-
17Πρόσωπα & φορείς
ΑλφαβητικάΑλφαβητικά Πρόσφατα
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 6630
[post_author] => 4
[post_date] => 2020-04-10 10:27:00
[post_date_gmt] => 2020-04-10 07:27:00
[post_content] =>
-
Ανδρέας Ξανθός
Actor card content
- Υπουργός (πρώην) • Υπουργείο Υγείας
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 5734
[post_author] => 4
[post_date] => 2022-11-27 12:15:39
[post_date_gmt] => 2022-11-27 09:15:39
[post_content] =>
-
Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού - Νοσοκομείο Παίδων
Actor card content
- Νοσοκομείο
Την άνοιξη του 2011, το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο. Στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Μια μεθοδική αστυνομική επιχείρηση
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στο συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στο «συντομότερο χρονικό διάστημα» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποιο βάσιμο. Όταν διαπίστωσαν ότι υπήρχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε το συντομότερο δυνατό, μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστα στοιχεία».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Αξιότιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από το φημισμένο σιντριβάνι Rimondi, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν ελιχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά - μια διαδικασία γνωστή ως "grooming" - ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θέμελη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε "μαθημένη αδυναμία". Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Εγγενής αντίσταση
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο, την πρωτεύουσα της Κρήτης, ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. (("Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.)) Όταν έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε ο Νικολαΐδης, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, της οποίας η έκταση δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η μονάδα Ολοκληρωμένης Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». ((Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.))
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε: «Δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να προπονούμε παιδιά και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε ταυτόχρονα». Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Υγείας για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια συζήτηση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Έξω από τον ουρανό
Στο λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο την ώρα της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο σκηνοθέτης, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθεμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν, «Όχι, είμαι από αλλού», υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό στις επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια του Λιοδάκη για το ιατροπαιδαγωγικό κέντρο, με διευθυντή τον ίδιο.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του.
[post_title] => Η σέκτα του μπάσκετ [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sekta-basket [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:55 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:55 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=6630 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Νοσοκομείο Παίδων: «7χρονος κατήγγειλε σεξουαλική κακοποίηση από 14χρονο. Παρόμοια καταγγελία έγινε και από μια 13χρονη. Τα παιδιά δεν νοσηλεύονται εκεί, απλά φιλοξενούνται προσωρινά καθώς προέρχονται από προβληματικές οικογένειες που έχουν χάσει την επιμέλειά τους. Για τα καταγγελλόμενα από την μητέρα του 7χρονου — η οποία έχει χάσει την επιμέλειά του — βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ, λαμβάνονται καταθέσεις και έχει δοθεί εντολή να γίνουν ιατροδικαστικές εξετάσεις στα θύματα και να εξεταστούν από ειδικούς παιδοψυχολόγους. Ο υπουργός Υγείας διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης».
Η είδηση έγινε γνωστή στις 16 Νοεμβρίου και στη σύντομη αυτή περιγραφή συμπυκνώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της παθογένειας του συστήματος που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά» οδηγούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας όταν οι εισαγγελικές αρχές κρίνουν ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τις οικογένειες ή τα φροντιστικά τους περιβάλλοντα, έως ότου διερευνηθεί το εάν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτά ή σε περίπτωση ακαταλληλότητας / επικινδυνότητας, να οδηγηθούν σε κάποιο ίδρυμα. Η εντολή αυτή δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κυρίως λόγω της υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, οι έρευνες αργούν να ολοκληρωθούν και η παραμονή των παιδιών παρατείνεται για καιρό. Τα παιδιά δεν επιτηρούνται, καθώς αφενός δεν είναι αρμοδιότητα του νοσοκομείου να τα επιτηρεί, αφετέρου ούτε εκεί επαρκεί το προσωπικό. Παραβατικότητα μεταξύ αυτών των παιδιών δεν καταγγέλλεται για πρώτη φορά. Τώρα, λοιπόν, καταγγέλλονται και δύο βιασμοί.
