχυρότερο πιθανώς φορέα εκπροσώπησής τους μέχρι σήμερα.
Με την συμπερίληψη του οράματος της απελευθερώμενης αγοράς ενέργειας στη Συνθήκη του Μάαστριχτ που γέννησε την Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992, οι αντιστάσεις -εθνικές και κλαδικές- άρχισαν να κάμπτονται. Ωστόσο, μια παράλληλη διαδικασία που αφορούσε κι αυτή μετασχηματισμούς στον χώρο της ενέργειας, είχε ήδη ξεκινήσει. Αυτή αποτυπωνόταν και στην Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Χάρτα του 1991, η οποία μεταξύ πολλών άλλων οικονομικών και τεχνικών μέτρων, ζητούσε τη στρατηγική ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Λέγοντας «κλίμα», εννοώντας «απελευθέρωση»
Τον Μάρτιο του 1995 στο Βερολίνο έλαβε χώρα η λεγόμενη COP1, δηλαδή η πρώτη Συνδιάσκεψη των Μερών του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή. Η COP1 — όπως και οι επόμενες 28 συνδιασκέψεις μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν — ήταν καρπός της Σύμβασης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές, που είχε συνταχθεί στο Ρίο ντε Τζανέιρο τρία χρόνια πριν, δηλαδή της πρώτης, στην πραγματικότητα, θεσμικής επικύρωσης του φαινομένου που είχε θορυβήσει την επιστημονική κοινότητα για πάνω από μια δεκαετία. Ήταν ωστόσο η COP1 αυτή που πρώτη έθεσε σαφείς στόχους και ένα χρονοδιάγραμμα δύο ετών προκειμένου να σχεδιαστούν πολιτικές που θα αντιμάχονταν την κλιματική αλλαγή. Και πέτυχε τον στόχο της: η τρίτη COP, που διεξήχθη το 1997 στο Κιότο της Ιαπωνίας, γέννησε και το ομώνυμο Πρωτόκολλο, δηλαδή την πρώτη — έστω και ελάχιστα δεσμευτική — διεθνή απόφαση για την ανάγκη περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Η αναγνώριση της ανάγκης αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής εκ των πραγμάτων αποτελούσε παράγοντα που όφειλε να συνυπολογιστεί στις συντελούμενες αλλαγές στην αγορά ηλεκτρισμού. Αυτό αποτυπώνεται και στο έγγραφο που επισημοποίησε και σχεδίασε τις σχετικές προβλέψεις της Συνθήκης του Μάστριχτ: η Λευκή Βίβλος για την Ενεργειακή Πολιτική της ΕΕ, που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 1995. Εν αντιθέσει με την «ελαστικότητα» του Πρωτοκόλλου του Κιότο, η Λευκή Βίβλος παρήγαγε μια σειρά ευθέως συνδεδεμένων ευρωπαϊκών οδηγιών, οι οποίες θα γίνονταν εθνικές νομοθεσίες στα χρόνια που ακολούθησαν.
Έκτοτε, η περιβαλλοντική πτυχή της ενεργειακής πολιτικής πολύ σπάνια έχει συζητηθεί ως αυτόνομο ζήτημα. Η Λευκή Βίβλος γέννησε έναν συνδυασμό των συμπερασμάτων της COP1 και των κατευθυντήριων γραμμών που είχαν τεθεί νωρίτερα την ίδια χρονιά από την Πράσινη Βίβλο για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, οι οποίες δεν έχουν υποστεί καμία σημαντική αναθεώρηση μέχρι σήμερα. Στη Λευκή Βίβλο (σ. 12) δηλώνεται ρητά ότι η απελευθέρωση θα άνοιγε τον δρόμο στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που τότε ήταν «στο κατώφλι της οικονομικής βιωσιμότητας». Επίσης, θα άλλαζε το ενεργειακό μείγμα ώστε να καταστεί πιο εύκολη η εφαρμογή των υποχρεώσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και σταδιακά θα οδηγούσε στην ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, που είχε σκοπό να σπάσει την εξάρτηση της ΕΕ από τα εισαγόμενα καύσιμα.