Στο ραντάρ της πρόνοιας
Η Γ. είναι η μητέρα του 7χρονου αγοριού. Έχει ένα ακόμα αγόρι, μόλις δύο ετών. Είναι 42 χρόνων, άνεργη, και ζει με τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της. Ο πατέρας των παιδιών ζει εκτός Ελλάδας και έχει αναγνωρίσει μόνο τον μεγάλο του γιο. Πρωτομπήκαν στο ραντάρ του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» πριν από περίπου έναν χρόνο.
Τη συναντήσαμε στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», στα παγκάκια πίσω από ένα μικρό εκκλησάκι. Διασχίζουμε τον μεγάλο διάδρομο και στο τέρμα του μας περιμένει, καπνίζοντας με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει το χέρι του μικρού. Εκείνος φοράει μια κόκκινη πιτζάμα με τον Spiderman και λευκά αθλητικά παπούτσια. Ο Ironman είναι κανονικά ο αγαπημένος του σούπερ ήρωας. Του δίνει το κινητό της για να χαζέψει βιντεάκια ώστε να μιλήσουμε. Διατυπώνουμε την αγωνία ότι μπορεί και να μας ακούει. «Ξέρει τα πάντα» αποκρίνεται η Γ. Ρωτάει την μητέρα του αν είμαστε εμείς που θα τον πάρουμε για να τον βάλουμε στο ίδρυμα.
«Κάναμε το λάθος και του κάναμε όλα τα χατίρια από όταν ήταν μικρός. Δεν έχει όρια. Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ» λέει η Γ. με σβηστή φωνή. Φαίνεται κουρασμένη, στραγγισμένη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, έχει καταλήξει ότι έχασε τελείως τον έλεγχο επί καραντίνας. «Προνήπιο και νήπιο μας βρήκε η καραντίνα. Δεν ήθελε να μπει στην τηλεκπαίδευση. Η δασκάλα είχε τόσα παιδιά να διαχειριστεί και αναγκαστικά είχε κλειστά τα μικρόφωνα. Τον ενοχλούσε που δεν άκουγε τι ήθελε να της πει. Δεν ήθελε καθόλου το σχολείο».
Η άρνησή του για το σχολείο έγινε ακόμα εντονότερη, σύμφωνα με τη μητέρα, πέρυσι, όταν δηλαδή ξεκινούσε η Α’ Δημοτικού. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε με τίποτα να τον πείσει και έμενε στο σπίτι. «Το ήξερε και ο διευθυντής του σχολείου, έβλεπε με πόση δυσκολία τον έφτανα ως εκεί. Υπήρξαν φορές που ήρθε ο ίδιος και τον γράπωσε για να τον βάλει μέσα». Τότε, όπως λέει η Γ., ο διευθυντής την έφερε σε επαφή με την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου της. Η Γ. συναντήθηκε με κάποια κοινωνική λειτουργό.
Κάπως έτσι έφτασαν σε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη που ο μικρός για ακόμα μια φορά δεν ήθελε να πάει. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Κάπως τον έπιασα, τον πίεσα με τα ακροδάχτυλά μου στο πρόσωπο…». Ούτε εκείνη την ημέρα πήγε σχολείο. Ζήτησε να πάει σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της. Η εισαγγελέας ανηλίκων στις 16 Νοεμβρίου 2021 διέταξε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών και με εισαγγελική εντολή τα παιδιά της οδηγήθηκαν στο «Αγλαΐα Κυριακού». Έμειναν 49 ημέρες μαζί με την μητέρα τους και την γιαγιά τους.
«Κανείς δεν μπορεί να παίξει θέατρο επί 49 ημέρες, όταν παρακολουθείται από το πρωί μέχρι το βράδυ» μάς λέει η Γ. «Δεν μπορείς να κρυφτείς. Είδαν τον χαρακτήρα μου, είδαν ότι δεν είμαι βίαιη. Βοήθεια χρειαζόμουν. Κι εγώ και το παιδί μου».
Αναζητείται βοήθεια
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η ίδια εισαγγελέας διέταξε να επιστρέψουν τα παιδιά στη μητέρα τους και έδωσε εντολή να υποστηριχθεί τόσο η ίδια όσο και ο 7χρονος γιος της από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελεί παράρτημα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Το παραπεμπτικό εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Η μητέρα τηλεφώνησε στο Κ.Ψ.Υ που της υποδείχθηκε από την εισαγγελία και ζήτησε ραντεβού. Το ραντεβού ορίστηκε για τον Μάρτιο. Συναντήθηκε με παιδοψυχίατρο, η οποία της ζήτησε το ιστορικό του αγοριού και μία ακόμα γυναίκα. «Μου είπε ότι κάνει συμβουλευτική γονέων» μας είπε η Γ.
Επόμενο βήμα ήταν να κλειστεί το ραντεβού για το παιδί, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, τέσσερις ολόκληρους μήνες από την έξοδο των παιδιών από το νοσοκομείο. Έναν μήνα αργότερα, με το κλείσιμο των σχολείων τον Ιούνιο, η παιδοψυχίατρος και η επισκέπτρια υγείας του Κ.Ψ.Υ τους επισκέφτηκαν στο σπίτι όπου διαμένουν, το μητρικό σπίτι της Γ. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο δηλαδή, ο γιος της έκανε δύο συνεδρίες με μια εργοθεραπεύτρια. Στα τέλη Αυγούστου το παιδί έκανε ακόμα μια συνάντηση με μια ειδική παιδαγωγό.
«Ζήτησα δύο φορές να δω ψυχίατρο για μένα. Δεν έγινε» μας λέει η Γ. «Τους τηλεφώνησα κάποιες φορές, 3-4 αν θυμάμαι καλά για να ζητήσω καθοδήγηση όταν ο μικρός αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Μου απάντησαν να του βάζω όρια. Το καλοκαίρι πάλι που ο μικρός δεν είχε σχολείο και παρατηρούσα μεγάλη υπερδιέγερση, λόγω της οποίας ξενυχτούσε, ξανατηλεφώνησα. Μου είπαν να μην του δίνω γλυκά από το απόγευμα και μετά. Τον πήγαινα στο πάρκο τα απογεύματα μαζί με τον μικρό, προσπαθούσα. Τις ρώτησα αν θα πρέπει να του δώσουμε κάποιο σιρόπι για την υπερδιέγερση. “Θα το συζητήσουμε μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση” μου είπαν».
Στις 22 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται στην μητέρα από την παιδοψυχίατρο και την επισκέπτρια υγείας ότι με εντολή εισαγγελέα τα παιδιά θα φύγουν και πάλι για το Παίδων. «”Όχι επιμέλειες και τέτοια. Απλώς θα μπει και θα κάνει την θεραπεία του για όσο κρίνει ο παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου”» υποστηρίζει η μητέρα ότι της είπαν. Σκέφτηκε ότι θα τους έστελναν στο παιδοψυχιατρικό τμήμα για να του χορηγηθεί κάποια αγωγή, καθώς τους είχε εξηγήσει πόσο δυσκολεύεται να δώσει οποιοδήποτε σιρόπι στον γιο της.
Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, δύο αστυνομικοί με πολιτικά φτάνουν στο σπίτι της μητέρας, παραλαμβάνουν τα παιδιά και την μητέρα και τους οδηγούν για δεύτερη φορά στο Παίδων. Την Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, η μητέρα ζητά να συναντήσει την εισαγγελέα ανηλίκων. Εκείνη της διαβάζει την έκθεση που συνέταξαν η παιδοψυχίατρος και η κοινωνική λειτουργός.
Σύμφωνα με τα όσα μας μεταφέρει η μητέρα, οι δύο εκπρόσωποι τους προνοιακού συστήματος της χώρας μας έκριναν ότι η ζωή του παιδιού κινδυνεύει γιατί η μητέρα αδυνατεί να το ελέγξει.