Έτσι, τα ζητήματα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας ταυτίστηκαν. Η συνολική ενεργειακή πολιτική της ΕΕ θα κινούνταν εφεξής στην επιδίωξη μεταρρυθμίσεων και την επίλυση προβλημάτων μέσα από λύσεις στη λογική της αγοράς. Τα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από εκείνη την εποχή καθιστούσαν ήδη σαφές ότι σύμφωνα με τους Ευρωπαίους ιθύνοντες, η απελευθέρωση της αγοράς θα διευκόλυνε την πρόσβαση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παρότι ήδη από τότε είχε αποφασιστεί ότι ήταν το φυσικό αέριο που θα αντικαθιστούσε το πετρέλαιο και τον άνθρακα ως πρωταγωνιστικό καύσιμο στην ηλεκτροπαραγωγή.
Συμπτωματικά, στην εισαγωγή του ζητήματος της κλιματικής αλλαγής στην ευρωπαϊκή πολιτική εμπλέκεται μια τότε ανερχόμενη γερμανίδα πολιτικός, η οποία μάλιστα είχε προεδρεύσει στην COP1 του 1995, όταν — σύμφωνα με μεταγενέστερες αφηγήσεις — η πίεση από τις διαπραγματεύσεις την έκανε να ξεσπάσει σε κλάματα στο περιθώριο της συνδιάσκεψης. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το όνομά της συνδέθηκε με τις ιδέες της ελεύθερης αγοράς, αλλά και με την επιμονή της για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής: ήταν η τότε υπουργός Περιβάλλοντος, Προστασίας της Φύσης και Πυρηνικής Ασφάλειας στην κυβέρνηση Χέλμουτ Κολ και μετέπειτα καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Έχει ειπωθεί ότι «το Κιότο δεν θα είχε συμβεί ποτέ χωρίς εκείνη». Η Άνγκελα Μέρκελ ήταν που πίεσε για τη διεξαγωγή της COP1 και συντόνισε τις διαδικασίες. Αυτό της έχει δώσει το παρατσούκλι της «κλιματικής καγκελάριου» (Klimakanzlerin), παρότι οι επικριτές της που παρακολουθούν τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα στη Γερμανία έχουν αμφισβητήσει πολλάκις τον χαρακτηρισμό.
Σε κάθε περίπτωση, το Πρωτόκολλο του Κιότο του 1997 ήταν η πρώτη διεθνής συμφωνία που προέκρινε λύσεις βασισμένες στην αγορά για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής. Ενδεικτικά, το Άρθρο 17 υποστήριζε ρητά την ιδέα της ανταλλαγής δικαιωμάτων εκπομπών που θα οδηγούσε στη δημιουργία του ETS (Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών) το 2003, του γνωστού «χρηματιστηρίου ρύπων», το οποίο αντικατέστησε την αρχική ιδέα της Λευκής Βίβλου του 1995 για έναν άμεσο φόρο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Συγχρόνως, το Πρωτόκολλο ζητούσε από τις υπογράφουσες χώρες να βαθύνουν τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς (“market reforms”) σε όλους τους τομείς που εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου.
Σταδιακά, μέσα από αυτές τις εξελίξεις, η αρχική απροθυμία των κρατών-μελών και των εταιρειών ηλεκτρισμού άρχισε να υποχωρεί. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ είχαν κάνει τα πρώτα βήματα για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού, η οποία πλέον θεωρούνταν όχι παράπλευρη και συμπληρωματική δραστηριότητα σε σχέση με την επίτευξη των κλιματικών στόχων, αλλά αποκλειστική δίοδος γι’ αυτή.