«Η εισαγγελέας δεν με είχε δει ποτέ» μας λέει η Γ. Διάβασε μόνο αυτά που έγραψαν εκείνες. Και τι δεν έγραψαν εκεί. Ότι την ημέρα που επισκέφτηκαν το σπίτι μας, ο μικρός κρεμάστηκε ο μισός έξω από το μπαλκόνι κι ότι εγώ έπαιζα στο κινητό αδιαφορώντας και η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι. Ότι κινδυνεύει η ζωή του γιατί δεν με ακούει. Ότι είμαι αδιάφορη και ακατάλληλη μητέρα. Όποιος εισαγγελέας και να τα διάβαζε αυτά, τι θα έκανε;».
Η Γ. επιμένει ότι το περιστατικό στην βεράντα δεν συνέβη. «Έχουμε βάλει πλέγμα στην βεράντα» λέει. «Το παιδί μου δεν έχει τραυματιστεί ποτέ. Τα προσέχω τα παιδιά μου. Αλλά ακόμα κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι κινδυνεύει η ζωή του παιδιού, τους πήρε τέσσερις μήνες να το πουν; Είδαν στα μέσα Ιουνίου ότι κινδυνεύει ένας 7χρονος, και θυμήθηκαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό στις 23 Σεπτεμβρίου;».
Νιώθει προδομένη από το προνοιακό σύστημα. «Έδειξα εμπιστοσύνη» λέει «και το μετανιώνω».
Από την αγωγή στην ανάκριση
Οι μέρες περνούν στο νοσοκομείο και από την κοινωνική υπηρεσία της μεταφέρεται το συμπέρασμα ότι ο γιος της είναι πια πιο συνεργάσιμος, ότι παίρνει την αγωγή του — το νευροληπτικό σιρόπι Risperdal που υπέδειξε η παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου — και πως η πρόθεση του νοσοκομείου είναι να ζητήσει από την εισαγγελία να παγώσει η απόφαση.
Ενδιαμέσως η εισαγγελέας που χειριζόταν ως τότε την υπόθεσή της μετατίθεται και στην θέση της τοποθετείται νέα. Η Γ. παραμένει στο Παίδων με τα παιδιά της δίχως καμία ενημέρωση.
Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, ο 7χρονος γιος της, τής εκμυστηρεύεται ότι ένα άλλο «εισαγγελικό παιδί», 14 ετών, το οποίο επίσης λιμνάζει επί μήνες στο νοσοκομείο, τον έχει βιάσει επανειλημμένα.
Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει. Σεκιούριτι και γιατροί σπεύδουν, παίρνουν το παιδί και το οδηγούν στο εξεταστήριο. Εκεί μπαίνει και η μητέρα. Το παιδί αφηγείται τι του συνέβη. Περνά από ιατροδικαστική εξέταση.
Λίγο αργότερα, ένα ακόμα «εισαγγελικό παιδί», ένα κορίτσι 13 ετών, που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τον 7χρονο, αποκαλύπτει ότι και αυτό βιάστηκε από τον ίδιο 14χρονο — σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Ο 14χρονος απομακρύνεται από το «Αγλαΐα Κυριακού» προς άλλο παιδιατρικό νοσοκομείο.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, η δικηγόρος Μαρούσκα Σπυράκη, με την οποία έχει επικοινωνήσει η Γ. λίγες ημέρες νωρίτερα, ύστερα από σύσταση άλλης «εισαγγελικής μητέρας», καταθέτει εγγράφως αίτημα για ακρόαση στην νέα εισαγγελέα ανηλίκων.
Στις 17 Νοεμβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και πολιτικό όχημα φτάνουν στο νοσοκομείο, παραλαμβάνουν την μητέρα με τα δυο παιδιά και τους οδηγούν από την πίσω πόρτα, όπως λέει η μητέρα, καθώς ήταν παντού ακροβολισμένοι δημοσιογράφοι, στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί εξετάζεται από την ψυχολόγο της αστυνομίας για ένα δίωρο. Στην μητέρα δεν λένε τίποτε άλλο πέρα από το ότι το παιδί της είναι πολύ έξυπνο. Και πάλι, αστυνομικοί τους οδηγούν πίσω στο Παίδων.
Η προανάκριση, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζεται στο αδίκημα του βιασμού. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχουν οι αρχές την πρόθεση να ελέγξουν τις ευθύνες των κρατικών υπηρεσιών, υπό την προστασία των οποίων βρίσκονται τα παιδιά που τοποθετούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία με εισαγγελικές διαταγές, στο πλαίσιο αδικημάτων όπως η έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο ζωής και η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Στις 18 Νοεμβρίου, η μητέρα μέσω της δικηγόρου της ζητά από την Εισαγγελία Πρωτοδικών να λάβει αντίγραφα του φακέλου που έχει σχηματιστεί από τον Νοέμβριο του 2021 στην εισαγγελία ανηλίκων και να λάβει γνώση του ιατρικού φακέλου του παιδιού της, στον οποίο δεν έχει πρόσβαση όλον αυτόν τον καιρό, παρότι δεν της έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα. Εξηγεί πως μετά τα όσα έχουν συμβεί στα παιδιά της και στην ίδια, θέλει να απευθυνθεί σε άλλους ειδικούς επιστήμονες (παιδίατρους και παιδοψυχολόγους). Η νέα εισαγγελέας ανηλίκων έχει ήδη απορρίψει το αίτημά της, απαντώντας εγγράφως ότι τα έγγραφα είναι απόρρητα.
Στις 21 Νοεμβρίου, η μητέρα καταθέτει μέσω της δικηγόρου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και πάλι στην ίδια. Η δικηγόρος, ύστερα από επαφή στο γραφείο της προέδρου που επρόκειτο να κρίνει το αίτημα της Γ., καταθέτει αίτηση εξαίρεσής της, καθώς όπως μας μεταφέρει, η πρόεδρος της δήλωσε πως θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της εισαγγελέα ανηλίκων. Η αίτηση εξαίρεσης γίνεται δεκτή. Η νέα έδρα που δικάζει το κύριο αίτημα της Γ., δηλαδή το να πάρει τα παιδιά της, το απορρίπτει.
Στις 24 Νοεμβρίου, μεταφέρεται στην μητέρα από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου ότι θα πρέπει να έχει έτοιμες τις βαλίτσες των παιδιών της την επομένη στις 8.30 το πρωί. Τότε αναμένεται η απόφαση της εισαγγελίας για το εάν τα παιδιά θα επιστρέψουν στη μάνα τους ή αν θα μεταφερθούν σε ίδρυμα.
Περιμένοντας το λευκό βαν
Είναι λίγο μετά τις 7 το πρωί. Το νοσοκομείο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Γ. και η μαμά της, η γιαγιά των παιδιών, δεν έχουν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Έφτιαχναν τα πράγματα των παιδιών, έκλαιγαν, παρηγορούσαν τον μεγάλο…
Κι αυτός είναι ήδη ξύπνιος. Η μητέρα του, τού ζωγράφισε μια καρδιά με έναν πορτοκαλί μαρκαδόρο στο πάνω μέρος της παλάμης του. Του έγραψε «Μαμά».
Στο ίδιο δωμάτιο κοιμάται και μια έφηβη. Είναι σκεπασμένη ως το κεφάλι. Είχε ανήσυχη νύχτα, αποκοιμήθηκε με τα παπούτσια.
Ο μικρός γιος της Γ. κοιμάται σε ένα παρκοκρέβατο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά και φορώντας την πιπίλα του.
Η Γ. θέλει να κάνει ακόμα ένα τσιγάρο. Ο γιος της αρνείται να την αποχωριστεί. Φεύγουν παρέα.
Η γιαγιά ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Ξυπνάει και ο μικρός. Η Γ. επιστρέφει.
«Να πούμε ότι έχει αλλεργία στο ψάρι, μην το ξεχάσουμε» λέει η γιαγιά στην κόρη της.
«Αφού δεν θα φάει ψάρι και να του δώσουν» απαντάει εκείνη, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί.