Χαρακτηριστική είναι η μετέπειτα δήλωση του Τζον Σκόουκροφτ, πρώην στελέχους της Eurelectric, σε συνέντευξή του το 2016: «Αν ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής δεν είχε ανοίξει με τον ανταγωνισμό στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, ιδίως όσον αφορά τη χονδρική αγορά, δεν νομίζω ότι θα είχαν πειστεί οι παραγωγοί ηλεκτρισμού να μην αγνοήσουν εθελοντικές συμφωνίες [σ.σ.: όπως το Πρωτόκολλο] για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου». Τα κράτη-μέλη της ΕΕ, με άλλα λόγια, ελέω της προστασίας των κρατικών μονοπωλίων τους, μπορεί να απέφευγαν να νομοθετήσουν στις γραμμές που υποδείκνυε το Πρωτόκολλο. Οι αντιστάσεις των κυβερνήσεων δεν θα ήταν το ίδιο ισχυρές όταν το πεδίο εφαρμογής μιας περιβαλλοντικής νομοθεσίας ήταν όχι πια ένα κρατικό μονοπώλιο, αλλά μια ανοιχτή αγορά.
Στο δρόμο για την απελευθέρωση
Η Λευκή Βίβλος του 1995 έθεσε το πλαίσιο της σταδιακής απελευθέρωσης, γεννώντας τις απανταχού Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας και παράγοντας δύο καθοριστικές ευρωπαϊκές οδηγίες για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού (1996) και φυσικού αερίου (1998). Ωστόσο, δεν ήταν μέχρι το «Δεύτερο Πακέτο [μεταρρυθμίσεων] για την Ενέργεια» το 2003 που η στρατηγική της ΕΕ θα άρχιζε πραγματικά να μετασχηματίζει την αγορά ηλεκτρισμού.
Το πρώτο «Πακέτο» είχε αποτύχει σε όλα σχεδόν τα επίπεδα. Η υποδομή για διασυνοριακές εισαγωγές και εξαγωγές ηλεκτρισμού δεν είχε υλοποιηθεί, ενώ στο εσωτερικό της κάθε χώρας εξακολουθούσε να επικρατεί το ίδιο πρακτικά μονοπώλιο. Παρά την εμφάνιση προμηθευτών στη λιανική, το ποσοστό της αγοράς που κατάφεραν να διεκδικήσουν ήταν αμελητέο, ενώ η επιταγή της λογικής και διαχειριστικής αυτονόμησης των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος δεν λειτουργούσε, καθώς παρέμενε υπό τον έλεγχο των ενεργειακών κολοσσών.
Έτσι, πέρα από την εισαγωγή του ETS, το Δεύτερο Πακέτο προέβλεπε πλέον την πλήρη αυτονόμηση των δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ προκειμένου να επιβραδυνθεί η περαιτέρω ανάπτυξη των κρατικών εταιρειών, ώστε να μπουν πιο δυναμικά στο παιχνίδι οι ιδιώτες ανταγωνιστές τους, αποφασίστηκε ότι οποιαδήποτε νέα μονάδα που κατασκευάζεται από τις μεγάλες εταιρείες θα δικαιολογείται μόνο αν μπορεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει πρόβλημα επάρκειας στην εγκατεστημένη ισχύ.
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000, το ETS υπήρξε εξαιρετικά προσοδοφόρο για τις εταιρείες που δραστηριοποίηθηκαν στις αγοραπωλησίες δικαιωμάτων σε αυτό, αλλά τελείως αναποτελεσματικό ως προς τους κλιματικούς του στόχους. Κυρίως χάριν στους δωρεάν τίτλους που παραχωρούνταν στα κράτη-μέλη και από αυτά με τη σειρά τους στη βιομηχανία, έχει υπολογιστεί ότι η πρώτη φάση του ETS απέφερε «ουρανοκατέβατα κέρδη» 19 δισ. ευρώ στους traders, τα οποία σχεδόν τετραπλασιάστηκαν στη δεύτερη φάση φτάνοντας τα 70 δισ. ευρώ.
Η πρωτοκαθεδρία του πυρετού της απελευθέρωσης της αγοράς διακρίνεται ακόμα και εκεί όπου θεωρητικά δεν πρωταγωνιστεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι το «Πρώτο Πακέτο Κλίματος και Ενέργειας» που ανακοινώθηκε το 2007, ξεκινούσε όχι με τις φιλοδοξίες μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά με το κάλεσμα για την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς.
Το Πακέτο αυτό που έμεινε γνωστό ως σχέδιο «20-20-20» προέβλεπε ότι μέχρι το 2020, η ΕΕ θα όφειλε να έχει επιτύχει μείωση 20% στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, 20% συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα και 20% αύξηση στην ενεργειακή αποδοτικότητα. Μετά από μήνες διαπραγματεύσεων με τα κράτη-μέλη, ψηφίστηκε τελικά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Δεκέμβριο του 2008.
Ωστόσο, παρά τη ζέση με την οποία προωθούνταν η απελευθέρωση της αγοράς, το όραμά της παρέμενε ατελές στην ηλεκτροπαραγωγή, στη λιανική, αλλά και — κυρίως — στο διασυνοριακό εμπόριο. Όμως η μορφή που θα έπαιρνε αυτή η διασυνοριακή απελευθέρωση που θα ενοποιούσε τις αγορές, εξομοιώνοντας την τιμή, είχε αρχίσει να παίρνει μορφή. Το 2006, το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ολλανδία πραγματοποίησαν την «Τριμερή Σύζευξη» (“Trilateral Coupling”) των αγορών τους, η οποία το 2007 επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει τη Γερμανία και το Λουξεμβούργο στη «Σύζευξη της Κεντροδυτικής Ευρώπης» (“Central-Western Europe Coupling”). Η «σύζευξη» επέτρεπε σε ηλεκτροπαραγωγούς από την κάθε χώρα να πραγματοποιούν εξαγωγές ενέργειας προς κάθε συζευγμένο κράτο-μέλος.
Με την ιδέα της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού να χαίρει σχεδόν καθολικής αποδοχής στα ευρωπαϊκά όργανα, τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, τη βιομηχανία και τους ενεργούς και επίδοξους παίκτες στον χώρο της ενέργειας, και την ιδέα της «σύζευξης» των εθνικών αγορών να έχει τεθεί σε μερική εφαρμογή, το «Τρίτο Πακέτο για την Ενέργεια», που έφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2009, στόχευε πλέον να επιταχύνει τη διαδικασία. Εκτός από την επανάληψη της απαίτησης για την πλήρη αυτονόμηση των διαχειριστών Μεταφοράς και Διανομής και τη θέσπιση πλήρως ανεξάρτητων ρυθμιστικών αρχών, συγκροτήθηκαν και υπερεθνικοί φορείς που θα διευκόλυναν και θα επόπτευαν αυτή την πανευρωπαϊκή μετακίνηση: η ACER (Agency for the Cooperation of Energy Regulators), που αποτελεί την ένωση των ευρωπαϊκών ρυθμιστικών αρχών ενέργειας, και η ENTSO (European Association for the Cooperation of Transmission System Operators), που είναι η ένωση των διαχειριστών συστημάτων διανομής των κρατών-μελών.
Τον Ιούλιο του 2011, η ACER σε έκθεσή της πρότεινε ένα μοντέλο επίλυσης των προβλημάτων στις διασυνοριακές ανταλλαγές που ουσιαστικά αποτελεί το προσχέδιο της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, η Κομισιόν προέβη σε δημόσια διαβούλευση για τη σύζευξη των αγορών, επισημοποιόντας πια την επικείμενη έλευση του προτύπου για την ενιαία αγορά — και το όνομα αυτού, “target model”. Ή, όπως θα γινόταν γνωστό αργότερα στην Ελλάδα με την εφαρμογή του, «Χρηματιστήριο Ενέργειας».
Χωρίς τον κλιματικό ξενοδόχο
Με την υλοποίηση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς να είναι πια ορατή, οι προκλήσεις και τα προβλήματα σταμάτησαν να αφορούν στρατηγικού χαρακτήρα διενέξεις και έγιναν άμεσα. Οι διαφορές με τις οποίες ήταν οργανωμένες οι εσωτερικές αγορές των κρατών-μελών καθιστούσαν ανέφικτη την πλήρη σύζευξή τους και τη συμμετοχή παικτών από τη μία χώρα στον ενεργειακό προγραμματισμό της άλλης. Κάποιες χώρες μάλιστα δεν είχαν καν «ανοίξει» επαρκώς την αγορά ώστε να είναι ορατή αυτή η δυνατότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας θα περνούσε με την προσπάθεια να ομογενοποιηθούν οι εσωτερικές αγορές ώστε να καταστεί δυνατή η σύζευξή τους.
Δεν ήταν όμως η μόνη αλλαγή που θα συντελούνταν αυτή τη δεκαετία. Η αναβάθμιση της συζήτησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας γινόταν παράλληλα με την ανάπτυξη περιβαλλοντικών κινημάτων, αλλά και οργανώσεων που αναδείκνυαν συστηματικά τις αποτυχίες της ευρωπαϊκής πολιτικής στο θέμα. Εμβληματική ήταν άλλωστε η αποτυχία του ETS να λειτουργήσει έστω και ελάχιστα αποτρεπτικά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, παρέχοντας αντίθετα ένα νέο πεδίο κερδοφορίας για τους εμπλεκόμενους. Υπό την πίεση των κριτικών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την επικείμενη αναθεώρηση του ETS, μια μακρά και χρονοβόρα διαδικασία που θα απέδιδε εν τέλει καρπούς μόνο το 2018, έχοντας εν τω μεταξύ αφαιρέσει τη δυνατότητα αποθήκευσης και μεταπώλησης δικαιωμάτων εκπομπών, αλλά και τα δωρεάν δικαιώματα στην ηλεκτροπαραγωγή. Αυτό από μόνο του αρκούσε για να αχρηστεύσει μια σειρά επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα, μεταξύ των οποίων και την υπό κατασκευή μονάδα της ΔΕΗ, Πτολεμαΐδα V.
Ωστόσο, παρά τις σποραδικές αναφορές, ζητήματα όπως οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τις μεταφορές και τη θέρμανση, η εξοικονόμηση ενέργειας και κυρίως η ανάγκη τάχιστης ανάπτυξης και διείσδυσης των ΑΠΕ με δίκαιους όρους, παρέμεναν παραγκωνισμένα, θεωρούμενα ως ένα αναμενόμενο απότοκο της απελευθέρωσης. Μέχρι τη στιγμή που η Συνδιάσκεψη των Μερών του ΟΗΕ για το Κλίμα στο Παρίσι, το 2015, θα παρήγαγε τη δεσμευτική Συμφωνία των Παρισίων, η οποία υπογράφηκε από τις χώρες της ΕΕ και καλούσε σε άμεση δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια ανάμεσα στο 2009 και το 2019, όταν η Κομισιόν τελικά θα παρουσίαζε το «Τέταρτο Πακέτο για την Ενέργεια», με την επωνυμία «Καθαρή Ενέργεια για Όλους τους Ευρωπαίους» να αποτυπώνει το πνεύμα των καιρών. Το Πακέτο περιελάμβανε μεταξύ άλλων τη ριζική πλέον απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρισμού, την ενίσχυση της ACER ως υπερεθνικής ρυθμιστικής αρχής για τη σύζευξη των αγορών, κανόνες για την ενεργειακή αποδοτικότητα στα κτίρια και όχι μόνο, την υποχρέωση των κρατών-μελών να καταρτίζουν μακροπρόθεσμα σχέδια για τον ενεργειακό σχεδιασμό συμπεριλαμβάνοντας τους κλιματικούς στόχους, και περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ. Στο κείμενο της Οδηγίας 2019/943/EU για τους κοινούς κανόνες στην αγορά ηλεκτρισμού αποτυπώνεται με σαφήνεια ο «ιδανικός γάμος» του ευρωπαίου νομοθέτη ανάμεσα στους κλιματικούς στόχους και την απελευθέρωση της αγοράς: «σχέδια υποστήριξης των ΑΠΕ που θα τις καθιστούσε πιο προσανατολισμένες στην αγορά και οικονομικά αποδοτικές».
Από την αρχή, η Οδηγία επαναλάμβανε την άποψη που είχαν αποδεχθεί επίσημως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι «μια λειτουργική, ενοποιημένη αγορά ενέργειας αποτελεί το καλύτερο εργαλείο για την εξασφάλιση των προσιτών τιμών και των προμηθειών στην ενέργεια», ενώ επίσης «θα επιτρέψει τη συμπερίληψη και ανάπτυξη μεγαλύτερης ποσότητας ενέργειας που θα παράγεται από ΑΠΕ με αποδοτικό τρόπο».
Από την υιοθέτηση του πακέτου που αποτέλεσε τον καταλύτη για την περαιτέρω εφαρμογή του σχεδίου της ενοποιημένης αγοράς ενέργειας, η ΕΕ και ακόμα περισσότερο οι ευρωπαϊκές εταιρείες ενέργειας βρέθηκαν σε ένα κλίμα αισιοδοξίας για την επιτυχία αυτού του μοντέλου, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και ως προς τους κλιματικούς στόχους. Έναν μόλις χρόνο αργότερα, το 2020, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν ανακοίνωσε το Ευρωπαϊκό Green Deal, το οποίο διέσπειρε τις φιλοδοξίες της μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 σε όλους τους τομείς της παραγωγής και της οικονομίας.
Ως συνέπεια του Green Deal, το 2021, ψηφίστηκε το «Πέμπτο Πακέτο για την Ενέργεια», επεκτείνοντας τη φιλοδοξία των κλιματικών στόχων στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% το 2030 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Κι ενώ προς στιγμήν οι κλιματικοί στόχοι που είχαν τεθεί το μακρινό 2007 για το 2020 φάνηκαν επιτεύξιμοι εν μέσω πανδημίας, η μετριοπάθειά τους φαίνεται ενδεχομένως ανεπίκαιρη. Μετά από 8 χρόνια προετοιμασίας, έρευνας και συγγραφής, η νέα έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος του ΟΗΕ διαπίστωνε ότι οι οδυνηρές συνέπειες της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας είναι ήδη παρούσες. Η δε ενεργειακή κρίση φάνηκε προς στιγμήν να επιβραδύνει την έλευση της καθαρής ενέργειας, ενώ η απειλή του μπλακ άουτ αναζωογόνησε σε πολλές χώρες τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων.
Το σχέδιο αναθεώρησης της αγοράς ηλεκτρισμού που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Μάρτιο του 2023, επικρίθηκε ως μετριοπαθές καθώς συντηρούσε τον βασικό πυρήνα του χρηματιστηριακού μοντέλου, ενώ εισηγούνταν κάποιες προβλέψεις για την ενίσχυση των διμερών συμβολαίων. Σε έκθεση που παρουσίασε έναν μήνα μετά η Eurelectric υπεραμύνθηκε της απελευθέρωσης της αγοράς και ζήτησε την περαιτέρω εμβάθυνσή της, προκειμένου να εξασφαλιστεί η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια και η επίλυση των προβλημάτων εφοδιασμού.
Μέχρι στιγμής, καμία ριζική αναθεώρηση της αγοράς ηλεκτρισμού δεν βρίσκεται υπό συζήτηση.