Το φιλάει, του δίνει το μπιμπερό με το γάλα που έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η μαμά του κοριτσιού.
«Ήρθε το βαν;» ρωτάει η Γ.
«Όχι ακόμα»…
Ο μικρός αρχίζει να κλαίει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στο βαν. Μαμά, πάμε στην κοινωνική υπηρεσία να το ζητήσεις».
Προσπαθούν να του εξηγήσουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Η Γ. κρατάει το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της. Το φιλάει στα μάγουλα.
«Δεν θα αφήσω να μου πάρουν αυτά τα μαγουλάκια. Θα βρω δουλειά και σπίτι και θα έρθω να σας πάρω. Σας το υπόσχομαι!» τους λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Ο μεγάλος της γιος φιλάει κι αυτός τα μάγουλα του μικρού.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Μπαίνει ακόμα ένα «εισαγγελικό παιδί», ένα αγόρι μικρής εφηβικής ηλικίας, με σπασμένο το αριστερό του χέρι.
Ο 7χρονος τρέχει προς το μέρος του.
«Θα πας κατασκήνωση σήμερα;» τον ρωτά το αγόρι με το σπασμένο χέρι.
«Σε ίδρυμα θα πάω» απαντάει εκείνος.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να σε αποχαιρετήσω».
Μόλις χωρίζονται, ο μεγάλος σκύβει προς τον μικρό και του λέει: «Μια συμβουλή: τρώγε ό,τι σου δίνουν. Δεν αστειεύονται. Ξέρω…»
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Είναι η νοσηλεύτρια, την οποία συνοδεύει ο σεκιουριτάς που βρίσκεται στην αρχή του «εισαγγελικού διαδρόμου». Ήρθαν να χορηγήσουν στον 7χρονο το νευροληπτικό του.
Ο μικρός αντιστέκεται. Υπάρχει εκνευρισμός στο δωμάτιο. Όλοι έχουν κάτι να του πουν για να τον πείσουν: «Έλα, πάρτο! Κατάπιε το γρήγορα και πιες αμέσως νερό», «πρέπει να συνεργάζεσαι. Δεν βλέπεις που φτάσαμε;», «θα παίξει ρόλο για τον εισαγγελέα αν μάθει ότι ακούς τι σου λένε», «μα, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»…
Ο μικρός καταπίνει με τα πολλά το σιρόπι. Η νοσοκόμα και ο σεκιουριτάς φεύγουν.
Τώρα μπαίνει η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου. Ο μικρός αρχίζει να φωνάζει: «Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω.»
Οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Μάταια. Απευθύνονται στην μητέρα, στην οποία δίνουν δέκα λεπτά για να τον κατεβάσει στην είσοδο, όπου περιμένει το λευκό βαν. Εκείνη ρωτάει πού θα πάνε τα παιδιά. «Τα παιδιά θα πάνε σε δύο διαφορετικά ιδρύματα» της ανακοινώνουν και αποχωρούν. Ο μικρός φωνάζει: «Έλα μαζί μου, μαμά!»
Η Γ. ζητάει από όλους να βγουν από το δωμάτιο. Μένει μέσα με τον γιο της και έναν ακόμα εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει μόλις ανοίξει την πόρτα. Οι φωνές του μικρού ακούγονται στον διάδρομο. Τρία έφηβα «εισαγγελικά παιδιά», που είχαν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, στέκονται αμίλητα κοιτώντας το πάτωμα. Ο μικρός αδελφός τρέχει πάνω κάτω στον διάδρομο, φορώντας την πιπίλα του και εισβάλοντας σε όποιο δωμάτιο βλέπει ανοιχτό για να παίξει. Η γιαγιά κλαίει. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα της φέρνει μια καρέκλα να καθίσει. Ο σεκιουριτάς ζητάει να φύγουν όλοι από τον διάδρομο. Φεύγουν τα τρία παιδιά.
Ο 7χρονος οδηγείται προς το βαν που τον περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου. Η γιαγιά του κλαίει και προσπαθεί να μπει στο βαν. Ο σεκιουριτάς την απομακρύνει και την καθίζει σε μια καρέκλα έξω από το λυόμενο, στο οποίο πραγματοποιούνται τα διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό. Η Γ. υπόσχεται στον γιο της ότι θα τον πάρει πίσω σε δέκα μέρες που θα εκδικαστεί η αίτησή της για την επιμέλεια.
Τελικά τον τσουβαλιάζουν, τον βάζουν στο βαν, κλείνουν την πόρτα και φεύγουν. Η Γ. ξεσπάει σε λυγμούς. Η ψυχολόγος την οδηγεί πίσω από το εκκλησάκι στα παγκάκια για να καπνίσει.
Της φέρνουν και τον μικρό από το δωμάτιο. Έχει σκαρφαλώσει πάνω στην τροχήλατη βαλίτσα του, κρατιέται με τα δυο του χέρια από το χερούλι και διασκεδάζει την διαδρομή. Έρχεται και η δική του σειρά…
«Αυτός τι φταίει;» ρωτάει με δάκρυα στα μάτια η Γ. «Αυτόν γιατί τον παίρνουν; Αυτός μπορεί να με άκουγε. Μπορεί να πήγαινε σχολείο όταν θα ερχόταν η ώρα του».
Και τώρα;
Όλοι λένε στη Γ. ότι τώρα πρέπει να κάνει κουράγιο. Να μην γυρίσει στο σπίτι και κλειστεί μέσα να κλαίει. Να συνεργάζεται καλά με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δύο ιδρυμάτων, όπως έκανε και με το νοσοκομείο. Να κάνει ό,τι της λένε, «θα μετρήσει για τον εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί της πήραν τα παιδιά. Γιατί δεν την στήριξαν για να τα κρατήσει. Πώς με δύο συναντήσεις έκριναν οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες την ακαταλληλότητά της. Γιατί δεν την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να χάσει τα παιδιά της. Γιατί δεν είπαν πρώτα σ’ εκείνη ότι φοβούνται για τη ζωή του παιδιού, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία.
«Μου είπαν ότι φαίνομαι κουρασμένη και ότι πρέπει να πάρω βιταμίνες» λέει. «Δύο παιδιά μεγαλώνω μόνη μου, με τόσες δυσκολίες. Πώς θα είμαι; Ξεκούραστη;».
Της απομένουν σχεδόν δέκα μέρες ως το δικαστήριό της, το οποίο ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου. Ο στόχος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να βρει δουλειά και σπίτι. Της λένε ότι αυτό θα μετρήσει.
Αν η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, είναι αδιανόητο ότι βρίσκεται επί έναν χρόνο στο μικροσκόπιο του συστήματος παιδικής προστασίας, κοινωνικών υπηρεσιών και εισαγγελίας, και τα παιδιά όχι απλώς δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτήν αλλά της επιτρέπεται και τις δύο φορές που μεταφέρθηκαν στο Παίδων να μένει μαζί τους για να τα φροντίζει. Και πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι δεν φρόντισαν την έγκαιρη προστασία των παιδιών αυτών.
Αν η γυναίκα αυτή όμως δεν είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, τότε για αυτό που συμβαίνει στα παιδιά της και στην ίδια επί έναν χρόνο πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι ευθύνονται όχι μόνο για τον σωματικό βιασμό του γιου της, αλλά και για τον βασανισμό ολόκληρης της οικογένειας από ένα σύστημα που θεωρητικά βρίσκεται εδώ για την προστασία τους.
[post_title] => Ένας 7χρονος βιάστηκε υπό το βλέμμα του κράτους — και βασανίζεται από την πρόνοια και την εισαγγελία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 7hronos-viasmos-paidon [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:03 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:03 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5734 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 5674 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 09:11:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00 [post_content] =>Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Εβδομάδες, μήνες, χρόνια
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Πρόνοια και ιδρυματοποίηση
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-05-23 09:42:33 [post_modified_gmt] => 2023-05-23 06:42:33 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )