-
17Πρόσωπα & φορείς
ΑλφαβητικάΑλφαβητικά Πρόσφατα
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 6368
[post_author] => 4
[post_date] => 2021-07-12 17:36:00
[post_date_gmt] => 2021-07-12 14:36:00
[post_content] =>
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι μετά τον χωρισμό οι γονείς συνεχίζουν να ασκούν τη γονική τους λειτουργία «από κοινού» και «εξίσου». Η έννοια του «εξίσου» (αν, για παράδειγμα, αναφέρεται σε «ίσο χρόνο») είναι ασαφής, κάτι που σύμφωνα με τους πολέμιους του νομοσχεδίου θα οδηγήσει σε σύγχυση στα δικαστήρια. Η ίδια διάταξη επεκτείνεται και στα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν έχουν παντρευτεί ή έχουν συνάψει συμβόλαιο συμβίωσης και δεν συγκατοικούσαν μετά την αναγνώριση του τέκνου από τον πατέρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό ουσιαστικά απονέμει την «ισότιμη» επιμέλεια σε έναν γονέα — συνήθως τον πατέρα — που ποτέ δεν παρείχε φροντίδα στο παιδί, χωρίς καμία υποχρέωση να αποδείξει την καταλληλότητα ή το συμφέρον του.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι εάν το παιδί μετά τον χωρισμό ζει με τον έναν γονέα, τότε ο άλλος γονέας έχει εξ ορισμού δικαίωμα επίσκεψης/επικοινωνίας που ανέρχεται στο ⅓ του «συνολικού χρόνου του παιδιού». Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι ο όρος «συνολικός χρόνος» είναι ασαφής, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί ότι σημαίνει 8 ώρες την ημέρα, 10 ημέρες το μήνα, 4 μήνες το χρόνο ή ακόμη και να υπολογίζεται με βάση τα Σαββατοκύριακα, τις αργίες και τον ελεύθερο χρόνο, με αποτέλεσμα ο λεγόμενος «⅔ γονέας» να αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τη φροντίδα και ο «⅓ γονέας» να γίνει «γονέας διακοπών» χωρίς ευθύνες. Οι πολέμιοι τόνισαν επίσης ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει στον ⅓ γονέα να ζητήσει στην πραγματικότητα λιγότερο χρόνο, οδηγώντας επομένως σε μια κατάσταση όπου η επίσκεψη/επικοινωνία καθορίζεται από τις ανάγκες των γονέων αντί των παιδιών, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο.
- Το νομοσχέδιο υποχρεώνει τον γονέα που ζει με το παιδί — τον ⅔ γονέα — να ενημερώνει τον άλλο γονέα — τον ⅓ γονέα — για κάθε απόφαση που σχετίζεται με τη φροντίδα του παιδιού, προτού λάβει μέτρα. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου τόνισαν ότι αυτό συνιστά παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του γονέα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο παρενόχλησης ή εκδίκησης σε περιπτώσεις ιδιαίτερα τεταμένων ή εχθρικών σχέσεων μεταξύ πρώην συντρόφων.
- Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι οι γονείς έχουν υποχρέωση «να διατηρούν και να ενισχύουν τη σχέση του παιδιού με την οικογένεια του άλλου γονέα». Οι αντίπαλοι επεσήμαναν ότι αυτό διευρύνει τις υποχρεώσεις των γονέων έναντι του παιδιού σε απεριόριστο αριθμό άλλων προσώπων, ενώ δεν αφήνει περιθώριο εκτίμησης του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού σε σχέση με την επαφή του με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του άλλου γονέα.
- Το νομοσχέδιο καθιστά υποχρεωτική τη διαμεσολάβηση, γεγονός που συνιστά παραβίαση, λένε οι αντίπαλοι, της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης στην οποία η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
- Ο νόμος βασίζεται στη θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, την περιγραφή της φροντίδας του παιδιού και τη ρύθμιση της επικοινωνίας και της επίσκεψης. Οι πολέμιοι του νομοσχεδίου επεσήμαναν ότι η θεωρία αμφισβητείται.
-
Υπουργείο Δικαιοσύνης
Actor card content
- Υπουργείο • Ελληνική Κυβέρνηση
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 5734
[post_author] => 4
[post_date] => 2022-11-27 12:15:39
[post_date_gmt] => 2022-11-27 09:15:39
[post_content] =>
-
Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
Actor card content
- Υπουργείο • Ελληνική Κυβέρνηση
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 5734
[post_author] => 4
[post_date] => 2022-11-27 12:15:39
[post_date_gmt] => 2022-11-27 09:15:39
[post_content] =>
-
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη
Actor card content
- Υπουργείο • Ελληνική Κυβέρνηση
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 5734
[post_author] => 4
[post_date] => 2022-11-27 12:15:39
[post_date_gmt] => 2022-11-27 09:15:39
[post_content] =>
-
Υπουργείο Υγείας
Actor card content
- Υπουργείο • Ελληνική Κυβέρνηση
Array
(
[0] => WP_Post Object
(
[ID] => 5674
[post_author] => 4
[post_date] => 2020-04-10 09:11:00
[post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00
[post_content] =>
-
Θεανώ Φωτίου
Actor card content
- Αναπληρώτρια υπουργός • Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
- Βουλεύτρια • ΣΥΡΙΖΑ
Το καλοκαίρι του 2020, μια άνευ προηγουμένου διαφημιστική καμπάνια εμφανίστηκε στους δρόμους της Αθήνας: μέρος της ήταν γκράφιτι ή πανό κρεμασμένα σε οδικές γέφυρες με συνθήματα όπως «κοινή επιμέλεια» και «οι μπαμπάδες δεν είναι επισκέπτες, είναι γονείς»· και μέρος της είχε τα χαρακτηριστικά οργανωμένης ομάδας πίεσης, με αφίσες που ζητούσαν «ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς» και «εναλλασσόμενη κατοικία» και κάλυπταν διαφημιστικούς χώρους σε στάσεις λεωφορείων σε όλη την πόλη.
Οι αφίσες στις στάσεις λεωφορείων, χορηγία του Politis Group, μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας, έφεραν το λογότυπο μιας οργάνωσης με το όνομα «Ενεργοί μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού». Άλλες οργανώσεις, όπως ο «Σύλλογος Συνεπιμέλεια», και το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., άρχισαν να ακούγονται ηχηρά στον Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υποστηρίζοντας την αναθεώρηση της νομοθεσίας για την επιμέλεια παιδιών.
Λίγους μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας, είχε διορίσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή επιφορτισμένη με τη σύνταξη νομοσχεδίου που θα μεταρρυθμίσει το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο. Ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου η υποψηφιότητα και η βουλευτική θητεία ήταν τόσο αμφιλεγόμενες όσο και η προηγούμενη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, καυχιόταν σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, η προστασία των «δικαιωμάτων των μπαμπάδων», που έπρεπε να επιτευχθεί μέσω του νέου νομοσχεδίου, τέθηκε υπόψη του υπουργού. Ο Μπογδάνος ισχυρίστηκε ότι είχε ειδοποιηθεί για το θέμα από τον Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, δημοσιογράφο που συνδέεται με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια. Ο Μπογδάνος τον αποκάλεσε «δυναμικό μπαμπά». Η διαφημιστική εκστρατεία αύξησε την πίεση. Όπως ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια έσπευσε να τονίσει στους ακολούθους του, δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η επιτροπή θα κινηθεί προς μια κατεύθυνση ευνοϊκή για τα αιτήματα του συλλόγου.
Τα αιτήματα στόχευαν σε αυτά που ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια και οι άλλες οργανώσεις θεωρούν άδικα προνόμια που παραχωρούνται από τα δικαστήρια στις μητέρες μετά από διαζύγιο, όπως η αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών. Η λύση που πρότειναν ήταν να νομοθετηθεί ότι τα παιδιά μετά το διαζύγιο θα περνούν υποχρεωτικά ίσο χρόνο και με τους δύο γονείς, μέσα σε ένα καθεστώς «κοινής ανατροφής», που σημαίνει ότι ένα παιδί θα ζούσε τον μισό χρόνο με τον έναν γονέα και τον μισό με τον άλλον.
Μέσω των προσπαθειών τέτοιων ομάδων, ορισμένοι πολιτικοί — συμπαθούντες ή παραπλανημένοι — είχαν εξετάσει μέσα στα χρόνια παρόμοια νομοθετικά μέτρα, συνοπτικά γνωστά ως «συνεπιμέλεια», αλλά δεν ξεπέρασαν ποτέ το στάδιο μιας άτυπης συνάντησης, μιας προτεινόμενης τροπολογίας ή το πολύ ενός σχεδίου νόμου που δεν βγήκε ποτέ από το συρτάρι ενός υπουργικού γραφείου.
Ο κίνδυνος να συμβεί το ίδιο και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια, φανερωνόταν από το γεγονός ότι ο Ιωάννης Τέντες, ομότιμος εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, ορίστηκε επικεφαλής της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Μέλη της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου, μιας επιστημονικής ένωσης νομικών, δικηγόρων και δικαστών, ορισμένοι από τους οποίους είναι επίσης πρώην πολιτικοί, είχαν λάβει στο παρελθόν δημόσια θέση κατά της υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας».
Σύμφωνα με επίσημες πηγές, το 70% των διαζυγίων κατά το 2017 στην Ελλάδα ήταν συναινετικά. Βουλευτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης επικαλέστηκαν πρόσθετα στοιχεία κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση, που ανεβάζουν τον αριθμό των συναινετικών διαζυγίων στο 86%. Από το υπόλοιπο 14%, μόνο οι μισοί περίπου προχωρούν σε πλήρη αγωγή και τελικά το 3% φτάνει στο δικαστήριο. Είναι λοιπόν προφανές ότι, ακόμη και αν τα παράπονα που έχουν οι υποστηρικτές της «συνεπιμέλειας» κατά των δικαστικών αποφάσεων είναι δικαιολογημένα, αφορούν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαζυγίων που είναι ιδιαίτερα συγκρουσιακά.
Η αρχή
Ενώ επίσημα φαινόταν να υποστηρίζουν την ισοτιμία και των δύο γονέων που συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών, ορισμένες εμφανίσεις στα μέσα ενημέρωσης και πολλές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισαν να αποκαλύπτουν ότι οι ομάδες που πίεζαν για «συνεπιμέλεια» αποτελούσαν ένα αναπτυσσόμενο λόμπι «ανδρικών δικαιωμάτων», το οποίο εκπροσωπούσε διαζευγμένους. πατέρες που πίστευαν ότι τα δικαστήρια τους αδίκησαν αναθέτοντας την επιμέλεια των παιδιών στις πρώην συζύγους τους.
Το Σωματείο ΓΟΝ.ΙΣ., το οποίο πιστοποιήθηκε ως φορέας «πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας» με υπουργική απόφαση το 2015 και ισχυρίζεται ότι στηρίζει «και τους δύο γονείς», ιδρύθηκε από πρώην μέλη παλαιότερης οργάνωσης, της ΣΥΓΑΠΑ, αρκτικόλεξου του εύγλωττου τίτλου «Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης, ο δημοσιογράφος που ο Μπογδάνος είπε ότι τον διαφώτισε για τα «δικαιώματα των μπαμπάδων», είπε διασήμως σε τηλεοπτική συνέντευξη: «Υπάρχουν πολλοί μπαμπάδες που πληρώνουν πολύ ακριβά αυτό το ενοίκιο της κυοφορίας των εννέα μηνών».
Όλο και περισσότερο μετά το καλοκαίρι του 2020, εκπρόσωποι του λόμπι εξασφάλιζαν εμφανίσεις τους σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης και απολάμβαναν ευνοϊκή κάλυψη των θέσεών τους σε άρθρα όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά και από ψυχολόγους και νομικούς. Αυτό συνοδεύτηκε από αυξημένη δραστηριότητα των διαφόρων οργανώσεων στα social media.
Παρά τις έντονες ανησυχίες του Συλλόγου Συνεπιμέλεια για τη σύνθεση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δύο εξέχουσες προσωπικότητες του λόμπι, ο Μάριος Ανδρικόπουλος και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου, ορίστηκαν μέλη. Ο Ανδρικόπουλος είναι νομικός διευθυντής μιας μεγάλης ενεργειακής εταιρείας και διαχειρίζεται μια δημοφιλή σελίδα στο Facebook, την Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης. Η Παπαρρηγοπούλου είναι καθηγήτρια Νομικής και αδελφή του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, κύριου εκπροσώπου του Συλλόγου Συνεπιμέλεια, μέλους του Δ.Σ. του Διεθνούς Συμβουλίου για την Κοινή Ανατροφή, πρώην μέλους του ΣΥΓΑΠΑ και συνιδρυτή του ΓΟΝ.Ι.Σ.
Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρουσίασε το προσχέδιο και την έκθεσή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τον Νοέμβριο του 2020. Εν αγνοία του ευρύτερου κοινού, η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής είχε απορρίψει ορισμένες από τις πιο ριζοσπαστικές διατάξεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών. (Καθώς ο υπουργός δεν είναι νομικά υποχρεωμένος να δημοσιεύσει το σχέδιο της επιτροπής, αυτό έγινε εμφανές πολύ αργότερα — όταν ο υπουργός αναγκάστηκε να το αποκαλύψει αφού η αντιπολίτευση είχε καταθέσει επίσημο αίτημα.)
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε διαφωνίες εντός του λόμπι για το εάν το προτεινόμενο νομοσχέδιο, το οποίο διέρρευσε σύντομα στον Τύπο, ήταν άξιο της υποστήριξής τους. Ο Σύλλογος Συνεπιμέλεια, πάντως, δημοσίευσε δικό της σχέδιο νόμου τον Δεκέμβριο του 2020 και το απέστειλε στο υπουργείο, το οποίο το απέρριψε.
Κατά τη διάρκεια μιας διαδικτυακής συζήτησης που οργανώθηκε από τον Σύλλογο Συνεπιμέλεια τον Φεβρουάριο του 2021, ο Μάριος Ανδρικόπουλος ισχυρίστηκε ότι η πλειοψηφία της επιτροπής είχε σκοπό «να αφήσει την πρόταση να σαπίσει» και ότι αυτός και η Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου «έδωσαν μεγάλη μάχη».
Ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος μοιάζει να θεωρείται η éminence grise του λόμπι και είχε εκφράσει αμφιβολίες για το νομοσχέδιο που διέρρευσε, απάντησε ότι «αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο που ετοίμασες [ο Ανδρικόπουλος], πάλι δεν θα δεις τα παιδιά σου».
Ο Νίκος Τσιλιπουνιδάκης προκάλεσε τον Παπαρρηγόπουλο υποστηρίζοντας ότι πρέπει όλοι να στηρίξουν τον υπουργό Δικαιοσύνης. «Την περασμένη Δευτέρα», είπε, «προσωπικά τηλεφώνησα στον κ. Παπαρρηγόπουλο και του είπα ότι ο κ. Τσιάρας ήθελε να τον δει. Όταν του τηλεφώνησα, ήμουν στο γραφείο του κ. Τσιάρα».
Συνέχισε λέγοντας ότι ο Τσιάρας αντιμετώπιζε έντονη αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο του το κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά ήταν ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης τα τελευταία χρόνια που είχε συμφωνήσει να συναντηθεί με την «ομάδα τους».
Ο Τσιλιπουνιδάκης προσδιόρισε την Εταιρεία Οικογενειακού Δικαίου ως τη μάστιγα του νέου νομοσχεδίου και υποστήριξε ότι «αυτοί» (προφανώς η Εταιρεία) ζήτησαν τη βοήθεια του Γιώργου Γεραπετρίτη, υπουργού Επικρατείας, για να σπείρουν αμφιβολίες για το νομοσχέδιο στο μυαλό του Πρωθυπουργού. Υποστήριξε ότι το γνώριζε γιατί ήταν «πρακτικά παρών» σε τηλεδιάσκεψη μεταξύ Τσιάρα, Γεραπετρίτη και Μητσοτάκη, όπου ο υπουργός Δικαιοσύνης υπερασπίστηκε το νομοσχέδιό του.
Ο Ανδρικόπουλος υποστήριξε ότι το πνεύμα του νέου νόμου ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, ιδίως με την πρόβλεψη ότι οι δύο γονείς ασκούν τη γονική τους λειτουργία μετά τη λύση του γάμου «από κοινού και εξίσου». «Κέρδισες», είπε στον Παπαρρηγόπουλο.
Ο Τσιλιπουνιδάκης υποστήριξε επίσης ότι το νομοσχέδιο ήταν «μια αρχή» και ότι τώρα θα πρέπει να «οργανώσουν την επίθεσή τους» κατά τη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης.
Η επίθεση
Όταν το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για δημόσια διαβούλευση στις 18 Μαρτίου, ορισμένα μέλη της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής διαμαρτυρήθηκαν ότι εμφάνιζε σημαντικές αποκλίσεις από τις συστάσεις τους. Ορισμένες από τις προβλέψεις που υποστήριξε το λόμπι για τα δικαιώματα των ανδρών είχαν επανέλθει στο προσχέδιο, παρά το γεγονός ότι η επιτροπή δεν τις συμπεριέλαβε. Μολονότι οι εκθέσεις των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεν είναι δεσμευτικές, η ευρεία απόκλιση από αυτές κατά την εξέταση ενός σχεδίου νόμου από ένα υπουργείο είναι όχι μόνο λιγότερο από διαφανής ως προς το ποιος επηρεάζει το τελικό σχέδιο, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο τεχνικών λαθών, όπως ασαφείς ή ανεφάρμοστες διατάξεις, το οποίο ήταν ένα από τα θέματα για τα οποία διαμαρτυρήθηκαν ορισμένα μέλη της επιτροπής.
Σχεδόν 15.000 σχόλια αναρτήθηκαν σε όλα τα άρθρα του νομοσχεδίου στην πλατφόρμα της δημόσιας διαβούλευσης. Ο Σύλλογος Ενεργοί Μπαμπάδες ανακοίνωσε, με υπόμνημά του προς την Επιτροπή της Βουλής, όπου το νομοσχέδιο κατατέθηκε μετά από τη δημόσια διαβούλευση, την 1η Απριλίου, ότι «από τα 15.230 σχόλια που υποβλήθηκαν, τα 12.289 ήταν ΥΠΕΡ της κοινής επιμέλειας». Και κατέληξαν ότι «η διαβούλευση μίλησε δυνατά και έδωσε μια λαϊκή εντολή για μια αυτονόητη αλλαγή».
Το ίδιο επιχείρημα επιστράτευσε και ο Κώστας Τσιάρας τόσο σε συνέντευξη του όσο και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, όπου είπε ότι ένας «αριθμός σχολίων που σπάει ρεκόρ» σηματοδοτεί «ευνοϊκή υποδοχή» του νομοσχεδίου.
Ωστόσο, η Αγγελική Αδαμοπούλου, βουλεύτρια του ΜέΡΑ25, αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του υπουργού και είπε ότι σύμφωνα με ανάλυση που έγινε από τους συνεργάτες της, ένα υποστηρικτικό σχόλιο είχε αντιγραφεί και επικολληθεί πάνω από 1200 φορές, ενώ 6 υποστηρικτικές προτάσεις εμφανίστηκαν με την ίδια μορφή έως και 1400 φορές.
«Αυτό σημαίνει συντριπτική υποστήριξη;» είπε η Αδαμοπούλου. «Από τα 15000 σχόλια, τα 9200 τουλάχιστον, δηλαδή το 61%, αντιγράφονται και επικολλούνται ξανά!»
Αποφασίσαμε να ελέγξουμε την ακρίβεια αυτών των ισχυρισμών διενεργώντας ανάλυση των σχολίων στην πλατφόρμα δημόσιας διαβούλευσης. Το αποτέλεσμα δεν υποστηρίζει ούτε τον ισχυρισμό του υπουργού ούτε του Συλλόγου Ενεργοί Μπαμπάδες, όντας πολύ πιο κοντά στους αριθμούς που ανέφερε η Αδαμοπούλου, αλλά εγείρει επίσης σημαντικά ερωτήματα για τη διαβλητότητα της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης.
Συγκεκριμένα, συγκεντρώσαμε με μηχανικό τρόπο (scraping) τα σχόλια επί των 23 άρθρων του νομοσχεδίου που έχουν δημοσιευθεί στη διαβούλευση — 14.814 σχόλια συνολικά, τα οποία συντάχθηκαν από τις 18 Μαρτίου ως και την 1η Απριλίου. Στη συνέχεια, εκπαιδεύσαμε ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης (machine learning) με σκοπό να κατηγοριοποιήσουμε ποια από τα σχόλια είναι υπέρ και ποια κατά του νομοσχεδίου. Διαβάσαμε αρκετές εκατοντάδες σχόλια και, χρησιμοποιώντας λέξεις-κλειδιά, καταφέραμε να κατηγοριοποιήσουμε σε υπέρ και κατά κάποιες χιλιάδες σχολίων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να εκπαιδευτεί ο αλγόριθμος.
Σύμφωνα με το μοντέλο μηχανικής μάθησης που χρησιμοποιήσαμε, και έχοντας ένα περιθώριο λάθους +-3%, φαίνεται εν πρώτοις ότι από τα 14.814 σχόλια, το 77% (περίπου 11.500) πράγματι είναι υπέρ του νομοσχεδίου, ενώ το 23% (περίπου 3.400) είναι κατά.
Ωστόσο, από τα 14.814 συνολικά σχόλια, μόνο το 47% (6.920) είναι πρωτογενή, ενώ το 53% (7.894) αποτελεί αντιγραφή άλλων σχολίων.
Η εικόνα λοιπόν αλλάζει αρκετά αν υπολογίσουμε μόνο τα πρωτογενή σχόλια στη διαβούλευση και όχι τις πολλαπλές αντιγραφές. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό των σχολίων που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο πέφτει στο 60% και αντίστοιχα το ποσοστό όσων το απορρίπτουν ανεβαίνει στο 40% (πάντα με περιθώριο λάθους +-3%).
Πιο αναλυτικά, από τα περίπου 11.500 σχόλια που εκτιμάμε ότι υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, το 63% (περισσότερα από 7.200) είναι αντιγραφές άλλων σχολίων και μόλις το 37% πρωτογενή σχόλια (περισσότερα από 4.100).
Τα περίπου 7.200 σχόλια υπέρ του νομοσχεδίου ουσιαστικά αντιστοιχούν σε μόλις 658 πρωτογενή σχόλια, τα οποία αντιγράφονται και επικολλώνται πολλαπλές φορές. Χαρακτηριστικά, ένα μόνο από αυτά τα 658 σχόλια έχει αντιγραφεί και επικολληθεί 343 φορές, ενώ άλλες δύο παραλλαγές του έχουν αντιγραφεί και επικολληθεί 358 φορές (συνολικά 701 αντιγραφές).
Στον αντίποδα, από τα περίπου 3.400 σχόλια που εκτιμάμε ότι είναι κατά του νομοσχεδίου, το 80% (περισσότερα από 2.700) είναι πρωτογενή και το 20% (περίπου 670) αντιγραφές. Τα 670 σχόλια που αποτελούν προϊόν αντιγραφής, προέρχονται από 225 πρωτογενή σχόλια.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια πιο κοντινή ματιά σε όσα έχουν γραφτεί στα σχόλια της διαβούλευσης. Για παράδειγμα, ένα από τα σχόλια που έχουν αντιγραφεί τις περισσότερες φορές, είναι ένα εκτενές κείμενο που ζητάει να συμπεριληφθούν εκφράσεις και διατυπώσεις που θα σκλήραιναν ακόμα περισσότερο τον νόμο – όπως η απαίτηση να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα (και όχι απλά πρωτόδικα) ο γονέας από τον οποίο μπορεί να αφαιρεθεί η επιμέλεια. Οι 345 πρώτες αντιγραφές αυτού του σχολίου έχουν γίνει όλες την ίδια μέρα (1/4/2021) με διαφορά μισού με ένα λεπτό ανάμεσα σε κάθε δημοσίευση. Στους δε χρήστες που το έχουν δημοσιεύσει, συγκαταλέγονται άτομα που έχουν γράψει το «όνομά» τους λάθος («Λεβαντεία», «Βάσσω»), πολλαπλές δημοσιεύσεις με τα ίδια επώνυμα, ονόματα που δεν επιστρέφουν κανένα αποτέλεσμα στο google, αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις, όπως οι δύο χρήστες που τυχαίνει να είναι συνονόματοι του τραγουδιστή Βασίλη Λέκκα και του ηθοποιού Γιώργου Παρτσαλάκη. Το σύνολο των σχολίων, μάλιστα, με τις χιλιάδες αντιγραφές τους έχουν συμπεριληφθεί κανονικά, χωρίς κανένας να θεωρήσει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, στην επίσημη Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης.
Από την ανάλυσή μας προκύπτει συνεπώς ότι όχι μόνο το αποτέλεσμα ανάμεσα στα υποστηρικτικά και τα απορριπτικά σχόλια είναι πολύ πιο ισόρροπα μοιρασμένο από ό,τι αβάσιμα ισχυρίστηκε ο υπουργός, αλλά και ότι:
Πρώτον, πάνω από τα μισά σχόλια στη διαβούλευση είναι πλασματικά.
Δεύτερον, ότι στην πλειονότητά τους τα πλασματικά αυτά σχόλια είναι υποστηρικτικά του νομοσχεδίου.
Τρίτον, ότι η παρέμβαση στη συγκεκριμένη διαβούλευση ήταν εξαιρετικά εκτεταμένη, καθώς ο όγκος των αντιγραφών των υποστηρικτικών σχολίων (πάνω από 7.200 ή 63%) είναι τεράστιος.
Η κριτική
Κατά τη δημόσια διαβούλευση, καθώς και κατά τη συζήτηση στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή και στα ΜΜΕ, το σχέδιο νόμου επικρίθηκε έντονα από ένα ευρύ φάσμα ειδικών, οργανώσεων, θεσμών, φεμινιστικών ομάδων και ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένων της «Ομάδας Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών» και της Ειδικής Εισηγήτριας του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τις αιτίες και τις συνέπειές της· της Διεθνούς Αμνηστίας· της Human Rights Watch· της Ένωσης Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων· της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου· της οργάνωση για την ισότητα των φύλων Διοτίμα; της Επιτροπής Δικηγόρων για Νομικά Θέματα Συνεπιμέλειας· και Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας.
Το πρωταρχικό ζήτημα για όσους αντιτίθενται στον νέο νόμο ήταν ότι αποκλίνει από την παιδοκεντρική προσέγγιση της προηγούμενης νομοθεσίας, δίνοντας προτεραιότητα στα δικαιώματα των γονέων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στον ορισμό του «βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού» ως ίσης συνεπιμέλειας μεταξύ γονέων, σε αντίθεση με μια διάταξη που πρέπει να ορίζεται κατά περίπτωση, όπως απαιτείται από το διεθνές δίκαιο.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο διαφωνίας ήταν ότι το νομοσχέδιο δεν περιόριζε τα δικαιώματα επίσκεψης/επικοινωνίας, ακόμη και αν ένας γονέας κατηγορούνταν για κακοποίηση παιδιών, εκτός εάν υπήρχε αμετάκλητη καταδίκη για την πράξη. Αυτό φαινόταν να αντικατοπτρίζει μια άποψη, την οποία υποστηρίζουν ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, αλλά συμμερίζονται και ορισμένοι επαγγελματίες παιδικής προστασίας, ότι πολλοί ισχυρισμοί για κακοποίηση παιδιών είναι ψευδείς και χρησιμοποιούνται από μητέρες εναντίον πατέρων για να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ο Σύνδεσμος Ενεργοί Μπαμπάδες τόνισε στοιχεία από μια τηλεφωνική γραμμή για την κακοποίηση παιδιών που διευθύνεται από το Χαμόγελο του Παιδιού, που φάνηκε να δείχνει ότι οι περισσότερες καταγγελίες κακοποίησης γίνονται εναντίον μητέρων. Και η Μαρία Καπερώνη, κλινική ψυχολόγος στο Ιπποκράτειο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, η οποία υποστήριξε το νέο νομοσχέδιο στα ΜΜΕ και συχνά αναφέρεται από ομάδες για τα δικαιώματα των ανδρών, έχει πει ότι της έχει ζητηθεί να παράσχει σε μητέρες αναφορές που αναφέρουν ότι τα παιδιά τους κακοποιούνται σεξουαλικά από τον πατέρα τους. «Πολύ συχνά», ισχυρίστηκε, «οι κατηγορίες είναι ψευδείς».
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, επικεφαλής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, και διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη των επιζώντων/ζωσών παιδικής κακοποίησης, μας είπε ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο σύστημα καταγραφής περιστατικών παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, και επομένως αποσπασματικά στοιχεία και στατιστικές που δημοσιεύονται από μεμονωμένες υπηρεσίες ή ιδρύματα έχουν μικρή σχέση με τα χαρακτηριστικά του συνόλου των περιστατικών στην κοινωνία, όπως προκύπτουν από μελέτες σε τυχαία τμήματα του γενικού πληθυσμού. Συνέχισε λέγοντας ότι «η χρήση τέτοιων “αποδεικτικών στοιχείων” για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση λίγο πριν θεσπιστεί μια νέα μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, είναι ξεκάθαρα ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και δεν έχει καμία αξία για το σχεδιασμό κοινωνικής πολιτικής για τις οικογένειες».
Οι επικριτές του νέου νομοσχεδίου σημείωσαν περαιτέρω ότι στην Ελλάδα, όπου οι καθυστερήσεις των δικαστηρίων είναι ένα επίμονο πρόβλημα, μια διάταξη που απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη θα σήμαινε ότι ένας πιθανός θύτης θα μπορούσε να παραμείνει σε επαφή χωρίς επίβλεψη με το θύμα του για περίοδο έως και δέκα ετών.
Αυτό ήταν το μόνο μέρος του νομοσχεδίου που τροποποιήθηκε εν μέρει υπό το βάρος της κριτικής των ειδικών. Μετά τις αλλαγές, οι διατάξεις για τις επισκέψεις/επικοινωνία δεν έκαναν καμία αναφορά στο θέμα της παιδικής κακοποίησης, ενώ η διάταξη για την απώλεια της «γονικής μέριμνας» απαιτούσε «οριστική καταδίκη».
Η περαιτέρω κριτική του νέου νομοσχεδίου επικεντρώθηκε τόσο σε ουσιαστικά όσο και σε τεχνικά ζητήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν:
Η υποστήριξη
Πριν ακόμη αποκαλυφθεί το σχέδιο του νέου νόμου, ήταν προφανές ότι η θεωρία του «συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης» χρησιμοποιήθηκε από το λόμπι των ανδρικών δικαιωμάτων ως επιστημονικό επιχείρημα για την υποστήριξη της μεταρρύθμισης. Σύμφωνα με τη θεωρία, το «σύνδρομο» εμφανίζεται όταν ένα παιδί αποξενώνεται από τον γονέα ως αποτέλεσμα της ψυχολογικής χειραγώγησης άλλου γονέα, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του συγκρουσιακού χωρισμού της οικογένειας. Είναι ενδιαφέρον ότι κατά τις συζητήσεις στην Επιτροπή της Βουλής, το «σύνδρομο» όχι μόνο υπερασπίστηκε, αλλά παρουσίασε ως την επικρατούσα ακαδημαϊκή συναίνεση,η καθηγήτρια ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Μαριέτα Παπαδάτου-Παστού.
Όταν της ζητήθηκε να αναφέρει τις πηγές της, η Κ. Παπαδάτου-Παστού επεσήμανε αυτό που αποκαλεί «η έκθεση Warshak», δηλαδή μία δημοσίευση του 2014 του ψυχολόγου Richard Warshak, με τίτλο Κοινωνικές επιστήμες και σχέδια γονικής μέριμνας για μικρά παιδιά: Έκθεση συναίνεσης. Το συμπέρασμα της εργασίας ήταν ότι ο ίσος χρόνος μεταξύ των γονέων ήταν ωφέλιμος για το παιδί. Το «συναινετικό» μέρος του τίτλου βασίστηκε στο γεγονός ότι η εργασία συνοδευόταν από μια λίστα 110 επιστημόνων που ενέκριναν τα ευρήματά της. Όπως παραδέχεται η ίδια η δημοσίευση, αυτό είναι «ένα σπάνιο φαινόμενο στις κοινωνικές επιστήμες». Τόσο για τον συγγραφέα της εργασίας όσο και για την Κ. Παπαδάτου-Παστού στη Βουλή των Ελλήνων επτά χρόνια αργότερα, αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της που της επέτρεψε να υποστηρίξει τον ισχυρισμό της περί «συναίνεσης». Στην πραγματικότητα, δεν έκανε την άποψη του Warshak λιγότερο αμφιλεγόμενη.Ο Richard Warshak είναι ο συνεχιστής της θεωρίας του παιδοψυχολόγου Richard Gardner, ο οποίος πρότεινε το «σύνδρομο» το 1985. Θεωρείται ο επιστημονικός διάδοχός του, τόσο πολύ που μετά τον θάνατο του Gardner, ο Warshak κληρονόμησε τα αδημοσίευτα εκπαιδευτικά βίντεο και ηχητικές κασέτες από την οικογένειά του. Ο Warshak είναι ο συγγραφέας ενός μπεστ-σέλερ με τίτλο Divorce Poison (Δηλητήριο διαζυγίου) και, το πιο σημαντικό, έχει εμπνεύσει μια επιχείρηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή των ιδεών του, η οποία ονομάζεται Family Bridges, με τον ίδιο να κατέχει ρόλο επιστημονικού συμβούλου.
Οι Family Bridges αποκαλούνται συχνά από τους αντιπάλους τους «στρατόπεδα επανένωσης». Είναι εργαστήρια που δηλώνουν ότι έχουν στόχο έχουν να θεραπεύσουν τη «γονεϊκή αποξένωση» και να επιδιορθώσουν τη σχέση και με τους δύο γονείς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μια σειρά από ρεπορτάζ σε ΜΜΕ όπως το Atlantic, το NBC και το Reveal, πολλαπλές μαρτυρίες παιδιών που πέρασαν από αυτές τις κατασκηνώσεις λένε μια διαφορετική ιστορία, κατηγορώντας το πρόγραμμα ότι τα χειραγωγούσε, τραυματίζοντας τη σχέση τους με τον γονέα που είχε την επιμέλεια. Ένας ειδικός, όπως αναφέρθηκε στο Atlantic, αποκάλεσε τα Family Bridges «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Και επειδή αυτά τα εργαστήρια είναι αρκετά ακριβά και επιβάλλονται από δικαστικές εντολές, ένας δικηγόρος που συμμετείχε σε μια νομική μάχη κατά των Family Bridges είπε στη Washington Post το 2017 ότι «τα προγράμματα είναι κατά βάση πλαστά. Ήταν ξεκάθαρο για μένα αυτό που έκαναν ήταν να καρπωθούν τεράστιες αμοιβές πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας».
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Γιώργο Νικολαΐδη, ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη του εν λόγω συνδρόμου είναι ευρέως αποδεκτή είναι ψευδής. «Αυτό το λεγόμενο σύνδρομο», μας είπε, «είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας που προωθείται συστηματικά από διάφορες οργανώσεις διαζευγμένων ανδρών. Δεν έχει ποτέ αναγνωριστεί ως πραγματική κλινική οντότητα από αναγνωρισμένους διεθνείς ή εθνικούς επιστημονικούς θεσμούς. Πρόσφατα, προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και να αποφευχθούν παρερμηνείες, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να παραλείψει οποιαδήποτε αναφορά στέρησης επαφής με γονέα στην πιο πρόσφατη αναθεώρηση της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών».
Μια άλλη πηγή υποστήριξης για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου προς την κατεύθυνση που ασπάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν ο Συνήγορος του Πολίτη, με επικεφαλής τον δικηγόρο και καθηγητή Νομικής Ανδρέα Ποττάκη. Ήδη από τον Αύγουστο του 2020, ο Ποττάκης απηύθυνε επιστολή στον υπουργό, όπου υποστήριξε τα οφέλη της «συνεπιμέλειας» και της «κοινής ανατροφής», επικαλούμενος ψηφίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2013 και του 2015 που προέτρεπαν τα κράτη μέλη να νομοθετήσουν παρέχοντας επιλογή κοινής επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού» και να εισαγάγουν «την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας».
Τον Μάιο του 2021, όταν το νομοσχέδιο συζητούνταν στην Επιτροπή της Βουλής, ο Συνήγορος του Πολίτη απηύθυνε άλλη επιστολή, αυτή τη φορά στον πρόεδρο της επιτροπής, Μάξιμο Χαρακόπουλο, όπου επανέλαβε ότι εγκρίνει τις προσπάθειες του υπουργείου για μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, αλλά το επέκρινε γιατί δεν προχώρησε αρκετά στη νομοθετική ρύθμιση της «εναλλασσόμενης κατοικίας».
Η Γιώτα Μασουρίδου, δικηγόρος που υπηρετεί και ως γενική γραμματέας της οργάνωσης Ευρωπαίοι Δημοκρατικοί Δικηγόροι και είναι σφοδρή επικρίτρια του νομοσχεδίου, μας είπε ότι «οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι μη νομικά δεσμευτικές συμφωνίες πολιτικής που συνιστούν ήπιο δίκαιο. Χρησιμοποιούνται συχνά για πολιτική πίεση στις κυβερνήσεις να ενεργήσουν ή να ρυθμίσουν ένα θέμα σύμφωνα με μια συγκεκριμένη καθοδήγηση».
«Τα λόμπι που υποστηρίζουν αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, καθώς και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη», είπε η Μασουρίδου, «υπενθυμίζουν συγκεκριμένα αποσπάσματα από επιλεγμένες συστάσεις του ΣτΕ, προκαλώντας, εσκεμμένα, σύγχυση ως προς το εύρος και το πλαίσιο των υποχρεώσεων της Ελλάδας που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Θα πρέπει να διευκρινιστεί σε όλα τα επίπεδα ότι η προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει κανένα μέτρο που προστατεύει ή καλύπτει τους δράστες σε βάρος των δικαιωμάτων των θυμάτων».
Σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, ο οποίος είναι επίσης μέλος και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote, του οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση της Σύμβασης για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχει τώρα μια τάση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να αναθεωρήσουν Μέτρα «συνεπιμέλειας» ή «εναλλασσόμενης κατοικίας», καθώς αποδεικνύονται «μη βιώσιμα».
«Το ίδιο ισχύει», μας είπε ο Νικολαΐδης, «για διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και οι διάφορες επιτροπές του: σε πρόσφατη συζήτηση της επιτροπής για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που στερούνται γονικής μέριμνας λόγω διαζυγίου ή άλλων αιτιών, οποιαδήποτε αναφορά τέτοιων μέτρων παραλείφθηκε προς αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών».
«Υπάρχει μια σύγχυση», είπε, «μεταξύ των ευρέως αποδεκτών οφελών για ένα παιδί της συνεχούς επαφής και με τους δύο γονείς, και της αμφίβολης προώθησης του ψευδούς “συνδρόμου αποξένωσης” ή της “εναλλασσόμενης κατοικίας” κατά γενικό κανόνα. Είναι ένα πράγμα να παρατηρήσουμε ότι τα παιδιά χωρισμένων ζευγαριών μπορούν να επωφεληθούν από την ποιοτική επαφή και με τους δύο γονείς. Αυτό όμως επιτυγχάνεται κυρίως από πρώην ζευγάρια που βρίσκουν τρόπο να επικοινωνούν προς όφελος των παιδιών τους. Η εφαρμογή ευρημάτων που βασίζονται σε αυτή την παρατήρηση σε περιπτώσεις χωρισμένων γονέων σε συγκρουσιακά διαζύγια και δικαστικές διαμάχες και η χρήση τους για την υποστήριξη νομικών και διοικητικών μέτρων, όπως αυτά που είδαμε στην Ελλάδα, είναι ένα άλμα λογικής και μια μεθοδολογική λαθροχειρία».
«Είναι κρίμα», κατέληξε ο Νικολαΐδης, «που ακόμη και σεβαστοί ακαδημαϊκοί, αλλά και θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, είχαν τέτοια αδυναμία κρίσης».
Η διάσπαση
Τις ημέρες που προηγήθηκαν της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής, οι διαφωνίες για το νομοσχέδιο που επικρατούσαν στο κυβερνών κόμμα έγιναν ευρύτερα γνωστές. Δύο βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας, οι πρώην υπουργοί Μαριέττα Γιαννάκου και Όλγα Κεφαλογιάννη, εξέφρασαν δημόσια τις αντιρρήσεις τους για το νομοσχέδιο, επαναλαμβάνοντας τα βασικά σημεία κριτικής που είχαν προκύψει κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης απάντησε σε συνέντευξή του ότι οι αντιρρήσεις των δύο βουλευτριών είχαν τις ρίζες τους στις «προσωπικές τους εμπειρίες», κάτι που «δεν ήταν τρόπος να νομοθετεί κανείς». Η Μ. Γιαννάκου απάντησε με το ερώτημα αν ο υπουργός θα έλεγε τα ίδια αν οι ενστάσεις είχαν διατυπωθεί από άνδρες.
Στη συνέχεια οι δύο βουλεύτριες κατέθεσαν πρόταση για δέκα τροπολογίες στο νομοσχέδιο, αντιμετωπίζοντας τα πιο προβληματικά σημεία. Ήταν η πρώτη περίπτωση τέτοιας αποφασιστικής αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική κατά τη διάρκεια της διετίας της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Το υπουργείο απέρριψε τις τροπολογίες.
Κατά τη συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής, η Μ. Γιαννάκου άσκησε κριτική στο υπουργείο για το γεγονός ότι δεν είχε πραγματοποιήσει συναντήσεις με καθιερωμένες γυναικείες οργανώσεις αλλά τις απέκλεισε από το διάλογο για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. «Αντίθετα», είπε, «είδαμε απίθανες οργανώσεις, όπως ΓΟΝ.ΙΣ., Συνεπιμέλεια, Ενεργοί Μπαμπάδες, τεράστιες διαφημίσεις που υποστηρίζουν το νομοσχέδιο, που σημαίνει πολλά χρήματα, και μια πανομοιότυπη επιστολή που μας εστάλη μέσω email με διάφορα ονόματα αλλά όχι πραγματική ταυτότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τα παιδιά τους τόσο πολύ που δεν μπορούν να γράψουν ένα γράμμα για αυτό το θέμα; Ή είναι μια εταιρεία, που έχει τα χρήματα να τα στείλει όλα αυτά με ψεύτικα ονόματα; Πιστεύω ότι είναι το δεύτερο».
Στη συζήτηση της Ολομέλειας, στις 20-21 Μαΐου, η αντιπολίτευση τάχθηκε σθεναρά κατά του νομοσχεδίου. Υπήρχαν κάποιες διαφοροποιήσεις: Ο Ανδρέας Λοβέρδος, πρώην υπουργός και βουλευτής του ΚΙΝΑΛ (Κίνημα Αλλαγής), εξέφρασε την υποστήριξή του στην κοινή ανατροφή των παιδιών. Και η Ελληνική Λύση, ένα ακροδεξιό κόμμα, αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο για ομοφοβικούς λόγους, καθώς κατά τη γνώμη τους δεν προστατεύει την παραδοσιακή οικογένεια. Αν και μερικοί ακόμη βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εξέφρασαν επιφυλάξεις για αυτό, κυρίως ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Χαράλαμπος Αθανασίου, οι περισσότεροι το υπερασπίστηκαν σθεναρά — κάποιοι λίγο υπερβολικά σθεναρά, όπως αποδεικνύεται από τη γνώμη του Γιάννη Λοβέρδου ότι «μια γυναίκα μπορεί να μισεί τον πρώην σύζυγό της, που την απάτησε, την χτύπησε και την κακοποίησε, αλλά και πάλι το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώσει και με τους δύο γονείς».
Σε μια ασυνήθιστη τροπή των γεγονότων, τουλάχιστον για τα κοινοβουλευτικά πρότυπα, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης βρέθηκε αντιμέτωπος με την κριτική ότι ο αστικός κώδικας δεν περιλαμβάνει διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γονείς ασκούν «εξίσου» τη γονική τους λειτουργία κατά τη διάρκεια του γάμου, και επομένως η πρόβλεψη του νομοσχεδίου ότι θα «συνεχίσουν» να το κάνουν μετά το διαζύγιο δεν έβγαζε νόημα, αποφάσισε να τροποποιήσει επί τόπου τον αστικό κώδικα και να προσθέσει το «εξίσου» στο σχετικό άρθρο.
Αποκαλύφθηκε επίσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης ότι η Ομάδα Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για τις διακρίσεις κατά των γυναικών και των κοριτσιών και η Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ για τη βία κατά των γυναικών, τα αίτια και τις συνέπειές της, είχαν απευθύνει επιστολή στον Πρωθυπουργό στις 17 Μαΐου, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο νομοσχέδιο και είχαν εισηγηθεί «αναθεώρηση και επανεξέταση αυτών των διατάξεων του νομοσχεδίου λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς υποχρεώσεις της Ελλάδας για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Είχαν επίσης ζητήσει η επιστολή «να κοινοποιηθεί στο Κοινοβούλιο το συντομότερο». Η κυβέρνηση δεν είχε αποκαλύψει την επιστολή στη Βουλή και όταν την εμφάνισε η αντιπολίτευση, ο υπουργός Δικαιοσύνης αρνήθηκε ότι γνώριζε κάτι γι’ αυτή.
Το νομοσχέδιο τελικά ψηφίστηκε στις 21 Μαΐου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε να απέχουν είτε να το καταψηφίζουν. Δεν έγιναν διορθώσεις, παρά την εκτεταμένη κριτική. Η νέα νομοθεσία είναι η πρώτη που αλλάζει ριζικά τις διατάξεις σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, μετά τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου που έγινε το 1983.
Λίγα μόλις λεπτά μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, η Δράση κατά της Γονεϊκής Αποξένωσης, η σελίδα στο facebook που διευθύνει ο Μάριος Ανδρικόπουλος, μοιράστηκε μια περίεργη ανάρτηση: μια φωτογραφία του Γρηγόρη Δημητριάδη, Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού. Δεν δόθηκε καμία εξήγηση.
Άλλοι λογαριασμοί μέσων κοινωνικής δικτύωσης που σχετίζονται με το λόμπι γιόρτασαν τη νίκη τους με πιο ευθείς τρόπους:
«Η μάχη κερδήθηκε θριαμβευτικά, κύριοι», έγραφε μια ανάρτηση. «Προχωράμε σύμφωνα με το βασικό σχέδιο, χωρίς ΒΗΜΑ πίσω. Στρέφουμε το βαρύ πυροβολικό μας κατά των δικαστικών, γεμίζουμε, κλειδώνουμε και ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ! Αφήστε τα μέλη αυτής της ομάδας που διαρρέουν πράγματα να πουν στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ότι τους έχουμε στο στόχαστρό μας».
[post_title] => Εις το όνομα του πατρός [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eis-to-onoma-tou-patros [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 18:11:46 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 15:11:46 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=6368 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 5734 [post_author] => 4 [post_date] => 2022-11-27 12:15:39 [post_date_gmt] => 2022-11-27 09:15:39 [post_content] =>Νοσοκομείο Παίδων: «7χρονος κατήγγειλε σεξουαλική κακοποίηση από 14χρονο. Παρόμοια καταγγελία έγινε και από μια 13χρονη. Τα παιδιά δεν νοσηλεύονται εκεί, απλά φιλοξενούνται προσωρινά καθώς προέρχονται από προβληματικές οικογένειες που έχουν χάσει την επιμέλειά τους. Για τα καταγγελλόμενα από την μητέρα του 7χρονου — η οποία έχει χάσει την επιμέλειά του — βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ, λαμβάνονται καταθέσεις και έχει δοθεί εντολή να γίνουν ιατροδικαστικές εξετάσεις στα θύματα και να εξεταστούν από ειδικούς παιδοψυχολόγους. Ο υπουργός Υγείας διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης».
Η είδηση έγινε γνωστή στις 16 Νοεμβρίου και στη σύντομη αυτή περιγραφή συμπυκνώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της παθογένειας του συστήματος που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά» οδηγούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας όταν οι εισαγγελικές αρχές κρίνουν ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τις οικογένειες ή τα φροντιστικά τους περιβάλλοντα, έως ότου διερευνηθεί το εάν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτά ή σε περίπτωση ακαταλληλότητας / επικινδυνότητας, να οδηγηθούν σε κάποιο ίδρυμα. Η εντολή αυτή δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κυρίως λόγω της υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, οι έρευνες αργούν να ολοκληρωθούν και η παραμονή των παιδιών παρατείνεται για καιρό. Τα παιδιά δεν επιτηρούνται, καθώς αφενός δεν είναι αρμοδιότητα του νοσοκομείου να τα επιτηρεί, αφετέρου ούτε εκεί επαρκεί το προσωπικό. Παραβατικότητα μεταξύ αυτών των παιδιών δεν καταγγέλλεται για πρώτη φορά. Τώρα, λοιπόν, καταγγέλλονται και δύο βιασμοί.
Στο ραντάρ της πρόνοιας
Η Γ. είναι η μητέρα του 7χρονου αγοριού. Έχει ένα ακόμα αγόρι, μόλις δύο ετών. Είναι 42 χρόνων, άνεργη, και ζει με τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της. Ο πατέρας των παιδιών ζει εκτός Ελλάδας και έχει αναγνωρίσει μόνο τον μεγάλο του γιο. Πρωτομπήκαν στο ραντάρ του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» πριν από περίπου έναν χρόνο.
Τη συναντήσαμε στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», στα παγκάκια πίσω από ένα μικρό εκκλησάκι. Διασχίζουμε τον μεγάλο διάδρομο και στο τέρμα του μας περιμένει, καπνίζοντας με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει το χέρι του μικρού. Εκείνος φοράει μια κόκκινη πιτζάμα με τον Spiderman και λευκά αθλητικά παπούτσια. Ο Ironman είναι κανονικά ο αγαπημένος του σούπερ ήρωας. Του δίνει το κινητό της για να χαζέψει βιντεάκια ώστε να μιλήσουμε. Διατυπώνουμε την αγωνία ότι μπορεί και να μας ακούει. «Ξέρει τα πάντα» αποκρίνεται η Γ. Ρωτάει την μητέρα του αν είμαστε εμείς που θα τον πάρουμε για να τον βάλουμε στο ίδρυμα.
«Κάναμε το λάθος και του κάναμε όλα τα χατίρια από όταν ήταν μικρός. Δεν έχει όρια. Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ» λέει η Γ. με σβηστή φωνή. Φαίνεται κουρασμένη, στραγγισμένη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, έχει καταλήξει ότι έχασε τελείως τον έλεγχο επί καραντίνας. «Προνήπιο και νήπιο μας βρήκε η καραντίνα. Δεν ήθελε να μπει στην τηλεκπαίδευση. Η δασκάλα είχε τόσα παιδιά να διαχειριστεί και αναγκαστικά είχε κλειστά τα μικρόφωνα. Τον ενοχλούσε που δεν άκουγε τι ήθελε να της πει. Δεν ήθελε καθόλου το σχολείο».
Η άρνησή του για το σχολείο έγινε ακόμα εντονότερη, σύμφωνα με τη μητέρα, πέρυσι, όταν δηλαδή ξεκινούσε η Α’ Δημοτικού. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε με τίποτα να τον πείσει και έμενε στο σπίτι. «Το ήξερε και ο διευθυντής του σχολείου, έβλεπε με πόση δυσκολία τον έφτανα ως εκεί. Υπήρξαν φορές που ήρθε ο ίδιος και τον γράπωσε για να τον βάλει μέσα». Τότε, όπως λέει η Γ., ο διευθυντής την έφερε σε επαφή με την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου της. Η Γ. συναντήθηκε με κάποια κοινωνική λειτουργό.
Κάπως έτσι έφτασαν σε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη που ο μικρός για ακόμα μια φορά δεν ήθελε να πάει. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Κάπως τον έπιασα, τον πίεσα με τα ακροδάχτυλά μου στο πρόσωπο…». Ούτε εκείνη την ημέρα πήγε σχολείο. Ζήτησε να πάει σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της. Η εισαγγελέας ανηλίκων στις 16 Νοεμβρίου 2021 διέταξε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών και με εισαγγελική εντολή τα παιδιά της οδηγήθηκαν στο «Αγλαΐα Κυριακού». Έμειναν 49 ημέρες μαζί με την μητέρα τους και την γιαγιά τους.
«Κανείς δεν μπορεί να παίξει θέατρο επί 49 ημέρες, όταν παρακολουθείται από το πρωί μέχρι το βράδυ» μάς λέει η Γ. «Δεν μπορείς να κρυφτείς. Είδαν τον χαρακτήρα μου, είδαν ότι δεν είμαι βίαιη. Βοήθεια χρειαζόμουν. Κι εγώ και το παιδί μου».
Αναζητείται βοήθεια
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η ίδια εισαγγελέας διέταξε να επιστρέψουν τα παιδιά στη μητέρα τους και έδωσε εντολή να υποστηριχθεί τόσο η ίδια όσο και ο 7χρονος γιος της από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελεί παράρτημα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Το παραπεμπτικό εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Η μητέρα τηλεφώνησε στο Κ.Ψ.Υ που της υποδείχθηκε από την εισαγγελία και ζήτησε ραντεβού. Το ραντεβού ορίστηκε για τον Μάρτιο. Συναντήθηκε με παιδοψυχίατρο, η οποία της ζήτησε το ιστορικό του αγοριού και μία ακόμα γυναίκα. «Μου είπε ότι κάνει συμβουλευτική γονέων» μας είπε η Γ.
Επόμενο βήμα ήταν να κλειστεί το ραντεβού για το παιδί, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, τέσσερις ολόκληρους μήνες από την έξοδο των παιδιών από το νοσοκομείο. Έναν μήνα αργότερα, με το κλείσιμο των σχολείων τον Ιούνιο, η παιδοψυχίατρος και η επισκέπτρια υγείας του Κ.Ψ.Υ τους επισκέφτηκαν στο σπίτι όπου διαμένουν, το μητρικό σπίτι της Γ. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο δηλαδή, ο γιος της έκανε δύο συνεδρίες με μια εργοθεραπεύτρια. Στα τέλη Αυγούστου το παιδί έκανε ακόμα μια συνάντηση με μια ειδική παιδαγωγό.
«Ζήτησα δύο φορές να δω ψυχίατρο για μένα. Δεν έγινε» μας λέει η Γ. «Τους τηλεφώνησα κάποιες φορές, 3-4 αν θυμάμαι καλά για να ζητήσω καθοδήγηση όταν ο μικρός αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Μου απάντησαν να του βάζω όρια. Το καλοκαίρι πάλι που ο μικρός δεν είχε σχολείο και παρατηρούσα μεγάλη υπερδιέγερση, λόγω της οποίας ξενυχτούσε, ξανατηλεφώνησα. Μου είπαν να μην του δίνω γλυκά από το απόγευμα και μετά. Τον πήγαινα στο πάρκο τα απογεύματα μαζί με τον μικρό, προσπαθούσα. Τις ρώτησα αν θα πρέπει να του δώσουμε κάποιο σιρόπι για την υπερδιέγερση. “Θα το συζητήσουμε μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση” μου είπαν».
Στις 22 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται στην μητέρα από την παιδοψυχίατρο και την επισκέπτρια υγείας ότι με εντολή εισαγγελέα τα παιδιά θα φύγουν και πάλι για το Παίδων. «”Όχι επιμέλειες και τέτοια. Απλώς θα μπει και θα κάνει την θεραπεία του για όσο κρίνει ο παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου”» υποστηρίζει η μητέρα ότι της είπαν. Σκέφτηκε ότι θα τους έστελναν στο παιδοψυχιατρικό τμήμα για να του χορηγηθεί κάποια αγωγή, καθώς τους είχε εξηγήσει πόσο δυσκολεύεται να δώσει οποιοδήποτε σιρόπι στον γιο της.
Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, δύο αστυνομικοί με πολιτικά φτάνουν στο σπίτι της μητέρας, παραλαμβάνουν τα παιδιά και την μητέρα και τους οδηγούν για δεύτερη φορά στο Παίδων. Την Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, η μητέρα ζητά να συναντήσει την εισαγγελέα ανηλίκων. Εκείνη της διαβάζει την έκθεση που συνέταξαν η παιδοψυχίατρος και η κοινωνική λειτουργός.
Σύμφωνα με τα όσα μας μεταφέρει η μητέρα, οι δύο εκπρόσωποι τους προνοιακού συστήματος της χώρας μας έκριναν ότι η ζωή του παιδιού κινδυνεύει γιατί η μητέρα αδυνατεί να το ελέγξει.
«Η εισαγγελέας δεν με είχε δει ποτέ» μας λέει η Γ. Διάβασε μόνο αυτά που έγραψαν εκείνες. Και τι δεν έγραψαν εκεί. Ότι την ημέρα που επισκέφτηκαν το σπίτι μας, ο μικρός κρεμάστηκε ο μισός έξω από το μπαλκόνι κι ότι εγώ έπαιζα στο κινητό αδιαφορώντας και η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι. Ότι κινδυνεύει η ζωή του γιατί δεν με ακούει. Ότι είμαι αδιάφορη και ακατάλληλη μητέρα. Όποιος εισαγγελέας και να τα διάβαζε αυτά, τι θα έκανε;».
Η Γ. επιμένει ότι το περιστατικό στην βεράντα δεν συνέβη. «Έχουμε βάλει πλέγμα στην βεράντα» λέει. «Το παιδί μου δεν έχει τραυματιστεί ποτέ. Τα προσέχω τα παιδιά μου. Αλλά ακόμα κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι κινδυνεύει η ζωή του παιδιού, τους πήρε τέσσερις μήνες να το πουν; Είδαν στα μέσα Ιουνίου ότι κινδυνεύει ένας 7χρονος, και θυμήθηκαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό στις 23 Σεπτεμβρίου;».
Νιώθει προδομένη από το προνοιακό σύστημα. «Έδειξα εμπιστοσύνη» λέει «και το μετανιώνω».
Από την αγωγή στην ανάκριση
Οι μέρες περνούν στο νοσοκομείο και από την κοινωνική υπηρεσία της μεταφέρεται το συμπέρασμα ότι ο γιος της είναι πια πιο συνεργάσιμος, ότι παίρνει την αγωγή του — το νευροληπτικό σιρόπι Risperdal που υπέδειξε η παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου — και πως η πρόθεση του νοσοκομείου είναι να ζητήσει από την εισαγγελία να παγώσει η απόφαση.
Ενδιαμέσως η εισαγγελέας που χειριζόταν ως τότε την υπόθεσή της μετατίθεται και στην θέση της τοποθετείται νέα. Η Γ. παραμένει στο Παίδων με τα παιδιά της δίχως καμία ενημέρωση.
Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, ο 7χρονος γιος της, τής εκμυστηρεύεται ότι ένα άλλο «εισαγγελικό παιδί», 14 ετών, το οποίο επίσης λιμνάζει επί μήνες στο νοσοκομείο, τον έχει βιάσει επανειλημμένα.
Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει. Σεκιούριτι και γιατροί σπεύδουν, παίρνουν το παιδί και το οδηγούν στο εξεταστήριο. Εκεί μπαίνει και η μητέρα. Το παιδί αφηγείται τι του συνέβη. Περνά από ιατροδικαστική εξέταση.
Λίγο αργότερα, ένα ακόμα «εισαγγελικό παιδί», ένα κορίτσι 13 ετών, που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τον 7χρονο, αποκαλύπτει ότι και αυτό βιάστηκε από τον ίδιο 14χρονο — σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Ο 14χρονος απομακρύνεται από το «Αγλαΐα Κυριακού» προς άλλο παιδιατρικό νοσοκομείο.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, η δικηγόρος Μαρούσκα Σπυράκη, με την οποία έχει επικοινωνήσει η Γ. λίγες ημέρες νωρίτερα, ύστερα από σύσταση άλλης «εισαγγελικής μητέρας», καταθέτει εγγράφως αίτημα για ακρόαση στην νέα εισαγγελέα ανηλίκων.
Στις 17 Νοεμβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και πολιτικό όχημα φτάνουν στο νοσοκομείο, παραλαμβάνουν την μητέρα με τα δυο παιδιά και τους οδηγούν από την πίσω πόρτα, όπως λέει η μητέρα, καθώς ήταν παντού ακροβολισμένοι δημοσιογράφοι, στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί εξετάζεται από την ψυχολόγο της αστυνομίας για ένα δίωρο. Στην μητέρα δεν λένε τίποτε άλλο πέρα από το ότι το παιδί της είναι πολύ έξυπνο. Και πάλι, αστυνομικοί τους οδηγούν πίσω στο Παίδων.
Η προανάκριση, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζεται στο αδίκημα του βιασμού. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχουν οι αρχές την πρόθεση να ελέγξουν τις ευθύνες των κρατικών υπηρεσιών, υπό την προστασία των οποίων βρίσκονται τα παιδιά που τοποθετούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία με εισαγγελικές διαταγές, στο πλαίσιο αδικημάτων όπως η έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο ζωής και η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Στις 18 Νοεμβρίου, η μητέρα μέσω της δικηγόρου της ζητά από την Εισαγγελία Πρωτοδικών να λάβει αντίγραφα του φακέλου που έχει σχηματιστεί από τον Νοέμβριο του 2021 στην εισαγγελία ανηλίκων και να λάβει γνώση του ιατρικού φακέλου του παιδιού της, στον οποίο δεν έχει πρόσβαση όλον αυτόν τον καιρό, παρότι δεν της έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα. Εξηγεί πως μετά τα όσα έχουν συμβεί στα παιδιά της και στην ίδια, θέλει να απευθυνθεί σε άλλους ειδικούς επιστήμονες (παιδίατρους και παιδοψυχολόγους). Η νέα εισαγγελέας ανηλίκων έχει ήδη απορρίψει το αίτημά της, απαντώντας εγγράφως ότι τα έγγραφα είναι απόρρητα.
Στις 21 Νοεμβρίου, η μητέρα καταθέτει μέσω της δικηγόρου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και πάλι στην ίδια. Η δικηγόρος, ύστερα από επαφή στο γραφείο της προέδρου που επρόκειτο να κρίνει το αίτημα της Γ., καταθέτει αίτηση εξαίρεσής της, καθώς όπως μας μεταφέρει, η πρόεδρος της δήλωσε πως θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της εισαγγελέα ανηλίκων. Η αίτηση εξαίρεσης γίνεται δεκτή. Η νέα έδρα που δικάζει το κύριο αίτημα της Γ., δηλαδή το να πάρει τα παιδιά της, το απορρίπτει.
Στις 24 Νοεμβρίου, μεταφέρεται στην μητέρα από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου ότι θα πρέπει να έχει έτοιμες τις βαλίτσες των παιδιών της την επομένη στις 8.30 το πρωί. Τότε αναμένεται η απόφαση της εισαγγελίας για το εάν τα παιδιά θα επιστρέψουν στη μάνα τους ή αν θα μεταφερθούν σε ίδρυμα.
Περιμένοντας το λευκό βαν
Είναι λίγο μετά τις 7 το πρωί. Το νοσοκομείο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Γ. και η μαμά της, η γιαγιά των παιδιών, δεν έχουν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Έφτιαχναν τα πράγματα των παιδιών, έκλαιγαν, παρηγορούσαν τον μεγάλο…
Κι αυτός είναι ήδη ξύπνιος. Η μητέρα του, τού ζωγράφισε μια καρδιά με έναν πορτοκαλί μαρκαδόρο στο πάνω μέρος της παλάμης του. Του έγραψε «Μαμά».
Στο ίδιο δωμάτιο κοιμάται και μια έφηβη. Είναι σκεπασμένη ως το κεφάλι. Είχε ανήσυχη νύχτα, αποκοιμήθηκε με τα παπούτσια.
Ο μικρός γιος της Γ. κοιμάται σε ένα παρκοκρέβατο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά και φορώντας την πιπίλα του.
Η Γ. θέλει να κάνει ακόμα ένα τσιγάρο. Ο γιος της αρνείται να την αποχωριστεί. Φεύγουν παρέα.
Η γιαγιά ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Ξυπνάει και ο μικρός. Η Γ. επιστρέφει.
«Να πούμε ότι έχει αλλεργία στο ψάρι, μην το ξεχάσουμε» λέει η γιαγιά στην κόρη της.
«Αφού δεν θα φάει ψάρι και να του δώσουν» απαντάει εκείνη, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί.
Το φιλάει, του δίνει το μπιμπερό με το γάλα που έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η μαμά του κοριτσιού.
«Ήρθε το βαν;» ρωτάει η Γ.
«Όχι ακόμα»…
Ο μικρός αρχίζει να κλαίει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στο βαν. Μαμά, πάμε στην κοινωνική υπηρεσία να το ζητήσεις».
Προσπαθούν να του εξηγήσουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Η Γ. κρατάει το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της. Το φιλάει στα μάγουλα.
«Δεν θα αφήσω να μου πάρουν αυτά τα μαγουλάκια. Θα βρω δουλειά και σπίτι και θα έρθω να σας πάρω. Σας το υπόσχομαι!» τους λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Ο μεγάλος της γιος φιλάει κι αυτός τα μάγουλα του μικρού.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Μπαίνει ακόμα ένα «εισαγγελικό παιδί», ένα αγόρι μικρής εφηβικής ηλικίας, με σπασμένο το αριστερό του χέρι.
Ο 7χρονος τρέχει προς το μέρος του.
«Θα πας κατασκήνωση σήμερα;» τον ρωτά το αγόρι με το σπασμένο χέρι.
«Σε ίδρυμα θα πάω» απαντάει εκείνος.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να σε αποχαιρετήσω».
Μόλις χωρίζονται, ο μεγάλος σκύβει προς τον μικρό και του λέει: «Μια συμβουλή: τρώγε ό,τι σου δίνουν. Δεν αστειεύονται. Ξέρω…»
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Είναι η νοσηλεύτρια, την οποία συνοδεύει ο σεκιουριτάς που βρίσκεται στην αρχή του «εισαγγελικού διαδρόμου». Ήρθαν να χορηγήσουν στον 7χρονο το νευροληπτικό του.
Ο μικρός αντιστέκεται. Υπάρχει εκνευρισμός στο δωμάτιο. Όλοι έχουν κάτι να του πουν για να τον πείσουν: «Έλα, πάρτο! Κατάπιε το γρήγορα και πιες αμέσως νερό», «πρέπει να συνεργάζεσαι. Δεν βλέπεις που φτάσαμε;», «θα παίξει ρόλο για τον εισαγγελέα αν μάθει ότι ακούς τι σου λένε», «μα, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»…
Ο μικρός καταπίνει με τα πολλά το σιρόπι. Η νοσοκόμα και ο σεκιουριτάς φεύγουν.
Τώρα μπαίνει η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου. Ο μικρός αρχίζει να φωνάζει: «Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω.»
Οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Μάταια. Απευθύνονται στην μητέρα, στην οποία δίνουν δέκα λεπτά για να τον κατεβάσει στην είσοδο, όπου περιμένει το λευκό βαν. Εκείνη ρωτάει πού θα πάνε τα παιδιά. «Τα παιδιά θα πάνε σε δύο διαφορετικά ιδρύματα» της ανακοινώνουν και αποχωρούν. Ο μικρός φωνάζει: «Έλα μαζί μου, μαμά!»
Η Γ. ζητάει από όλους να βγουν από το δωμάτιο. Μένει μέσα με τον γιο της και έναν ακόμα εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει μόλις ανοίξει την πόρτα. Οι φωνές του μικρού ακούγονται στον διάδρομο. Τρία έφηβα «εισαγγελικά παιδιά», που είχαν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, στέκονται αμίλητα κοιτώντας το πάτωμα. Ο μικρός αδελφός τρέχει πάνω κάτω στον διάδρομο, φορώντας την πιπίλα του και εισβάλοντας σε όποιο δωμάτιο βλέπει ανοιχτό για να παίξει. Η γιαγιά κλαίει. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα της φέρνει μια καρέκλα να καθίσει. Ο σεκιουριτάς ζητάει να φύγουν όλοι από τον διάδρομο. Φεύγουν τα τρία παιδιά.
Ο 7χρονος οδηγείται προς το βαν που τον περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου. Η γιαγιά του κλαίει και προσπαθεί να μπει στο βαν. Ο σεκιουριτάς την απομακρύνει και την καθίζει σε μια καρέκλα έξω από το λυόμενο, στο οποίο πραγματοποιούνται τα διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό. Η Γ. υπόσχεται στον γιο της ότι θα τον πάρει πίσω σε δέκα μέρες που θα εκδικαστεί η αίτησή της για την επιμέλεια.
Τελικά τον τσουβαλιάζουν, τον βάζουν στο βαν, κλείνουν την πόρτα και φεύγουν. Η Γ. ξεσπάει σε λυγμούς. Η ψυχολόγος την οδηγεί πίσω από το εκκλησάκι στα παγκάκια για να καπνίσει.
Της φέρνουν και τον μικρό από το δωμάτιο. Έχει σκαρφαλώσει πάνω στην τροχήλατη βαλίτσα του, κρατιέται με τα δυο του χέρια από το χερούλι και διασκεδάζει την διαδρομή. Έρχεται και η δική του σειρά…
«Αυτός τι φταίει;» ρωτάει με δάκρυα στα μάτια η Γ. «Αυτόν γιατί τον παίρνουν; Αυτός μπορεί να με άκουγε. Μπορεί να πήγαινε σχολείο όταν θα ερχόταν η ώρα του».
Και τώρα;
Όλοι λένε στη Γ. ότι τώρα πρέπει να κάνει κουράγιο. Να μην γυρίσει στο σπίτι και κλειστεί μέσα να κλαίει. Να συνεργάζεται καλά με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δύο ιδρυμάτων, όπως έκανε και με το νοσοκομείο. Να κάνει ό,τι της λένε, «θα μετρήσει για τον εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί της πήραν τα παιδιά. Γιατί δεν την στήριξαν για να τα κρατήσει. Πώς με δύο συναντήσεις έκριναν οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες την ακαταλληλότητά της. Γιατί δεν την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να χάσει τα παιδιά της. Γιατί δεν είπαν πρώτα σ’ εκείνη ότι φοβούνται για τη ζωή του παιδιού, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία.
«Μου είπαν ότι φαίνομαι κουρασμένη και ότι πρέπει να πάρω βιταμίνες» λέει. «Δύο παιδιά μεγαλώνω μόνη μου, με τόσες δυσκολίες. Πώς θα είμαι; Ξεκούραστη;».
Της απομένουν σχεδόν δέκα μέρες ως το δικαστήριό της, το οποίο ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου. Ο στόχος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να βρει δουλειά και σπίτι. Της λένε ότι αυτό θα μετρήσει.
Αν η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, είναι αδιανόητο ότι βρίσκεται επί έναν χρόνο στο μικροσκόπιο του συστήματος παιδικής προστασίας, κοινωνικών υπηρεσιών και εισαγγελίας, και τα παιδιά όχι απλώς δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτήν αλλά της επιτρέπεται και τις δύο φορές που μεταφέρθηκαν στο Παίδων να μένει μαζί τους για να τα φροντίζει. Και πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι δεν φρόντισαν την έγκαιρη προστασία των παιδιών αυτών.
Αν η γυναίκα αυτή όμως δεν είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, τότε για αυτό που συμβαίνει στα παιδιά της και στην ίδια επί έναν χρόνο πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι ευθύνονται όχι μόνο για τον σωματικό βιασμό του γιου της, αλλά και για τον βασανισμό ολόκληρης της οικογένειας από ένα σύστημα που θεωρητικά βρίσκεται εδώ για την προστασία τους.
[post_title] => Ένας 7χρονος βιάστηκε υπό το βλέμμα του κράτους — και βασανίζεται από την πρόνοια και την εισαγγελία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 7hronos-viasmos-paidon [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:03 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:03 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5734 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 6334 [post_author] => 4 [post_date] => 2023-05-17 10:06:58 [post_date_gmt] => 2023-05-17 07:06:58 [post_content] =>Εδώ και έναν χρόνο περίπου, σε κάποια από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της χώρας έχει επανειλημμένα και εκτενώς παρουσιαστεί η υπόθεση μιας ομάδας ανδρών που υποστηρίζουν ότι έχουν κατηγορηθεί ψευδώς πως κακοποιούσαν σεξουαλικά τα ανήλικα παιδιά τους. Οι άδικες κατηγορίες, λένε, έχουν βασιστεί αποκλειστικά στις γνωματεύσεις μίας συγκεκριμένης ψυχολόγου, κατά παραγγελία των πρώην γυναικών τους, οι οποίες θέλουν να τους «αποξενώσουν» από τα παιδιά τους. Ως εκ τούτου, έχουν προσφύγει στον Άρειο Πάγο κατά της συγκεκριμένης ψυχολόγου.
Πάρα πολλά δημοφιλή ΜΜΕ, όπως το MEGA, ο ANT1, το Star και το Πρώτο Θέμα, αλλά και πολλές μικρότερες ιστοσελίδες, έχουν δώσει πολύ μεγάλη έκταση στο θέμα, κάνοντας λόγο για «φάμπρικα ψευδών ιατρικών γνωματεύσεων» και αναπαράγοντας, πρώτον, πως οι άνδρες αυτοί έχουν αθωωθεί για τις ψευδείς αυτές κατηγορίες και, δεύτερον, πως μολονότι αθωώθηκαν, οι ψευδείς κατηγορίες τους έχουν αποξενώσει από τα παιδιά τους και τους έχουν κοστίσει την επικοινωνία μαζί τους.
Αποφασίσαμε να αναζητήσουμε πληροφορίες για τις συγκεκριμένες υποθέσεις των 16 ανδρών που έχουν καταθέσει αναφορές στον Άρειο Πάγο, προκειμένου να επαληθεύσουμε τους ισχυρισμούς τους.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας και δίχως να δημοσιοποιήσουμε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποκαλύψει την ταυτότητα των εμπλεκομένων, πρόκειται για δύο ομάδες ανδρών, εννέα και επτά αντίστοιχα, που έχουν καταθέσει δύο αναφορές. Οι υποθέσεις τους είναι οι εξής:
Πρώτη ομάδα:
Υπόθεση 1: Πατέρας έχει καταγγελθεί από τα δύο ανήλικα παιδιά του για ασέλγεια. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Βρίσκονται σε εξέλιξη δύο πραγματογνωμοσύνες από δημόσιο φορέα. Στο αστικό σκέλος της υπόθεσης, ισχύει εποπτευόμενη επικοινωνία, παρουσία της μητέρας.
Υπόθεση 2: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Έχει περατωθεί η κύρια ανάκριση, έχει επιβεβαιωθεί η καταγγελία του παιδιού μετά από πραγματογνωμοσύνη κατά την εξέτασή του από την ανακρίτρια, η οποία επέβαλε περιοριστικούς όρους απαγόρευσης της επικοινωνίας. Εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα από το δικαστικό συμβούλιο.
Υπόθεση 3: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Αρχικά παιδοψυχίατρος έχει καταγράψει την καταγγελία. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης έχει παραπεμφθεί από το δικαστικό συμβούλιο να δικαστεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο και αναμένεται να προσδιοριστεί η δικάσιμος. Σε αστικό και ποινικό επίπεδο υπάρχει αποκλεισμός επικοινωνίας.
Υπόθεση 4: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Το παιδί έχει καταθέσει στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής και στο «Σπίτι του Παιδιού». Το ποινικό σκέλος της υπόθεσης βρίσκεται στην κύρια ανάκριση. Στο αστικό σκέλος της υπόθεσης, το δικαστήριο του έχει επιβάλει αποκλεισμό επικοινωνίας με το παιδί του.
Υπόθεση 5: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Το παιδί έχει καταθέσει στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Υπάρχει ιατροδικαστικό εύρημα. Το ποινικό σκέλος της υπόθεσης βρίσκεται στην κύρια ανάκριση. Στο αστικό σκέλος της υπόθεσης, το δικαστήριο του έχει επιβάλει αποκλεισμό επικοινωνίας με το παιδί του.
Υπόθεση 6: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Είχε απαλλαγεί με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου αλλά ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης του βουλεύματος. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Η έκθεση συντάχθηκε μετά το απαλλακτικό βούλευμα. Η καταγγελία είχε επιβεβαιωθεί αρχικά από διορισμένη παιδοψυχίατρο.
Υπόθεση 7: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Εκκρεμεί πραγματογνωμοσύνη σε δημόσιο φορέα. Στο αστικό σκέλος της υπόθεσης, το δικαστήριο του είχε επιβάλει εποπτευόμενη επικοινωνία σε εξωτερικό χώρο, παρουσία της μητέρας. Με επόμενη απόφασή του το αστικό δικαστήριο έχει διατάξει και αυτό πραγματογνωμοσύνη.
Υπόθεση 8: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Το δικαστήριο του έχει επιβάλει αποκλεισμό επικοινωνίας με το παιδί του και αφαίρεση γονικής μέριμνας.
Υπόθεση 9: Η ιατροδικαστική ψυχολόγος, τεχνική σύμβουλος της μητέρας, δεν έχει πραγματοποιήσει πλήρη εξέταση του παιδιού, ωστόσο κατά την αξιολόγηση βρήκε ενδείξεις ασέλγειας από τον πατέρα προς διερεύνηση. Έχει διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη από δημόσιο φορέα. Στο αστικό σκέλος της υπόθεσης, το δικαστήριο του έχει δώσει επικοινωνία χωρίς διανυκτέρευση.
Δεύτερη ομάδα:
Υπόθεση 10: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Υπάρχει επίσης έκθεση κοινωνικού λειτουργού που περιλαμβάνει τις καταγγελίες του παιδιού. Στο αστικό σκέλος της υπόθεσης, το δικαστήριο του έχει επιβάλει αποκλεισμό επικοινωνίας με το παιδί του.
Υπόθεση 11: Πατέρας έχει καταγγελθεί από το ανήλικο παιδί του για ασέλγεια. Η μητέρα υπέβαλε μήνυση και διατάχθηκαν δύο πραγματογνωμοσύνες σε δημόσιο φορέα, στις οποίες το παιδί αναφέρθηκε σε ασελγείς πράξεις, ωστόσο το συμπέρασμα ήταν αρνητικό. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει τις καταγγελίες αληθείς. Στη συνέχεια η μητέρα κατέθεσε συμπληρωματική μήνυση. Διατάχθηκε νέα πραγματογνωμοσύνη, κατά τη διάρκεια της οποίας, το αστικό δικαστήριο ανέθεσε την επιμέλεια του παιδιού στον πατέρα, καθώς η μητέρα δικάστηκε ερήμην. Το μεγαλύτερο μέρος της πραγματογνωμοσύνης πραγματοποιήθηκε όσο το παιδί ζει με τον πατέρα, η συμπεριφορά του οποίου διερευνάται. Η πραγματογνωμοσύνη δεν έχει κατατεθεί ακόμη.
Υπόθεση 12: Πατέρας έχει καταγγελθεί από τα ανήλικα παιδιά του για σωματική βία. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει την καταγγελία αληθή. Τα παιδιά έχουν εξεταστεί και από δικαστή. Το δικαστήριο έχει δώσει στον πατέρα εποπτευόμενη επικοινωνία, η οποία δεν πραγματοποιείται λόγω της άρνησης των παιδιών.
Υπόθεση 13: Πατέρας είχε παραπεμφθεί για ασέλγεια εναντίον των ανήλικων παιδιών του και αθωώθηκε από το δικαστήριο. Η ιατροδικαστική ψυχολόγος δεν ήταν τεχνική σύμβουλος της μητέρας σε αυτή την υπόθεση. Ενεπλάκη αργότερα σε σχέση με το αίτημα του πατέρα για επικοινωνία και ως εκ τούτου η έκθεσή της δεν εξετάζει τις καταγγελίες περί ασέλγειας για τις οποίες ο πατέρας είχε κριθεί αθώος. Το αστικό δικαστήριο έχει απορρίψει το αίτημα του πατέρα για επικοινωνία.
Υπόθεση 14: Η υπόθεση αφορά την άρνηση του έφηβου παιδιού να έχει επικοινωνία με τον πατέρα. Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου, τεχνικής συμβούλου της μητέρας, βρίσκει ενδείξεις για ακατάλληλη πατρική συμπεριφορά.
Υπόθεση 15: Η έκθεση της ιατροδικαστικής ψυχολόγου δεν αφορά παιδί αλλά τη μητέρα του. Το αστικό δικαστήριο έχει επιβάλει περιορισμό επικοινωνίας στον πατέρα με το παιδί του.
Υπόθεση 16: Η αναφορά της ιατροδικαστικής ψυχολόγου αφορά την άρνηση τότε έφηβου παιδιού και σήμερα πλέον ενήλικου ατόμου να έχει επικοινωνία με τον πατέρα του.
Από την κάλυψη του θέματος στα ΜΜΕ προκύπτει ότι υπάρχουν κι άλλοι άντρες με διάφορες υποθέσεις που συνομιλούν με την ομάδα των 16. Δύο τουλάχιστον από αυτές αφορούν καταγγελίες από ανήλικα παιδιά για ασέλγεια και έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2023.
Συνεπώς, βάσει της έρευνάς μας, δεν αληθεύει ότι η ομάδα των 16 ανδρών έχει «αθωωθεί» στις ποινικές υποθέσεις. Αντιθέτως, έχει υπάρξει μία μόνο αθώωση και σε αυτή την υπόθεση δεν είχε εμπλακεί η συγκεκριμένη ιατροδικαστική ψυχολόγος. Μία δεύτερη έχει απαλλακτικό βούλευμα και δεν έχει παραπεμφθεί σε δίκη. Μία ακόμη υπόθεση είχε απαλλακτικό βούλευμα αλλά αυτό αναιρέθηκε στον Άρειο Πάγο.
Από τις υπόλοιπες 13, αυτές που έχουν ποινικό σκέλος εκκρεμούν σε διάφορα στάδια: κάποιες βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, κάποιες στην κύρια ανάκριση, σε κάποιες η κύρια ανάκριση έχει περατωθεί και οι υποθέσεις βρίσκονται στο δικαστικό συμβούλιο, και κάποιες έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν.
[post_title] => Η αλήθεια για τους 16 πατεράδες που καταγγέλλουν παιδοψυχολόγο για ψευδείς γνωματεύσεις [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 16paterades-areios-pagos [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-05-26 11:06:14 [post_modified_gmt] => 2023-05-26 08:06:14 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=6334 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [3] => WP_Post Object ( [ID] => 5674 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 09:11:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00 [post_content] =>Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Εβδομάδες, μήνες, χρόνια
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Πρόνοια και ιδρυματοποίηση
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-05-23 09:42:33 [post_modified_gmt] => 2023-05-23 06:42:33 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Νοσοκομείο Παίδων: «7χρονος κατήγγειλε σεξουαλική κακοποίηση από 14χρονο. Παρόμοια καταγγελία έγινε και από μια 13χρονη. Τα παιδιά δεν νοσηλεύονται εκεί, απλά φιλοξενούνται προσωρινά καθώς προέρχονται από προβληματικές οικογένειες που έχουν χάσει την επιμέλειά τους. Για τα καταγγελλόμενα από την μητέρα του 7χρονου — η οποία έχει χάσει την επιμέλειά του — βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ, λαμβάνονται καταθέσεις και έχει δοθεί εντολή να γίνουν ιατροδικαστικές εξετάσεις στα θύματα και να εξεταστούν από ειδικούς παιδοψυχολόγους. Ο υπουργός Υγείας διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης».
Η είδηση έγινε γνωστή στις 16 Νοεμβρίου και στη σύντομη αυτή περιγραφή συμπυκνώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της παθογένειας του συστήματος που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά» οδηγούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας όταν οι εισαγγελικές αρχές κρίνουν ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τις οικογένειες ή τα φροντιστικά τους περιβάλλοντα, έως ότου διερευνηθεί το εάν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτά ή σε περίπτωση ακαταλληλότητας / επικινδυνότητας, να οδηγηθούν σε κάποιο ίδρυμα. Η εντολή αυτή δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κυρίως λόγω της υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, οι έρευνες αργούν να ολοκληρωθούν και η παραμονή των παιδιών παρατείνεται για καιρό. Τα παιδιά δεν επιτηρούνται, καθώς αφενός δεν είναι αρμοδιότητα του νοσοκομείου να τα επιτηρεί, αφετέρου ούτε εκεί επαρκεί το προσωπικό. Παραβατικότητα μεταξύ αυτών των παιδιών δεν καταγγέλλεται για πρώτη φορά. Τώρα, λοιπόν, καταγγέλλονται και δύο βιασμοί.
Στο ραντάρ της πρόνοιας
Η Γ. είναι η μητέρα του 7χρονου αγοριού. Έχει ένα ακόμα αγόρι, μόλις δύο ετών. Είναι 42 χρόνων, άνεργη, και ζει με τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της. Ο πατέρας των παιδιών ζει εκτός Ελλάδας και έχει αναγνωρίσει μόνο τον μεγάλο του γιο. Πρωτομπήκαν στο ραντάρ του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» πριν από περίπου έναν χρόνο.
Τη συναντήσαμε στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», στα παγκάκια πίσω από ένα μικρό εκκλησάκι. Διασχίζουμε τον μεγάλο διάδρομο και στο τέρμα του μας περιμένει, καπνίζοντας με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει το χέρι του μικρού. Εκείνος φοράει μια κόκκινη πιτζάμα με τον Spiderman και λευκά αθλητικά παπούτσια. Ο Ironman είναι κανονικά ο αγαπημένος του σούπερ ήρωας. Του δίνει το κινητό της για να χαζέψει βιντεάκια ώστε να μιλήσουμε. Διατυπώνουμε την αγωνία ότι μπορεί και να μας ακούει. «Ξέρει τα πάντα» αποκρίνεται η Γ. Ρωτάει την μητέρα του αν είμαστε εμείς που θα τον πάρουμε για να τον βάλουμε στο ίδρυμα.
«Κάναμε το λάθος και του κάναμε όλα τα χατίρια από όταν ήταν μικρός. Δεν έχει όρια. Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ» λέει η Γ. με σβηστή φωνή. Φαίνεται κουρασμένη, στραγγισμένη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, έχει καταλήξει ότι έχασε τελείως τον έλεγχο επί καραντίνας. «Προνήπιο και νήπιο μας βρήκε η καραντίνα. Δεν ήθελε να μπει στην τηλεκπαίδευση. Η δασκάλα είχε τόσα παιδιά να διαχειριστεί και αναγκαστικά είχε κλειστά τα μικρόφωνα. Τον ενοχλούσε που δεν άκουγε τι ήθελε να της πει. Δεν ήθελε καθόλου το σχολείο».
Η άρνησή του για το σχολείο έγινε ακόμα εντονότερη, σύμφωνα με τη μητέρα, πέρυσι, όταν δηλαδή ξεκινούσε η Α’ Δημοτικού. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε με τίποτα να τον πείσει και έμενε στο σπίτι. «Το ήξερε και ο διευθυντής του σχολείου, έβλεπε με πόση δυσκολία τον έφτανα ως εκεί. Υπήρξαν φορές που ήρθε ο ίδιος και τον γράπωσε για να τον βάλει μέσα». Τότε, όπως λέει η Γ., ο διευθυντής την έφερε σε επαφή με την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου της. Η Γ. συναντήθηκε με κάποια κοινωνική λειτουργό.
Κάπως έτσι έφτασαν σε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη που ο μικρός για ακόμα μια φορά δεν ήθελε να πάει. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Κάπως τον έπιασα, τον πίεσα με τα ακροδάχτυλά μου στο πρόσωπο…». Ούτε εκείνη την ημέρα πήγε σχολείο. Ζήτησε να πάει σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της. Η εισαγγελέας ανηλίκων στις 16 Νοεμβρίου 2021 διέταξε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών και με εισαγγελική εντολή τα παιδιά της οδηγήθηκαν στο «Αγλαΐα Κυριακού». Έμειναν 49 ημέρες μαζί με την μητέρα τους και την γιαγιά τους.
«Κανείς δεν μπορεί να παίξει θέατρο επί 49 ημέρες, όταν παρακολουθείται από το πρωί μέχρι το βράδυ» μάς λέει η Γ. «Δεν μπορείς να κρυφτείς. Είδαν τον χαρακτήρα μου, είδαν ότι δεν είμαι βίαιη. Βοήθεια χρειαζόμουν. Κι εγώ και το παιδί μου».
Αναζητείται βοήθεια
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η ίδια εισαγγελέας διέταξε να επιστρέψουν τα παιδιά στη μητέρα τους και έδωσε εντολή να υποστηριχθεί τόσο η ίδια όσο και ο 7χρονος γιος της από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελεί παράρτημα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Το παραπεμπτικό εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Η μητέρα τηλεφώνησε στο Κ.Ψ.Υ που της υποδείχθηκε από την εισαγγελία και ζήτησε ραντεβού. Το ραντεβού ορίστηκε για τον Μάρτιο. Συναντήθηκε με παιδοψυχίατρο, η οποία της ζήτησε το ιστορικό του αγοριού και μία ακόμα γυναίκα. «Μου είπε ότι κάνει συμβουλευτική γονέων» μας είπε η Γ.
Επόμενο βήμα ήταν να κλειστεί το ραντεβού για το παιδί, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, τέσσερις ολόκληρους μήνες από την έξοδο των παιδιών από το νοσοκομείο. Έναν μήνα αργότερα, με το κλείσιμο των σχολείων τον Ιούνιο, η παιδοψυχίατρος και η επισκέπτρια υγείας του Κ.Ψ.Υ τους επισκέφτηκαν στο σπίτι όπου διαμένουν, το μητρικό σπίτι της Γ. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο δηλαδή, ο γιος της έκανε δύο συνεδρίες με μια εργοθεραπεύτρια. Στα τέλη Αυγούστου το παιδί έκανε ακόμα μια συνάντηση με μια ειδική παιδαγωγό.
«Ζήτησα δύο φορές να δω ψυχίατρο για μένα. Δεν έγινε» μας λέει η Γ. «Τους τηλεφώνησα κάποιες φορές, 3-4 αν θυμάμαι καλά για να ζητήσω καθοδήγηση όταν ο μικρός αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Μου απάντησαν να του βάζω όρια. Το καλοκαίρι πάλι που ο μικρός δεν είχε σχολείο και παρατηρούσα μεγάλη υπερδιέγερση, λόγω της οποίας ξενυχτούσε, ξανατηλεφώνησα. Μου είπαν να μην του δίνω γλυκά από το απόγευμα και μετά. Τον πήγαινα στο πάρκο τα απογεύματα μαζί με τον μικρό, προσπαθούσα. Τις ρώτησα αν θα πρέπει να του δώσουμε κάποιο σιρόπι για την υπερδιέγερση. “Θα το συζητήσουμε μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση” μου είπαν».
Στις 22 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται στην μητέρα από την παιδοψυχίατρο και την επισκέπτρια υγείας ότι με εντολή εισαγγελέα τα παιδιά θα φύγουν και πάλι για το Παίδων. «”Όχι επιμέλειες και τέτοια. Απλώς θα μπει και θα κάνει την θεραπεία του για όσο κρίνει ο παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου”» υποστηρίζει η μητέρα ότι της είπαν. Σκέφτηκε ότι θα τους έστελναν στο παιδοψυχιατρικό τμήμα για να του χορηγηθεί κάποια αγωγή, καθώς τους είχε εξηγήσει πόσο δυσκολεύεται να δώσει οποιοδήποτε σιρόπι στον γιο της.
Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, δύο αστυνομικοί με πολιτικά φτάνουν στο σπίτι της μητέρας, παραλαμβάνουν τα παιδιά και την μητέρα και τους οδηγούν για δεύτερη φορά στο Παίδων. Την Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, η μητέρα ζητά να συναντήσει την εισαγγελέα ανηλίκων. Εκείνη της διαβάζει την έκθεση που συνέταξαν η παιδοψυχίατρος και η κοινωνική λειτουργός.
Σύμφωνα με τα όσα μας μεταφέρει η μητέρα, οι δύο εκπρόσωποι τους προνοιακού συστήματος της χώρας μας έκριναν ότι η ζωή του παιδιού κινδυνεύει γιατί η μητέρα αδυνατεί να το ελέγξει.
«Η εισαγγελέας δεν με είχε δει ποτέ» μας λέει η Γ. Διάβασε μόνο αυτά που έγραψαν εκείνες. Και τι δεν έγραψαν εκεί. Ότι την ημέρα που επισκέφτηκαν το σπίτι μας, ο μικρός κρεμάστηκε ο μισός έξω από το μπαλκόνι κι ότι εγώ έπαιζα στο κινητό αδιαφορώντας και η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι. Ότι κινδυνεύει η ζωή του γιατί δεν με ακούει. Ότι είμαι αδιάφορη και ακατάλληλη μητέρα. Όποιος εισαγγελέας και να τα διάβαζε αυτά, τι θα έκανε;».
Η Γ. επιμένει ότι το περιστατικό στην βεράντα δεν συνέβη. «Έχουμε βάλει πλέγμα στην βεράντα» λέει. «Το παιδί μου δεν έχει τραυματιστεί ποτέ. Τα προσέχω τα παιδιά μου. Αλλά ακόμα κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι κινδυνεύει η ζωή του παιδιού, τους πήρε τέσσερις μήνες να το πουν; Είδαν στα μέσα Ιουνίου ότι κινδυνεύει ένας 7χρονος, και θυμήθηκαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό στις 23 Σεπτεμβρίου;».
Νιώθει προδομένη από το προνοιακό σύστημα. «Έδειξα εμπιστοσύνη» λέει «και το μετανιώνω».
Από την αγωγή στην ανάκριση
Οι μέρες περνούν στο νοσοκομείο και από την κοινωνική υπηρεσία της μεταφέρεται το συμπέρασμα ότι ο γιος της είναι πια πιο συνεργάσιμος, ότι παίρνει την αγωγή του — το νευροληπτικό σιρόπι Risperdal που υπέδειξε η παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου — και πως η πρόθεση του νοσοκομείου είναι να ζητήσει από την εισαγγελία να παγώσει η απόφαση.
Ενδιαμέσως η εισαγγελέας που χειριζόταν ως τότε την υπόθεσή της μετατίθεται και στην θέση της τοποθετείται νέα. Η Γ. παραμένει στο Παίδων με τα παιδιά της δίχως καμία ενημέρωση.
Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, ο 7χρονος γιος της, τής εκμυστηρεύεται ότι ένα άλλο «εισαγγελικό παιδί», 14 ετών, το οποίο επίσης λιμνάζει επί μήνες στο νοσοκομείο, τον έχει βιάσει επανειλημμένα.
Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει. Σεκιούριτι και γιατροί σπεύδουν, παίρνουν το παιδί και το οδηγούν στο εξεταστήριο. Εκεί μπαίνει και η μητέρα. Το παιδί αφηγείται τι του συνέβη. Περνά από ιατροδικαστική εξέταση.
Λίγο αργότερα, ένα ακόμα «εισαγγελικό παιδί», ένα κορίτσι 13 ετών, που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τον 7χρονο, αποκαλύπτει ότι και αυτό βιάστηκε από τον ίδιο 14χρονο — σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Ο 14χρονος απομακρύνεται από το «Αγλαΐα Κυριακού» προς άλλο παιδιατρικό νοσοκομείο.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, η δικηγόρος Μαρούσκα Σπυράκη, με την οποία έχει επικοινωνήσει η Γ. λίγες ημέρες νωρίτερα, ύστερα από σύσταση άλλης «εισαγγελικής μητέρας», καταθέτει εγγράφως αίτημα για ακρόαση στην νέα εισαγγελέα ανηλίκων.
Στις 17 Νοεμβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και πολιτικό όχημα φτάνουν στο νοσοκομείο, παραλαμβάνουν την μητέρα με τα δυο παιδιά και τους οδηγούν από την πίσω πόρτα, όπως λέει η μητέρα, καθώς ήταν παντού ακροβολισμένοι δημοσιογράφοι, στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί εξετάζεται από την ψυχολόγο της αστυνομίας για ένα δίωρο. Στην μητέρα δεν λένε τίποτε άλλο πέρα από το ότι το παιδί της είναι πολύ έξυπνο. Και πάλι, αστυνομικοί τους οδηγούν πίσω στο Παίδων.
Η προανάκριση, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζεται στο αδίκημα του βιασμού. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχουν οι αρχές την πρόθεση να ελέγξουν τις ευθύνες των κρατικών υπηρεσιών, υπό την προστασία των οποίων βρίσκονται τα παιδιά που τοποθετούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία με εισαγγελικές διαταγές, στο πλαίσιο αδικημάτων όπως η έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο ζωής και η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Στις 18 Νοεμβρίου, η μητέρα μέσω της δικηγόρου της ζητά από την Εισαγγελία Πρωτοδικών να λάβει αντίγραφα του φακέλου που έχει σχηματιστεί από τον Νοέμβριο του 2021 στην εισαγγελία ανηλίκων και να λάβει γνώση του ιατρικού φακέλου του παιδιού της, στον οποίο δεν έχει πρόσβαση όλον αυτόν τον καιρό, παρότι δεν της έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα. Εξηγεί πως μετά τα όσα έχουν συμβεί στα παιδιά της και στην ίδια, θέλει να απευθυνθεί σε άλλους ειδικούς επιστήμονες (παιδίατρους και παιδοψυχολόγους). Η νέα εισαγγελέας ανηλίκων έχει ήδη απορρίψει το αίτημά της, απαντώντας εγγράφως ότι τα έγγραφα είναι απόρρητα.
Στις 21 Νοεμβρίου, η μητέρα καταθέτει μέσω της δικηγόρου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και πάλι στην ίδια. Η δικηγόρος, ύστερα από επαφή στο γραφείο της προέδρου που επρόκειτο να κρίνει το αίτημα της Γ., καταθέτει αίτηση εξαίρεσής της, καθώς όπως μας μεταφέρει, η πρόεδρος της δήλωσε πως θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της εισαγγελέα ανηλίκων. Η αίτηση εξαίρεσης γίνεται δεκτή. Η νέα έδρα που δικάζει το κύριο αίτημα της Γ., δηλαδή το να πάρει τα παιδιά της, το απορρίπτει.
Στις 24 Νοεμβρίου, μεταφέρεται στην μητέρα από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου ότι θα πρέπει να έχει έτοιμες τις βαλίτσες των παιδιών της την επομένη στις 8.30 το πρωί. Τότε αναμένεται η απόφαση της εισαγγελίας για το εάν τα παιδιά θα επιστρέψουν στη μάνα τους ή αν θα μεταφερθούν σε ίδρυμα.
Περιμένοντας το λευκό βαν
Είναι λίγο μετά τις 7 το πρωί. Το νοσοκομείο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Γ. και η μαμά της, η γιαγιά των παιδιών, δεν έχουν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Έφτιαχναν τα πράγματα των παιδιών, έκλαιγαν, παρηγορούσαν τον μεγάλο…
Κι αυτός είναι ήδη ξύπνιος. Η μητέρα του, τού ζωγράφισε μια καρδιά με έναν πορτοκαλί μαρκαδόρο στο πάνω μέρος της παλάμης του. Του έγραψε «Μαμά».
Στο ίδιο δωμάτιο κοιμάται και μια έφηβη. Είναι σκεπασμένη ως το κεφάλι. Είχε ανήσυχη νύχτα, αποκοιμήθηκε με τα παπούτσια.
Ο μικρός γιος της Γ. κοιμάται σε ένα παρκοκρέβατο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά και φορώντας την πιπίλα του.
Η Γ. θέλει να κάνει ακόμα ένα τσιγάρο. Ο γιος της αρνείται να την αποχωριστεί. Φεύγουν παρέα.
Η γιαγιά ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Ξυπνάει και ο μικρός. Η Γ. επιστρέφει.
«Να πούμε ότι έχει αλλεργία στο ψάρι, μην το ξεχάσουμε» λέει η γιαγιά στην κόρη της.
«Αφού δεν θα φάει ψάρι και να του δώσουν» απαντάει εκείνη, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί.
Το φιλάει, του δίνει το μπιμπερό με το γάλα που έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η μαμά του κοριτσιού.
«Ήρθε το βαν;» ρωτάει η Γ.
«Όχι ακόμα»…
Ο μικρός αρχίζει να κλαίει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στο βαν. Μαμά, πάμε στην κοινωνική υπηρεσία να το ζητήσεις».
Προσπαθούν να του εξηγήσουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Η Γ. κρατάει το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της. Το φιλάει στα μάγουλα.
«Δεν θα αφήσω να μου πάρουν αυτά τα μαγουλάκια. Θα βρω δουλειά και σπίτι και θα έρθω να σας πάρω. Σας το υπόσχομαι!» τους λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Ο μεγάλος της γιος φιλάει κι αυτός τα μάγουλα του μικρού.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Μπαίνει ακόμα ένα «εισαγγελικό παιδί», ένα αγόρι μικρής εφηβικής ηλικίας, με σπασμένο το αριστερό του χέρι.
Ο 7χρονος τρέχει προς το μέρος του.
«Θα πας κατασκήνωση σήμερα;» τον ρωτά το αγόρι με το σπασμένο χέρι.
«Σε ίδρυμα θα πάω» απαντάει εκείνος.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να σε αποχαιρετήσω».
Μόλις χωρίζονται, ο μεγάλος σκύβει προς τον μικρό και του λέει: «Μια συμβουλή: τρώγε ό,τι σου δίνουν. Δεν αστειεύονται. Ξέρω…»
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Είναι η νοσηλεύτρια, την οποία συνοδεύει ο σεκιουριτάς που βρίσκεται στην αρχή του «εισαγγελικού διαδρόμου». Ήρθαν να χορηγήσουν στον 7χρονο το νευροληπτικό του.
Ο μικρός αντιστέκεται. Υπάρχει εκνευρισμός στο δωμάτιο. Όλοι έχουν κάτι να του πουν για να τον πείσουν: «Έλα, πάρτο! Κατάπιε το γρήγορα και πιες αμέσως νερό», «πρέπει να συνεργάζεσαι. Δεν βλέπεις που φτάσαμε;», «θα παίξει ρόλο για τον εισαγγελέα αν μάθει ότι ακούς τι σου λένε», «μα, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»…
Ο μικρός καταπίνει με τα πολλά το σιρόπι. Η νοσοκόμα και ο σεκιουριτάς φεύγουν.
Τώρα μπαίνει η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου. Ο μικρός αρχίζει να φωνάζει: «Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω.»
Οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Μάταια. Απευθύνονται στην μητέρα, στην οποία δίνουν δέκα λεπτά για να τον κατεβάσει στην είσοδο, όπου περιμένει το λευκό βαν. Εκείνη ρωτάει πού θα πάνε τα παιδιά. «Τα παιδιά θα πάνε σε δύο διαφορετικά ιδρύματα» της ανακοινώνουν και αποχωρούν. Ο μικρός φωνάζει: «Έλα μαζί μου, μαμά!»
Η Γ. ζητάει από όλους να βγουν από το δωμάτιο. Μένει μέσα με τον γιο της και έναν ακόμα εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει μόλις ανοίξει την πόρτα. Οι φωνές του μικρού ακούγονται στον διάδρομο. Τρία έφηβα «εισαγγελικά παιδιά», που είχαν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, στέκονται αμίλητα κοιτώντας το πάτωμα. Ο μικρός αδελφός τρέχει πάνω κάτω στον διάδρομο, φορώντας την πιπίλα του και εισβάλοντας σε όποιο δωμάτιο βλέπει ανοιχτό για να παίξει. Η γιαγιά κλαίει. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα της φέρνει μια καρέκλα να καθίσει. Ο σεκιουριτάς ζητάει να φύγουν όλοι από τον διάδρομο. Φεύγουν τα τρία παιδιά.
Ο 7χρονος οδηγείται προς το βαν που τον περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου. Η γιαγιά του κλαίει και προσπαθεί να μπει στο βαν. Ο σεκιουριτάς την απομακρύνει και την καθίζει σε μια καρέκλα έξω από το λυόμενο, στο οποίο πραγματοποιούνται τα διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό. Η Γ. υπόσχεται στον γιο της ότι θα τον πάρει πίσω σε δέκα μέρες που θα εκδικαστεί η αίτησή της για την επιμέλεια.
Τελικά τον τσουβαλιάζουν, τον βάζουν στο βαν, κλείνουν την πόρτα και φεύγουν. Η Γ. ξεσπάει σε λυγμούς. Η ψυχολόγος την οδηγεί πίσω από το εκκλησάκι στα παγκάκια για να καπνίσει.
Της φέρνουν και τον μικρό από το δωμάτιο. Έχει σκαρφαλώσει πάνω στην τροχήλατη βαλίτσα του, κρατιέται με τα δυο του χέρια από το χερούλι και διασκεδάζει την διαδρομή. Έρχεται και η δική του σειρά…
«Αυτός τι φταίει;» ρωτάει με δάκρυα στα μάτια η Γ. «Αυτόν γιατί τον παίρνουν; Αυτός μπορεί να με άκουγε. Μπορεί να πήγαινε σχολείο όταν θα ερχόταν η ώρα του».
Και τώρα;
Όλοι λένε στη Γ. ότι τώρα πρέπει να κάνει κουράγιο. Να μην γυρίσει στο σπίτι και κλειστεί μέσα να κλαίει. Να συνεργάζεται καλά με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δύο ιδρυμάτων, όπως έκανε και με το νοσοκομείο. Να κάνει ό,τι της λένε, «θα μετρήσει για τον εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί της πήραν τα παιδιά. Γιατί δεν την στήριξαν για να τα κρατήσει. Πώς με δύο συναντήσεις έκριναν οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες την ακαταλληλότητά της. Γιατί δεν την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να χάσει τα παιδιά της. Γιατί δεν είπαν πρώτα σ’ εκείνη ότι φοβούνται για τη ζωή του παιδιού, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία.
«Μου είπαν ότι φαίνομαι κουρασμένη και ότι πρέπει να πάρω βιταμίνες» λέει. «Δύο παιδιά μεγαλώνω μόνη μου, με τόσες δυσκολίες. Πώς θα είμαι; Ξεκούραστη;».
Της απομένουν σχεδόν δέκα μέρες ως το δικαστήριό της, το οποίο ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου. Ο στόχος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να βρει δουλειά και σπίτι. Της λένε ότι αυτό θα μετρήσει.
Αν η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, είναι αδιανόητο ότι βρίσκεται επί έναν χρόνο στο μικροσκόπιο του συστήματος παιδικής προστασίας, κοινωνικών υπηρεσιών και εισαγγελίας, και τα παιδιά όχι απλώς δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτήν αλλά της επιτρέπεται και τις δύο φορές που μεταφέρθηκαν στο Παίδων να μένει μαζί τους για να τα φροντίζει. Και πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι δεν φρόντισαν την έγκαιρη προστασία των παιδιών αυτών.
Αν η γυναίκα αυτή όμως δεν είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, τότε για αυτό που συμβαίνει στα παιδιά της και στην ίδια επί έναν χρόνο πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι ευθύνονται όχι μόνο για τον σωματικό βιασμό του γιου της, αλλά και για τον βασανισμό ολόκληρης της οικογένειας από ένα σύστημα που θεωρητικά βρίσκεται εδώ για την προστασία τους.
[post_title] => Ένας 7χρονος βιάστηκε υπό το βλέμμα του κράτους — και βασανίζεται από την πρόνοια και την εισαγγελία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 7hronos-viasmos-paidon [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:03 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:03 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5734 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6630 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 10:27:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 07:27:00 [post_content] =>Την άνοιξη του 2011, το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο. Στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Μια μεθοδική αστυνομική επιχείρηση
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στο συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στο «συντομότερο χρονικό διάστημα» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποιο βάσιμο. Όταν διαπίστωσαν ότι υπήρχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε το συντομότερο δυνατό, μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστα στοιχεία».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Αξιότιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από το φημισμένο σιντριβάνι Rimondi, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν ελιχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά - μια διαδικασία γνωστή ως "grooming" - ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θέμελη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε "μαθημένη αδυναμία". Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Εγγενής αντίσταση
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο, την πρωτεύουσα της Κρήτης, ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. (("Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.)) Όταν έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε ο Νικολαΐδης, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, της οποίας η έκταση δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η μονάδα Ολοκληρωμένης Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». ((Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.))
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε: «Δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να προπονούμε παιδιά και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε ταυτόχρονα». Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Υγείας για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια συζήτηση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Έξω από τον ουρανό
Στο λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο την ώρα της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο σκηνοθέτης, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθεμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν, «Όχι, είμαι από αλλού», υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό στις επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια του Λιοδάκη για το ιατροπαιδαγωγικό κέντρο, με διευθυντή τον ίδιο.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του.
[post_title] => Η σέκτα του μπάσκετ [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sekta-basket [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:55 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:55 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=6630 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 5674 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 09:11:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00 [post_content] =>Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Εβδομάδες, μήνες, χρόνια
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Πρόνοια και ιδρυματοποίηση
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-05-23 09:42:33 [post_modified_gmt] => 2023-05-23 06:42:33 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Νοσοκομείο Παίδων: «7χρονος κατήγγειλε σεξουαλική κακοποίηση από 14χρονο. Παρόμοια καταγγελία έγινε και από μια 13χρονη. Τα παιδιά δεν νοσηλεύονται εκεί, απλά φιλοξενούνται προσωρινά καθώς προέρχονται από προβληματικές οικογένειες που έχουν χάσει την επιμέλειά τους. Για τα καταγγελλόμενα από την μητέρα του 7χρονου — η οποία έχει χάσει την επιμέλειά του — βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ, λαμβάνονται καταθέσεις και έχει δοθεί εντολή να γίνουν ιατροδικαστικές εξετάσεις στα θύματα και να εξεταστούν από ειδικούς παιδοψυχολόγους. Ο υπουργός Υγείας διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης».
Η είδηση έγινε γνωστή στις 16 Νοεμβρίου και στη σύντομη αυτή περιγραφή συμπυκνώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της παθογένειας του συστήματος που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά» οδηγούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας όταν οι εισαγγελικές αρχές κρίνουν ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τις οικογένειες ή τα φροντιστικά τους περιβάλλοντα, έως ότου διερευνηθεί το εάν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτά ή σε περίπτωση ακαταλληλότητας / επικινδυνότητας, να οδηγηθούν σε κάποιο ίδρυμα. Η εντολή αυτή δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κυρίως λόγω της υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, οι έρευνες αργούν να ολοκληρωθούν και η παραμονή των παιδιών παρατείνεται για καιρό. Τα παιδιά δεν επιτηρούνται, καθώς αφενός δεν είναι αρμοδιότητα του νοσοκομείου να τα επιτηρεί, αφετέρου ούτε εκεί επαρκεί το προσωπικό. Παραβατικότητα μεταξύ αυτών των παιδιών δεν καταγγέλλεται για πρώτη φορά. Τώρα, λοιπόν, καταγγέλλονται και δύο βιασμοί.
Στο ραντάρ της πρόνοιας
Η Γ. είναι η μητέρα του 7χρονου αγοριού. Έχει ένα ακόμα αγόρι, μόλις δύο ετών. Είναι 42 χρόνων, άνεργη, και ζει με τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της. Ο πατέρας των παιδιών ζει εκτός Ελλάδας και έχει αναγνωρίσει μόνο τον μεγάλο του γιο. Πρωτομπήκαν στο ραντάρ του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» πριν από περίπου έναν χρόνο.
Τη συναντήσαμε στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», στα παγκάκια πίσω από ένα μικρό εκκλησάκι. Διασχίζουμε τον μεγάλο διάδρομο και στο τέρμα του μας περιμένει, καπνίζοντας με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει το χέρι του μικρού. Εκείνος φοράει μια κόκκινη πιτζάμα με τον Spiderman και λευκά αθλητικά παπούτσια. Ο Ironman είναι κανονικά ο αγαπημένος του σούπερ ήρωας. Του δίνει το κινητό της για να χαζέψει βιντεάκια ώστε να μιλήσουμε. Διατυπώνουμε την αγωνία ότι μπορεί και να μας ακούει. «Ξέρει τα πάντα» αποκρίνεται η Γ. Ρωτάει την μητέρα του αν είμαστε εμείς που θα τον πάρουμε για να τον βάλουμε στο ίδρυμα.
«Κάναμε το λάθος και του κάναμε όλα τα χατίρια από όταν ήταν μικρός. Δεν έχει όρια. Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ» λέει η Γ. με σβηστή φωνή. Φαίνεται κουρασμένη, στραγγισμένη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, έχει καταλήξει ότι έχασε τελείως τον έλεγχο επί καραντίνας. «Προνήπιο και νήπιο μας βρήκε η καραντίνα. Δεν ήθελε να μπει στην τηλεκπαίδευση. Η δασκάλα είχε τόσα παιδιά να διαχειριστεί και αναγκαστικά είχε κλειστά τα μικρόφωνα. Τον ενοχλούσε που δεν άκουγε τι ήθελε να της πει. Δεν ήθελε καθόλου το σχολείο».
Η άρνησή του για το σχολείο έγινε ακόμα εντονότερη, σύμφωνα με τη μητέρα, πέρυσι, όταν δηλαδή ξεκινούσε η Α’ Δημοτικού. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε με τίποτα να τον πείσει και έμενε στο σπίτι. «Το ήξερε και ο διευθυντής του σχολείου, έβλεπε με πόση δυσκολία τον έφτανα ως εκεί. Υπήρξαν φορές που ήρθε ο ίδιος και τον γράπωσε για να τον βάλει μέσα». Τότε, όπως λέει η Γ., ο διευθυντής την έφερε σε επαφή με την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου της. Η Γ. συναντήθηκε με κάποια κοινωνική λειτουργό.
Κάπως έτσι έφτασαν σε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη που ο μικρός για ακόμα μια φορά δεν ήθελε να πάει. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Κάπως τον έπιασα, τον πίεσα με τα ακροδάχτυλά μου στο πρόσωπο…». Ούτε εκείνη την ημέρα πήγε σχολείο. Ζήτησε να πάει σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της. Η εισαγγελέας ανηλίκων στις 16 Νοεμβρίου 2021 διέταξε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών και με εισαγγελική εντολή τα παιδιά της οδηγήθηκαν στο «Αγλαΐα Κυριακού». Έμειναν 49 ημέρες μαζί με την μητέρα τους και την γιαγιά τους.
«Κανείς δεν μπορεί να παίξει θέατρο επί 49 ημέρες, όταν παρακολουθείται από το πρωί μέχρι το βράδυ» μάς λέει η Γ. «Δεν μπορείς να κρυφτείς. Είδαν τον χαρακτήρα μου, είδαν ότι δεν είμαι βίαιη. Βοήθεια χρειαζόμουν. Κι εγώ και το παιδί μου».
Αναζητείται βοήθεια
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η ίδια εισαγγελέας διέταξε να επιστρέψουν τα παιδιά στη μητέρα τους και έδωσε εντολή να υποστηριχθεί τόσο η ίδια όσο και ο 7χρονος γιος της από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελεί παράρτημα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Το παραπεμπτικό εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Η μητέρα τηλεφώνησε στο Κ.Ψ.Υ που της υποδείχθηκε από την εισαγγελία και ζήτησε ραντεβού. Το ραντεβού ορίστηκε για τον Μάρτιο. Συναντήθηκε με παιδοψυχίατρο, η οποία της ζήτησε το ιστορικό του αγοριού και μία ακόμα γυναίκα. «Μου είπε ότι κάνει συμβουλευτική γονέων» μας είπε η Γ.
Επόμενο βήμα ήταν να κλειστεί το ραντεβού για το παιδί, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, τέσσερις ολόκληρους μήνες από την έξοδο των παιδιών από το νοσοκομείο. Έναν μήνα αργότερα, με το κλείσιμο των σχολείων τον Ιούνιο, η παιδοψυχίατρος και η επισκέπτρια υγείας του Κ.Ψ.Υ τους επισκέφτηκαν στο σπίτι όπου διαμένουν, το μητρικό σπίτι της Γ. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο δηλαδή, ο γιος της έκανε δύο συνεδρίες με μια εργοθεραπεύτρια. Στα τέλη Αυγούστου το παιδί έκανε ακόμα μια συνάντηση με μια ειδική παιδαγωγό.
«Ζήτησα δύο φορές να δω ψυχίατρο για μένα. Δεν έγινε» μας λέει η Γ. «Τους τηλεφώνησα κάποιες φορές, 3-4 αν θυμάμαι καλά για να ζητήσω καθοδήγηση όταν ο μικρός αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Μου απάντησαν να του βάζω όρια. Το καλοκαίρι πάλι που ο μικρός δεν είχε σχολείο και παρατηρούσα μεγάλη υπερδιέγερση, λόγω της οποίας ξενυχτούσε, ξανατηλεφώνησα. Μου είπαν να μην του δίνω γλυκά από το απόγευμα και μετά. Τον πήγαινα στο πάρκο τα απογεύματα μαζί με τον μικρό, προσπαθούσα. Τις ρώτησα αν θα πρέπει να του δώσουμε κάποιο σιρόπι για την υπερδιέγερση. “Θα το συζητήσουμε μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση” μου είπαν».
Στις 22 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται στην μητέρα από την παιδοψυχίατρο και την επισκέπτρια υγείας ότι με εντολή εισαγγελέα τα παιδιά θα φύγουν και πάλι για το Παίδων. «”Όχι επιμέλειες και τέτοια. Απλώς θα μπει και θα κάνει την θεραπεία του για όσο κρίνει ο παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου”» υποστηρίζει η μητέρα ότι της είπαν. Σκέφτηκε ότι θα τους έστελναν στο παιδοψυχιατρικό τμήμα για να του χορηγηθεί κάποια αγωγή, καθώς τους είχε εξηγήσει πόσο δυσκολεύεται να δώσει οποιοδήποτε σιρόπι στον γιο της.
Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, δύο αστυνομικοί με πολιτικά φτάνουν στο σπίτι της μητέρας, παραλαμβάνουν τα παιδιά και την μητέρα και τους οδηγούν για δεύτερη φορά στο Παίδων. Την Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, η μητέρα ζητά να συναντήσει την εισαγγελέα ανηλίκων. Εκείνη της διαβάζει την έκθεση που συνέταξαν η παιδοψυχίατρος και η κοινωνική λειτουργός.
Σύμφωνα με τα όσα μας μεταφέρει η μητέρα, οι δύο εκπρόσωποι τους προνοιακού συστήματος της χώρας μας έκριναν ότι η ζωή του παιδιού κινδυνεύει γιατί η μητέρα αδυνατεί να το ελέγξει.
«Η εισαγγελέας δεν με είχε δει ποτέ» μας λέει η Γ. Διάβασε μόνο αυτά που έγραψαν εκείνες. Και τι δεν έγραψαν εκεί. Ότι την ημέρα που επισκέφτηκαν το σπίτι μας, ο μικρός κρεμάστηκε ο μισός έξω από το μπαλκόνι κι ότι εγώ έπαιζα στο κινητό αδιαφορώντας και η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι. Ότι κινδυνεύει η ζωή του γιατί δεν με ακούει. Ότι είμαι αδιάφορη και ακατάλληλη μητέρα. Όποιος εισαγγελέας και να τα διάβαζε αυτά, τι θα έκανε;».
Η Γ. επιμένει ότι το περιστατικό στην βεράντα δεν συνέβη. «Έχουμε βάλει πλέγμα στην βεράντα» λέει. «Το παιδί μου δεν έχει τραυματιστεί ποτέ. Τα προσέχω τα παιδιά μου. Αλλά ακόμα κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι κινδυνεύει η ζωή του παιδιού, τους πήρε τέσσερις μήνες να το πουν; Είδαν στα μέσα Ιουνίου ότι κινδυνεύει ένας 7χρονος, και θυμήθηκαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό στις 23 Σεπτεμβρίου;».
Νιώθει προδομένη από το προνοιακό σύστημα. «Έδειξα εμπιστοσύνη» λέει «και το μετανιώνω».
Από την αγωγή στην ανάκριση
Οι μέρες περνούν στο νοσοκομείο και από την κοινωνική υπηρεσία της μεταφέρεται το συμπέρασμα ότι ο γιος της είναι πια πιο συνεργάσιμος, ότι παίρνει την αγωγή του — το νευροληπτικό σιρόπι Risperdal που υπέδειξε η παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου — και πως η πρόθεση του νοσοκομείου είναι να ζητήσει από την εισαγγελία να παγώσει η απόφαση.
Ενδιαμέσως η εισαγγελέας που χειριζόταν ως τότε την υπόθεσή της μετατίθεται και στην θέση της τοποθετείται νέα. Η Γ. παραμένει στο Παίδων με τα παιδιά της δίχως καμία ενημέρωση.
Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, ο 7χρονος γιος της, τής εκμυστηρεύεται ότι ένα άλλο «εισαγγελικό παιδί», 14 ετών, το οποίο επίσης λιμνάζει επί μήνες στο νοσοκομείο, τον έχει βιάσει επανειλημμένα.
Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει. Σεκιούριτι και γιατροί σπεύδουν, παίρνουν το παιδί και το οδηγούν στο εξεταστήριο. Εκεί μπαίνει και η μητέρα. Το παιδί αφηγείται τι του συνέβη. Περνά από ιατροδικαστική εξέταση.
Λίγο αργότερα, ένα ακόμα «εισαγγελικό παιδί», ένα κορίτσι 13 ετών, που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τον 7χρονο, αποκαλύπτει ότι και αυτό βιάστηκε από τον ίδιο 14χρονο — σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Ο 14χρονος απομακρύνεται από το «Αγλαΐα Κυριακού» προς άλλο παιδιατρικό νοσοκομείο.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, η δικηγόρος Μαρούσκα Σπυράκη, με την οποία έχει επικοινωνήσει η Γ. λίγες ημέρες νωρίτερα, ύστερα από σύσταση άλλης «εισαγγελικής μητέρας», καταθέτει εγγράφως αίτημα για ακρόαση στην νέα εισαγγελέα ανηλίκων.
Στις 17 Νοεμβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και πολιτικό όχημα φτάνουν στο νοσοκομείο, παραλαμβάνουν την μητέρα με τα δυο παιδιά και τους οδηγούν από την πίσω πόρτα, όπως λέει η μητέρα, καθώς ήταν παντού ακροβολισμένοι δημοσιογράφοι, στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί εξετάζεται από την ψυχολόγο της αστυνομίας για ένα δίωρο. Στην μητέρα δεν λένε τίποτε άλλο πέρα από το ότι το παιδί της είναι πολύ έξυπνο. Και πάλι, αστυνομικοί τους οδηγούν πίσω στο Παίδων.
Η προανάκριση, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζεται στο αδίκημα του βιασμού. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχουν οι αρχές την πρόθεση να ελέγξουν τις ευθύνες των κρατικών υπηρεσιών, υπό την προστασία των οποίων βρίσκονται τα παιδιά που τοποθετούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία με εισαγγελικές διαταγές, στο πλαίσιο αδικημάτων όπως η έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο ζωής και η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Στις 18 Νοεμβρίου, η μητέρα μέσω της δικηγόρου της ζητά από την Εισαγγελία Πρωτοδικών να λάβει αντίγραφα του φακέλου που έχει σχηματιστεί από τον Νοέμβριο του 2021 στην εισαγγελία ανηλίκων και να λάβει γνώση του ιατρικού φακέλου του παιδιού της, στον οποίο δεν έχει πρόσβαση όλον αυτόν τον καιρό, παρότι δεν της έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα. Εξηγεί πως μετά τα όσα έχουν συμβεί στα παιδιά της και στην ίδια, θέλει να απευθυνθεί σε άλλους ειδικούς επιστήμονες (παιδίατρους και παιδοψυχολόγους). Η νέα εισαγγελέας ανηλίκων έχει ήδη απορρίψει το αίτημά της, απαντώντας εγγράφως ότι τα έγγραφα είναι απόρρητα.
Στις 21 Νοεμβρίου, η μητέρα καταθέτει μέσω της δικηγόρου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και πάλι στην ίδια. Η δικηγόρος, ύστερα από επαφή στο γραφείο της προέδρου που επρόκειτο να κρίνει το αίτημα της Γ., καταθέτει αίτηση εξαίρεσής της, καθώς όπως μας μεταφέρει, η πρόεδρος της δήλωσε πως θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της εισαγγελέα ανηλίκων. Η αίτηση εξαίρεσης γίνεται δεκτή. Η νέα έδρα που δικάζει το κύριο αίτημα της Γ., δηλαδή το να πάρει τα παιδιά της, το απορρίπτει.
Στις 24 Νοεμβρίου, μεταφέρεται στην μητέρα από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου ότι θα πρέπει να έχει έτοιμες τις βαλίτσες των παιδιών της την επομένη στις 8.30 το πρωί. Τότε αναμένεται η απόφαση της εισαγγελίας για το εάν τα παιδιά θα επιστρέψουν στη μάνα τους ή αν θα μεταφερθούν σε ίδρυμα.
Περιμένοντας το λευκό βαν
Είναι λίγο μετά τις 7 το πρωί. Το νοσοκομείο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Γ. και η μαμά της, η γιαγιά των παιδιών, δεν έχουν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Έφτιαχναν τα πράγματα των παιδιών, έκλαιγαν, παρηγορούσαν τον μεγάλο…
Κι αυτός είναι ήδη ξύπνιος. Η μητέρα του, τού ζωγράφισε μια καρδιά με έναν πορτοκαλί μαρκαδόρο στο πάνω μέρος της παλάμης του. Του έγραψε «Μαμά».
Στο ίδιο δωμάτιο κοιμάται και μια έφηβη. Είναι σκεπασμένη ως το κεφάλι. Είχε ανήσυχη νύχτα, αποκοιμήθηκε με τα παπούτσια.
Ο μικρός γιος της Γ. κοιμάται σε ένα παρκοκρέβατο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά και φορώντας την πιπίλα του.
Η Γ. θέλει να κάνει ακόμα ένα τσιγάρο. Ο γιος της αρνείται να την αποχωριστεί. Φεύγουν παρέα.
Η γιαγιά ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Ξυπνάει και ο μικρός. Η Γ. επιστρέφει.
«Να πούμε ότι έχει αλλεργία στο ψάρι, μην το ξεχάσουμε» λέει η γιαγιά στην κόρη της.
«Αφού δεν θα φάει ψάρι και να του δώσουν» απαντάει εκείνη, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί.
Το φιλάει, του δίνει το μπιμπερό με το γάλα που έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η μαμά του κοριτσιού.
«Ήρθε το βαν;» ρωτάει η Γ.
«Όχι ακόμα»…
Ο μικρός αρχίζει να κλαίει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στο βαν. Μαμά, πάμε στην κοινωνική υπηρεσία να το ζητήσεις».
Προσπαθούν να του εξηγήσουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Η Γ. κρατάει το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της. Το φιλάει στα μάγουλα.
«Δεν θα αφήσω να μου πάρουν αυτά τα μαγουλάκια. Θα βρω δουλειά και σπίτι και θα έρθω να σας πάρω. Σας το υπόσχομαι!» τους λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Ο μεγάλος της γιος φιλάει κι αυτός τα μάγουλα του μικρού.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Μπαίνει ακόμα ένα «εισαγγελικό παιδί», ένα αγόρι μικρής εφηβικής ηλικίας, με σπασμένο το αριστερό του χέρι.
Ο 7χρονος τρέχει προς το μέρος του.
«Θα πας κατασκήνωση σήμερα;» τον ρωτά το αγόρι με το σπασμένο χέρι.
«Σε ίδρυμα θα πάω» απαντάει εκείνος.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να σε αποχαιρετήσω».
Μόλις χωρίζονται, ο μεγάλος σκύβει προς τον μικρό και του λέει: «Μια συμβουλή: τρώγε ό,τι σου δίνουν. Δεν αστειεύονται. Ξέρω…»
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Είναι η νοσηλεύτρια, την οποία συνοδεύει ο σεκιουριτάς που βρίσκεται στην αρχή του «εισαγγελικού διαδρόμου». Ήρθαν να χορηγήσουν στον 7χρονο το νευροληπτικό του.
Ο μικρός αντιστέκεται. Υπάρχει εκνευρισμός στο δωμάτιο. Όλοι έχουν κάτι να του πουν για να τον πείσουν: «Έλα, πάρτο! Κατάπιε το γρήγορα και πιες αμέσως νερό», «πρέπει να συνεργάζεσαι. Δεν βλέπεις που φτάσαμε;», «θα παίξει ρόλο για τον εισαγγελέα αν μάθει ότι ακούς τι σου λένε», «μα, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»…
Ο μικρός καταπίνει με τα πολλά το σιρόπι. Η νοσοκόμα και ο σεκιουριτάς φεύγουν.
Τώρα μπαίνει η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου. Ο μικρός αρχίζει να φωνάζει: «Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω.»
Οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Μάταια. Απευθύνονται στην μητέρα, στην οποία δίνουν δέκα λεπτά για να τον κατεβάσει στην είσοδο, όπου περιμένει το λευκό βαν. Εκείνη ρωτάει πού θα πάνε τα παιδιά. «Τα παιδιά θα πάνε σε δύο διαφορετικά ιδρύματα» της ανακοινώνουν και αποχωρούν. Ο μικρός φωνάζει: «Έλα μαζί μου, μαμά!»
Η Γ. ζητάει από όλους να βγουν από το δωμάτιο. Μένει μέσα με τον γιο της και έναν ακόμα εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει μόλις ανοίξει την πόρτα. Οι φωνές του μικρού ακούγονται στον διάδρομο. Τρία έφηβα «εισαγγελικά παιδιά», που είχαν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, στέκονται αμίλητα κοιτώντας το πάτωμα. Ο μικρός αδελφός τρέχει πάνω κάτω στον διάδρομο, φορώντας την πιπίλα του και εισβάλοντας σε όποιο δωμάτιο βλέπει ανοιχτό για να παίξει. Η γιαγιά κλαίει. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα της φέρνει μια καρέκλα να καθίσει. Ο σεκιουριτάς ζητάει να φύγουν όλοι από τον διάδρομο. Φεύγουν τα τρία παιδιά.
Ο 7χρονος οδηγείται προς το βαν που τον περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου. Η γιαγιά του κλαίει και προσπαθεί να μπει στο βαν. Ο σεκιουριτάς την απομακρύνει και την καθίζει σε μια καρέκλα έξω από το λυόμενο, στο οποίο πραγματοποιούνται τα διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό. Η Γ. υπόσχεται στον γιο της ότι θα τον πάρει πίσω σε δέκα μέρες που θα εκδικαστεί η αίτησή της για την επιμέλεια.
Τελικά τον τσουβαλιάζουν, τον βάζουν στο βαν, κλείνουν την πόρτα και φεύγουν. Η Γ. ξεσπάει σε λυγμούς. Η ψυχολόγος την οδηγεί πίσω από το εκκλησάκι στα παγκάκια για να καπνίσει.
Της φέρνουν και τον μικρό από το δωμάτιο. Έχει σκαρφαλώσει πάνω στην τροχήλατη βαλίτσα του, κρατιέται με τα δυο του χέρια από το χερούλι και διασκεδάζει την διαδρομή. Έρχεται και η δική του σειρά…
«Αυτός τι φταίει;» ρωτάει με δάκρυα στα μάτια η Γ. «Αυτόν γιατί τον παίρνουν; Αυτός μπορεί να με άκουγε. Μπορεί να πήγαινε σχολείο όταν θα ερχόταν η ώρα του».
Και τώρα;
Όλοι λένε στη Γ. ότι τώρα πρέπει να κάνει κουράγιο. Να μην γυρίσει στο σπίτι και κλειστεί μέσα να κλαίει. Να συνεργάζεται καλά με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δύο ιδρυμάτων, όπως έκανε και με το νοσοκομείο. Να κάνει ό,τι της λένε, «θα μετρήσει για τον εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί της πήραν τα παιδιά. Γιατί δεν την στήριξαν για να τα κρατήσει. Πώς με δύο συναντήσεις έκριναν οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες την ακαταλληλότητά της. Γιατί δεν την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να χάσει τα παιδιά της. Γιατί δεν είπαν πρώτα σ’ εκείνη ότι φοβούνται για τη ζωή του παιδιού, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία.
«Μου είπαν ότι φαίνομαι κουρασμένη και ότι πρέπει να πάρω βιταμίνες» λέει. «Δύο παιδιά μεγαλώνω μόνη μου, με τόσες δυσκολίες. Πώς θα είμαι; Ξεκούραστη;».
Της απομένουν σχεδόν δέκα μέρες ως το δικαστήριό της, το οποίο ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου. Ο στόχος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να βρει δουλειά και σπίτι. Της λένε ότι αυτό θα μετρήσει.
Αν η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, είναι αδιανόητο ότι βρίσκεται επί έναν χρόνο στο μικροσκόπιο του συστήματος παιδικής προστασίας, κοινωνικών υπηρεσιών και εισαγγελίας, και τα παιδιά όχι απλώς δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτήν αλλά της επιτρέπεται και τις δύο φορές που μεταφέρθηκαν στο Παίδων να μένει μαζί τους για να τα φροντίζει. Και πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι δεν φρόντισαν την έγκαιρη προστασία των παιδιών αυτών.
Αν η γυναίκα αυτή όμως δεν είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, τότε για αυτό που συμβαίνει στα παιδιά της και στην ίδια επί έναν χρόνο πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι ευθύνονται όχι μόνο για τον σωματικό βιασμό του γιου της, αλλά και για τον βασανισμό ολόκληρης της οικογένειας από ένα σύστημα που θεωρητικά βρίσκεται εδώ για την προστασία τους.
[post_title] => Ένας 7χρονος βιάστηκε υπό το βλέμμα του κράτους — και βασανίζεται από την πρόνοια και την εισαγγελία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 7hronos-viasmos-paidon [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:03 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:03 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5734 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6630 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 10:27:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 07:27:00 [post_content] =>Την άνοιξη του 2011, το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο. Στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Μια μεθοδική αστυνομική επιχείρηση
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στο συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στο «συντομότερο χρονικό διάστημα» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποιο βάσιμο. Όταν διαπίστωσαν ότι υπήρχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε το συντομότερο δυνατό, μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστα στοιχεία».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Αξιότιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από το φημισμένο σιντριβάνι Rimondi, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν ελιχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά - μια διαδικασία γνωστή ως "grooming" - ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θέμελη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε "μαθημένη αδυναμία". Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Εγγενής αντίσταση
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο, την πρωτεύουσα της Κρήτης, ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. (("Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.)) Όταν έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε ο Νικολαΐδης, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, της οποίας η έκταση δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η μονάδα Ολοκληρωμένης Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». ((Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.))
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε: «Δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να προπονούμε παιδιά και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε ταυτόχρονα». Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Υγείας για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια συζήτηση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Έξω από τον ουρανό
Στο λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο την ώρα της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο σκηνοθέτης, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθεμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν, «Όχι, είμαι από αλλού», υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό στις επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια του Λιοδάκη για το ιατροπαιδαγωγικό κέντρο, με διευθυντή τον ίδιο.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του.
[post_title] => Η σέκτα του μπάσκετ [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sekta-basket [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:55 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:55 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=6630 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [2] => WP_Post Object ( [ID] => 5674 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 09:11:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 06:11:00 [post_content] =>Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Εβδομάδες, μήνες, χρόνια
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Πρόνοια και ιδρυματοποίηση
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-05-23 09:42:33 [post_modified_gmt] => 2023-05-23 06:42:33 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Νοσοκομείο Παίδων: «7χρονος κατήγγειλε σεξουαλική κακοποίηση από 14χρονο. Παρόμοια καταγγελία έγινε και από μια 13χρονη. Τα παιδιά δεν νοσηλεύονται εκεί, απλά φιλοξενούνται προσωρινά καθώς προέρχονται από προβληματικές οικογένειες που έχουν χάσει την επιμέλειά τους. Για τα καταγγελλόμενα από την μητέρα του 7χρονου — η οποία έχει χάσει την επιμέλειά του — βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ, λαμβάνονται καταθέσεις και έχει δοθεί εντολή να γίνουν ιατροδικαστικές εξετάσεις στα θύματα και να εξεταστούν από ειδικούς παιδοψυχολόγους. Ο υπουργός Υγείας διέταξε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης».
Η είδηση έγινε γνωστή στις 16 Νοεμβρίου και στη σύντομη αυτή περιγραφή συμπυκνώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της παθογένειας του συστήματος που ονομάζεται «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας.
Τα λεγόμενα «εισαγγελικά παιδιά» οδηγούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία της χώρας όταν οι εισαγγελικές αρχές κρίνουν ότι πρέπει να απομακρυνθούν από τις οικογένειες ή τα φροντιστικά τους περιβάλλοντα, έως ότου διερευνηθεί το εάν μπορούν να επιστρέψουν σε αυτά ή σε περίπτωση ακαταλληλότητας / επικινδυνότητας, να οδηγηθούν σε κάποιο ίδρυμα. Η εντολή αυτή δεν έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι ότι, κυρίως λόγω της υποστελέχωσης των κοινωνικών υπηρεσιών, οι έρευνες αργούν να ολοκληρωθούν και η παραμονή των παιδιών παρατείνεται για καιρό. Τα παιδιά δεν επιτηρούνται, καθώς αφενός δεν είναι αρμοδιότητα του νοσοκομείου να τα επιτηρεί, αφετέρου ούτε εκεί επαρκεί το προσωπικό. Παραβατικότητα μεταξύ αυτών των παιδιών δεν καταγγέλλεται για πρώτη φορά. Τώρα, λοιπόν, καταγγέλλονται και δύο βιασμοί.
Στο ραντάρ της πρόνοιας
Η Γ. είναι η μητέρα του 7χρονου αγοριού. Έχει ένα ακόμα αγόρι, μόλις δύο ετών. Είναι 42 χρόνων, άνεργη, και ζει με τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της. Ο πατέρας των παιδιών ζει εκτός Ελλάδας και έχει αναγνωρίσει μόνο τον μεγάλο του γιο. Πρωτομπήκαν στο ραντάρ του λεγόμενου «συστήματος παιδικής προστασίας» πριν από περίπου έναν χρόνο.
Τη συναντήσαμε στο νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού», στα παγκάκια πίσω από ένα μικρό εκκλησάκι. Διασχίζουμε τον μεγάλο διάδρομο και στο τέρμα του μας περιμένει, καπνίζοντας με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατάει το χέρι του μικρού. Εκείνος φοράει μια κόκκινη πιτζάμα με τον Spiderman και λευκά αθλητικά παπούτσια. Ο Ironman είναι κανονικά ο αγαπημένος του σούπερ ήρωας. Του δίνει το κινητό της για να χαζέψει βιντεάκια ώστε να μιλήσουμε. Διατυπώνουμε την αγωνία ότι μπορεί και να μας ακούει. «Ξέρει τα πάντα» αποκρίνεται η Γ. Ρωτάει την μητέρα του αν είμαστε εμείς που θα τον πάρουμε για να τον βάλουμε στο ίδρυμα.
«Κάναμε το λάθος και του κάναμε όλα τα χατίρια από όταν ήταν μικρός. Δεν έχει όρια. Γι’ αυτό φτάσαμε εδώ» λέει η Γ. με σβηστή φωνή. Φαίνεται κουρασμένη, στραγγισμένη.
Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, έχει καταλήξει ότι έχασε τελείως τον έλεγχο επί καραντίνας. «Προνήπιο και νήπιο μας βρήκε η καραντίνα. Δεν ήθελε να μπει στην τηλεκπαίδευση. Η δασκάλα είχε τόσα παιδιά να διαχειριστεί και αναγκαστικά είχε κλειστά τα μικρόφωνα. Τον ενοχλούσε που δεν άκουγε τι ήθελε να της πει. Δεν ήθελε καθόλου το σχολείο».
Η άρνησή του για το σχολείο έγινε ακόμα εντονότερη, σύμφωνα με τη μητέρα, πέρυσι, όταν δηλαδή ξεκινούσε η Α’ Δημοτικού. Υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε με τίποτα να τον πείσει και έμενε στο σπίτι. «Το ήξερε και ο διευθυντής του σχολείου, έβλεπε με πόση δυσκολία τον έφτανα ως εκεί. Υπήρξαν φορές που ήρθε ο ίδιος και τον γράπωσε για να τον βάλει μέσα». Τότε, όπως λέει η Γ., ο διευθυντής την έφερε σε επαφή με την κοινωνική υπηρεσία του Δήμου της. Η Γ. συναντήθηκε με κάποια κοινωνική λειτουργό.
Κάπως έτσι έφτασαν σε εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη που ο μικρός για ακόμα μια φορά δεν ήθελε να πάει. «Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Κάπως τον έπιασα, τον πίεσα με τα ακροδάχτυλά μου στο πρόσωπο…». Ούτε εκείνη την ημέρα πήγε σχολείο. Ζήτησε να πάει σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο.
Το συγγενικό τους πρόσωπο κατήγγειλε στην αστυνομία την εκ μέρους της μητέρας σωματική τιμωρία σε βάρος του 7χρονου γιου της. Η εισαγγελέας ανηλίκων στις 16 Νοεμβρίου 2021 διέταξε την προσωρινή αφαίρεση της επιμέλειας των παιδιών και με εισαγγελική εντολή τα παιδιά της οδηγήθηκαν στο «Αγλαΐα Κυριακού». Έμειναν 49 ημέρες μαζί με την μητέρα τους και την γιαγιά τους.
«Κανείς δεν μπορεί να παίξει θέατρο επί 49 ημέρες, όταν παρακολουθείται από το πρωί μέχρι το βράδυ» μάς λέει η Γ. «Δεν μπορείς να κρυφτείς. Είδαν τον χαρακτήρα μου, είδαν ότι δεν είμαι βίαιη. Βοήθεια χρειαζόμουν. Κι εγώ και το παιδί μου».
Αναζητείται βοήθεια
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η ίδια εισαγγελέας διέταξε να επιστρέψουν τα παιδιά στη μητέρα τους και έδωσε εντολή να υποστηριχθεί τόσο η ίδια όσο και ο 7χρονος γιος της από το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Χαλανδρίου-Αγίας Παρασκευής, το οποίο αποτελεί παράρτημα του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Το παραπεμπτικό εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2022.
Η μητέρα τηλεφώνησε στο Κ.Ψ.Υ που της υποδείχθηκε από την εισαγγελία και ζήτησε ραντεβού. Το ραντεβού ορίστηκε για τον Μάρτιο. Συναντήθηκε με παιδοψυχίατρο, η οποία της ζήτησε το ιστορικό του αγοριού και μία ακόμα γυναίκα. «Μου είπε ότι κάνει συμβουλευτική γονέων» μας είπε η Γ.
Επόμενο βήμα ήταν να κλειστεί το ραντεβού για το παιδί, το οποίο τελικά πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάιο, τέσσερις ολόκληρους μήνες από την έξοδο των παιδιών από το νοσοκομείο. Έναν μήνα αργότερα, με το κλείσιμο των σχολείων τον Ιούνιο, η παιδοψυχίατρος και η επισκέπτρια υγείας του Κ.Ψ.Υ τους επισκέφτηκαν στο σπίτι όπου διαμένουν, το μητρικό σπίτι της Γ. Τον επόμενο μήνα, τον Ιούλιο δηλαδή, ο γιος της έκανε δύο συνεδρίες με μια εργοθεραπεύτρια. Στα τέλη Αυγούστου το παιδί έκανε ακόμα μια συνάντηση με μια ειδική παιδαγωγό.
«Ζήτησα δύο φορές να δω ψυχίατρο για μένα. Δεν έγινε» μας λέει η Γ. «Τους τηλεφώνησα κάποιες φορές, 3-4 αν θυμάμαι καλά για να ζητήσω καθοδήγηση όταν ο μικρός αρνιόταν να πάει στο σχολείο. Μου απάντησαν να του βάζω όρια. Το καλοκαίρι πάλι που ο μικρός δεν είχε σχολείο και παρατηρούσα μεγάλη υπερδιέγερση, λόγω της οποίας ξενυχτούσε, ξανατηλεφώνησα. Μου είπαν να μην του δίνω γλυκά από το απόγευμα και μετά. Τον πήγαινα στο πάρκο τα απογεύματα μαζί με τον μικρό, προσπαθούσα. Τις ρώτησα αν θα πρέπει να του δώσουμε κάποιο σιρόπι για την υπερδιέγερση. “Θα το συζητήσουμε μόλις ολοκληρωθεί η αξιολόγηση” μου είπαν».
Στις 22 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται στην μητέρα από την παιδοψυχίατρο και την επισκέπτρια υγείας ότι με εντολή εισαγγελέα τα παιδιά θα φύγουν και πάλι για το Παίδων. «”Όχι επιμέλειες και τέτοια. Απλώς θα μπει και θα κάνει την θεραπεία του για όσο κρίνει ο παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου”» υποστηρίζει η μητέρα ότι της είπαν. Σκέφτηκε ότι θα τους έστελναν στο παιδοψυχιατρικό τμήμα για να του χορηγηθεί κάποια αγωγή, καθώς τους είχε εξηγήσει πόσο δυσκολεύεται να δώσει οποιοδήποτε σιρόπι στον γιο της.
Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου, δύο αστυνομικοί με πολιτικά φτάνουν στο σπίτι της μητέρας, παραλαμβάνουν τα παιδιά και την μητέρα και τους οδηγούν για δεύτερη φορά στο Παίδων. Την Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, η μητέρα ζητά να συναντήσει την εισαγγελέα ανηλίκων. Εκείνη της διαβάζει την έκθεση που συνέταξαν η παιδοψυχίατρος και η κοινωνική λειτουργός.
Σύμφωνα με τα όσα μας μεταφέρει η μητέρα, οι δύο εκπρόσωποι τους προνοιακού συστήματος της χώρας μας έκριναν ότι η ζωή του παιδιού κινδυνεύει γιατί η μητέρα αδυνατεί να το ελέγξει.
«Η εισαγγελέας δεν με είχε δει ποτέ» μας λέει η Γ. Διάβασε μόνο αυτά που έγραψαν εκείνες. Και τι δεν έγραψαν εκεί. Ότι την ημέρα που επισκέφτηκαν το σπίτι μας, ο μικρός κρεμάστηκε ο μισός έξω από το μπαλκόνι κι ότι εγώ έπαιζα στο κινητό αδιαφορώντας και η μητέρα μου δεν πήρε χαμπάρι. Ότι κινδυνεύει η ζωή του γιατί δεν με ακούει. Ότι είμαι αδιάφορη και ακατάλληλη μητέρα. Όποιος εισαγγελέας και να τα διάβαζε αυτά, τι θα έκανε;».
Η Γ. επιμένει ότι το περιστατικό στην βεράντα δεν συνέβη. «Έχουμε βάλει πλέγμα στην βεράντα» λέει. «Το παιδί μου δεν έχει τραυματιστεί ποτέ. Τα προσέχω τα παιδιά μου. Αλλά ακόμα κι αν στ’ αλήθεια πιστεύουν ότι κινδυνεύει η ζωή του παιδιού, τους πήρε τέσσερις μήνες να το πουν; Είδαν στα μέσα Ιουνίου ότι κινδυνεύει ένας 7χρονος, και θυμήθηκαν να κάνουν κάτι γι’ αυτό στις 23 Σεπτεμβρίου;».
Νιώθει προδομένη από το προνοιακό σύστημα. «Έδειξα εμπιστοσύνη» λέει «και το μετανιώνω».
Από την αγωγή στην ανάκριση
Οι μέρες περνούν στο νοσοκομείο και από την κοινωνική υπηρεσία της μεταφέρεται το συμπέρασμα ότι ο γιος της είναι πια πιο συνεργάσιμος, ότι παίρνει την αγωγή του — το νευροληπτικό σιρόπι Risperdal που υπέδειξε η παιδοψυχίατρος του νοσοκομείου — και πως η πρόθεση του νοσοκομείου είναι να ζητήσει από την εισαγγελία να παγώσει η απόφαση.
Ενδιαμέσως η εισαγγελέας που χειριζόταν ως τότε την υπόθεσή της μετατίθεται και στην θέση της τοποθετείται νέα. Η Γ. παραμένει στο Παίδων με τα παιδιά της δίχως καμία ενημέρωση.
Τη νύχτα της 15ης Νοεμβρίου, ο 7χρονος γιος της, τής εκμυστηρεύεται ότι ένα άλλο «εισαγγελικό παιδί», 14 ετών, το οποίο επίσης λιμνάζει επί μήνες στο νοσοκομείο, τον έχει βιάσει επανειλημμένα.
Η μητέρα αρχίζει να ουρλιάζει. Σεκιούριτι και γιατροί σπεύδουν, παίρνουν το παιδί και το οδηγούν στο εξεταστήριο. Εκεί μπαίνει και η μητέρα. Το παιδί αφηγείται τι του συνέβη. Περνά από ιατροδικαστική εξέταση.
Λίγο αργότερα, ένα ακόμα «εισαγγελικό παιδί», ένα κορίτσι 13 ετών, που μένει στο ίδιο δωμάτιο με τον 7χρονο, αποκαλύπτει ότι και αυτό βιάστηκε από τον ίδιο 14χρονο — σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για ένα βαθιά κακοποιημένο παιδί. Ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Ο 14χρονος απομακρύνεται από το «Αγλαΐα Κυριακού» προς άλλο παιδιατρικό νοσοκομείο.
Το πρωί της 16ης Νοεμβρίου, η δικηγόρος Μαρούσκα Σπυράκη, με την οποία έχει επικοινωνήσει η Γ. λίγες ημέρες νωρίτερα, ύστερα από σύσταση άλλης «εισαγγελικής μητέρας», καταθέτει εγγράφως αίτημα για ακρόαση στην νέα εισαγγελέα ανηλίκων.
Στις 17 Νοεμβρίου, αστυνομικοί με πολιτικά και πολιτικό όχημα φτάνουν στο νοσοκομείο, παραλαμβάνουν την μητέρα με τα δυο παιδιά και τους οδηγούν από την πίσω πόρτα, όπως λέει η μητέρα, καθώς ήταν παντού ακροβολισμένοι δημοσιογράφοι, στο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων στη ΓΑΔΑ. Εκεί το παιδί εξετάζεται από την ψυχολόγο της αστυνομίας για ένα δίωρο. Στην μητέρα δεν λένε τίποτε άλλο πέρα από το ότι το παιδί της είναι πολύ έξυπνο. Και πάλι, αστυνομικοί τους οδηγούν πίσω στο Παίδων.
Η προανάκριση, σύμφωνα με πληροφορίες, περιορίζεται στο αδίκημα του βιασμού. Δεν φαίνεται δηλαδή να έχουν οι αρχές την πρόθεση να ελέγξουν τις ευθύνες των κρατικών υπηρεσιών, υπό την προστασία των οποίων βρίσκονται τα παιδιά που τοποθετούνται στα παιδιατρικά νοσοκομεία με εισαγγελικές διαταγές, στο πλαίσιο αδικημάτων όπως η έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο ζωής και η παραμέληση εποπτείας ανηλίκου.
Στις 18 Νοεμβρίου, η μητέρα μέσω της δικηγόρου της ζητά από την Εισαγγελία Πρωτοδικών να λάβει αντίγραφα του φακέλου που έχει σχηματιστεί από τον Νοέμβριο του 2021 στην εισαγγελία ανηλίκων και να λάβει γνώση του ιατρικού φακέλου του παιδιού της, στον οποίο δεν έχει πρόσβαση όλον αυτόν τον καιρό, παρότι δεν της έχει αφαιρεθεί η γονική μέριμνα. Εξηγεί πως μετά τα όσα έχουν συμβεί στα παιδιά της και στην ίδια, θέλει να απευθυνθεί σε άλλους ειδικούς επιστήμονες (παιδίατρους και παιδοψυχολόγους). Η νέα εισαγγελέας ανηλίκων έχει ήδη απορρίψει το αίτημά της, απαντώντας εγγράφως ότι τα έγγραφα είναι απόρρητα.
Στις 21 Νοεμβρίου, η μητέρα καταθέτει μέσω της δικηγόρου αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ώστε να ανατεθεί η επιμέλεια των παιδιών και πάλι στην ίδια. Η δικηγόρος, ύστερα από επαφή στο γραφείο της προέδρου που επρόκειτο να κρίνει το αίτημα της Γ., καταθέτει αίτηση εξαίρεσής της, καθώς όπως μας μεταφέρει, η πρόεδρος της δήλωσε πως θα ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της εισαγγελέα ανηλίκων. Η αίτηση εξαίρεσης γίνεται δεκτή. Η νέα έδρα που δικάζει το κύριο αίτημα της Γ., δηλαδή το να πάρει τα παιδιά της, το απορρίπτει.
Στις 24 Νοεμβρίου, μεταφέρεται στην μητέρα από την κοινωνική υπηρεσία του νοσοκομείου ότι θα πρέπει να έχει έτοιμες τις βαλίτσες των παιδιών της την επομένη στις 8.30 το πρωί. Τότε αναμένεται η απόφαση της εισαγγελίας για το εάν τα παιδιά θα επιστρέψουν στη μάνα τους ή αν θα μεταφερθούν σε ίδρυμα.
Περιμένοντας το λευκό βαν
Είναι λίγο μετά τις 7 το πρωί. Το νοσοκομείο δεν έχει ξυπνήσει ακόμα. Η Γ. και η μαμά της, η γιαγιά των παιδιών, δεν έχουν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Έφτιαχναν τα πράγματα των παιδιών, έκλαιγαν, παρηγορούσαν τον μεγάλο…
Κι αυτός είναι ήδη ξύπνιος. Η μητέρα του, τού ζωγράφισε μια καρδιά με έναν πορτοκαλί μαρκαδόρο στο πάνω μέρος της παλάμης του. Του έγραψε «Μαμά».
Στο ίδιο δωμάτιο κοιμάται και μια έφηβη. Είναι σκεπασμένη ως το κεφάλι. Είχε ανήσυχη νύχτα, αποκοιμήθηκε με τα παπούτσια.
Ο μικρός γιος της Γ. κοιμάται σε ένα παρκοκρέβατο ανάσκελα με τα χέρια ανοιχτά και φορώντας την πιπίλα του.
Η Γ. θέλει να κάνει ακόμα ένα τσιγάρο. Ο γιος της αρνείται να την αποχωριστεί. Φεύγουν παρέα.
Η γιαγιά ξεσπάει σε κλάματα γοερά. Ξυπνάει και ο μικρός. Η Γ. επιστρέφει.
«Να πούμε ότι έχει αλλεργία στο ψάρι, μην το ξεχάσουμε» λέει η γιαγιά στην κόρη της.
«Αφού δεν θα φάει ψάρι και να του δώσουν» απαντάει εκείνη, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το μικρότερο παιδί.
Το φιλάει, του δίνει το μπιμπερό με το γάλα που έχει ετοιμάσει η γιαγιά. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η μαμά του κοριτσιού.
«Ήρθε το βαν;» ρωτάει η Γ.
«Όχι ακόμα»…
Ο μικρός αρχίζει να κλαίει. «Θέλω να έρθεις μαζί μου στο βαν. Μαμά, πάμε στην κοινωνική υπηρεσία να το ζητήσεις».
Προσπαθούν να του εξηγήσουν ότι αυτό δεν επιτρέπεται. Η Γ. κρατάει το μικρότερο παιδί της στην αγκαλιά της. Το φιλάει στα μάγουλα.
«Δεν θα αφήσω να μου πάρουν αυτά τα μαγουλάκια. Θα βρω δουλειά και σπίτι και θα έρθω να σας πάρω. Σας το υπόσχομαι!» τους λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με τα δυο της παιδιά στην αγκαλιά. Ο μεγάλος της γιος φιλάει κι αυτός τα μάγουλα του μικρού.
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Μπαίνει ακόμα ένα «εισαγγελικό παιδί», ένα αγόρι μικρής εφηβικής ηλικίας, με σπασμένο το αριστερό του χέρι.
Ο 7χρονος τρέχει προς το μέρος του.
«Θα πας κατασκήνωση σήμερα;» τον ρωτά το αγόρι με το σπασμένο χέρι.
«Σε ίδρυμα θα πάω» απαντάει εκείνος.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά να σε αποχαιρετήσω».
Μόλις χωρίζονται, ο μεγάλος σκύβει προς τον μικρό και του λέει: «Μια συμβουλή: τρώγε ό,τι σου δίνουν. Δεν αστειεύονται. Ξέρω…»
Η πόρτα ανοίγει και πάλι. Είναι η νοσηλεύτρια, την οποία συνοδεύει ο σεκιουριτάς που βρίσκεται στην αρχή του «εισαγγελικού διαδρόμου». Ήρθαν να χορηγήσουν στον 7χρονο το νευροληπτικό του.
Ο μικρός αντιστέκεται. Υπάρχει εκνευρισμός στο δωμάτιο. Όλοι έχουν κάτι να του πουν για να τον πείσουν: «Έλα, πάρτο! Κατάπιε το γρήγορα και πιες αμέσως νερό», «πρέπει να συνεργάζεσαι. Δεν βλέπεις που φτάσαμε;», «θα παίξει ρόλο για τον εισαγγελέα αν μάθει ότι ακούς τι σου λένε», «μα, τι σε έχει πιάσει σήμερα;»…
Ο μικρός καταπίνει με τα πολλά το σιρόπι. Η νοσοκόμα και ο σεκιουριτάς φεύγουν.
Τώρα μπαίνει η ψυχολόγος και η κοινωνική λειτουργός του νοσοκομείου. Ο μικρός αρχίζει να φωνάζει: «Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω.»
Οι δυο γυναίκες προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. Μάταια. Απευθύνονται στην μητέρα, στην οποία δίνουν δέκα λεπτά για να τον κατεβάσει στην είσοδο, όπου περιμένει το λευκό βαν. Εκείνη ρωτάει πού θα πάνε τα παιδιά. «Τα παιδιά θα πάνε σε δύο διαφορετικά ιδρύματα» της ανακοινώνουν και αποχωρούν. Ο μικρός φωνάζει: «Έλα μαζί μου, μαμά!»
Η Γ. ζητάει από όλους να βγουν από το δωμάτιο. Μένει μέσα με τον γιο της και έναν ακόμα εκπρόσωπο της κοινωνικής υπηρεσίας που έχει μόλις ανοίξει την πόρτα. Οι φωνές του μικρού ακούγονται στον διάδρομο. Τρία έφηβα «εισαγγελικά παιδιά», που είχαν έρθει να τον αποχαιρετήσουν, στέκονται αμίλητα κοιτώντας το πάτωμα. Ο μικρός αδελφός τρέχει πάνω κάτω στον διάδρομο, φορώντας την πιπίλα του και εισβάλοντας σε όποιο δωμάτιο βλέπει ανοιχτό για να παίξει. Η γιαγιά κλαίει. Μια άλλη ηλικιωμένη γυναίκα της φέρνει μια καρέκλα να καθίσει. Ο σεκιουριτάς ζητάει να φύγουν όλοι από τον διάδρομο. Φεύγουν τα τρία παιδιά.
Ο 7χρονος οδηγείται προς το βαν που τον περιμένει στην είσοδο του νοσοκομείου. Η γιαγιά του κλαίει και προσπαθεί να μπει στο βαν. Ο σεκιουριτάς την απομακρύνει και την καθίζει σε μια καρέκλα έξω από το λυόμενο, στο οποίο πραγματοποιούνται τα διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό. Η Γ. υπόσχεται στον γιο της ότι θα τον πάρει πίσω σε δέκα μέρες που θα εκδικαστεί η αίτησή της για την επιμέλεια.
Τελικά τον τσουβαλιάζουν, τον βάζουν στο βαν, κλείνουν την πόρτα και φεύγουν. Η Γ. ξεσπάει σε λυγμούς. Η ψυχολόγος την οδηγεί πίσω από το εκκλησάκι στα παγκάκια για να καπνίσει.
Της φέρνουν και τον μικρό από το δωμάτιο. Έχει σκαρφαλώσει πάνω στην τροχήλατη βαλίτσα του, κρατιέται με τα δυο του χέρια από το χερούλι και διασκεδάζει την διαδρομή. Έρχεται και η δική του σειρά…
«Αυτός τι φταίει;» ρωτάει με δάκρυα στα μάτια η Γ. «Αυτόν γιατί τον παίρνουν; Αυτός μπορεί να με άκουγε. Μπορεί να πήγαινε σχολείο όταν θα ερχόταν η ώρα του».
Και τώρα;
Όλοι λένε στη Γ. ότι τώρα πρέπει να κάνει κουράγιο. Να μην γυρίσει στο σπίτι και κλειστεί μέσα να κλαίει. Να συνεργάζεται καλά με τις κοινωνικές υπηρεσίες των δύο ιδρυμάτων, όπως έκανε και με το νοσοκομείο. Να κάνει ό,τι της λένε, «θα μετρήσει για τον εισαγγελέα».
Μέχρι σήμερα δεν έχει καταλάβει γιατί της πήραν τα παιδιά. Γιατί δεν την στήριξαν για να τα κρατήσει. Πώς με δύο συναντήσεις έκριναν οι κοινοτικές κοινωνικές υπηρεσίες την ακαταλληλότητά της. Γιατί δεν την προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να χάσει τα παιδιά της. Γιατί δεν είπαν πρώτα σ’ εκείνη ότι φοβούνται για τη ζωή του παιδιού, γιατί δεν της έδωσαν μια ευκαιρία.
«Μου είπαν ότι φαίνομαι κουρασμένη και ότι πρέπει να πάρω βιταμίνες» λέει. «Δύο παιδιά μεγαλώνω μόνη μου, με τόσες δυσκολίες. Πώς θα είμαι; Ξεκούραστη;».
Της απομένουν σχεδόν δέκα μέρες ως το δικαστήριό της, το οποίο ορίστηκε για τις 9 Δεκεμβρίου. Ο στόχος της είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να βρει δουλειά και σπίτι. Της λένε ότι αυτό θα μετρήσει.
Αν η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, είναι αδιανόητο ότι βρίσκεται επί έναν χρόνο στο μικροσκόπιο του συστήματος παιδικής προστασίας, κοινωνικών υπηρεσιών και εισαγγελίας, και τα παιδιά όχι απλώς δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτήν αλλά της επιτρέπεται και τις δύο φορές που μεταφέρθηκαν στο Παίδων να μένει μαζί τους για να τα φροντίζει. Και πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι δεν φρόντισαν την έγκαιρη προστασία των παιδιών αυτών.
Αν η γυναίκα αυτή όμως δεν είναι επικίνδυνη για τα παιδιά της, τότε για αυτό που συμβαίνει στα παιδιά της και στην ίδια επί έναν χρόνο πρέπει να λογοδοτήσουν όσες και όσοι ευθύνονται όχι μόνο για τον σωματικό βιασμό του γιου της, αλλά και για τον βασανισμό ολόκληρης της οικογένειας από ένα σύστημα που θεωρητικά βρίσκεται εδώ για την προστασία τους.
[post_title] => Ένας 7χρονος βιάστηκε υπό το βλέμμα του κράτους — και βασανίζεται από την πρόνοια και την εισαγγελία [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => 7hronos-viasmos-paidon [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:03 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:03 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5734 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) [1] => WP_Post Object ( [ID] => 6630 [post_author] => 4 [post_date] => 2020-04-10 10:27:00 [post_date_gmt] => 2020-04-10 07:27:00 [post_content] =>Την άνοιξη του 2011, το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού διεξήγαγε την έρευνα BECAN (Βαλκανική Επιδημιολογική Μελέτη για την Παιδική Κακοποίηση και Παραμέληση). Καθώς επεξεργάζονταν τα αποτελέσματά τους, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, παρατήρησαν κάτι τελείως αναπάντεχο. Στα αποτελέσματα της Περιφέρειας Ρεθύμνου, στην Κρήτη, εμφανίστηκε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτοαναφερόμενης σεξουαλικής θυματοποίησης αγοριών και σχεδόν πλήρης αντιστροφή της αναλογίας αγοριών προς κορίτσια.
«Δεν μπορούσαμε να το εξηγήσουμε», μας είπε ο Γιώργος Νικολαΐδης, Διευθυντής του Τμήματος. «Υποθέσαμε ότι πρέπει να οφείλεται σε τεχνικό λάθος».
Δεν ήταν λάθος. Την 1η Δεκεμβρίου 2011, η αστυνομία συνέλαβε έναν σχολικό προπονητή καλαθοσφαίρισης, τον Νίκο Σειραγάκη, ο οποίος προπονούσε και την τοπική ομάδα μπάσκετ νέων, ΑΓΟΡ. Κατηγορήθηκε για κακοποίηση δεκάδων παιδιών.
Ήταν η δραστηριότητα αυτού του ανθρώπου που προκάλεσε την «ανωμαλία» στα αποτελέσματα της BECAN.
Μια μεθοδική αστυνομική επιχείρηση
Λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του προπονητή, ο αρχηγός της αστυνομίας Ρεθύμνου Μανώλης Παραδουλάκης δήλωσε στον Τύπο ότι επρόκειτο για «μια συστηματική και μεθοδική αστυνομική επιχείρηση», η οποία «έγινε στο συντομότερο δυνατό χρόνο».
Η έμφαση του αρχηγού στο «συντομότερο χρονικό διάστημα» φαινόταν να προεξοφλεί το ερώτημα που προέκυψε αμέσως: γιατί μεσολάβησαν δεκατρείς μήνες μεταξύ της στιγμής που δύο οικογένειες πήγαν στην αστυνομία με ισχυρισμούς ότι ο προπονητής κακοποιούσε τα παιδιά τους, και του χρόνου της σύλληψης;
Ο αρχηγός υποστήριξε ότι υπήρξαν «φήμες» και όχι ισχυρισμοί, παρά το γεγονός ότι οι δύο οικογένειες μεταναστών εργατών κατήγγειλαν επώνυμα τον προπονητή στην αστυνομία. Στη συνέχεια εξήγησε ότι η αστυνομία ερεύνησε τις «φήμες» και «διακριτικά» συγκέντρωσε στοιχεία, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η υπόθεση είχε κάποιο βάσιμο. Όταν διαπίστωσαν ότι υπήρχε, προχώρησαν στο χτίσιμο της υπόθεσης σε συνεργασία με την τότε εισαγγελέα Ρεθύμνου, Μαρία Δημητριάδου, μια διαδικασία που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, γιατί ήθελαν να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία ήταν στέρεα. «Η σύλληψη», είπε ο αρχηγός, «έγινε το συντομότερο δυνατό, μόλις επιβεβαιώθηκε πλήρως η υπόθεση με αδιάσειστα στοιχεία».
Η πιθανότητα οι αρχές να προσπάθησαν να προλάβουν οποιαδήποτε συζήτηση για την επιλογή του χρόνου από την αστυνομία ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Μανώλης Όθωνας, τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη και βουλευτής Ρεθύμνου, καθησύχαζε ήδη τους δημοσιογράφους ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις, δύο μέρες πριν ο αρχηγός της αστυνομίας ενημερώσει επίσημα τον Τύπο για την επιχείρηση. Επαίνεσε την αστυνομία που μετέτρεψε τους «ψίθυρους» σε «υπόθεση» και απέρριψε τους ισχυρισμούς ότι ο προπονητής απολάμβανε κάποιου είδους «προστασία» λόγω της υποτιθέμενης θέσης του στην κοινωνία του Ρεθύμνου.
Αυτό το διέψευσε ο τότε Διευθυντής του ΑΓΟΡ, Βασίλης Θεοδωρουλάκης, ο οποίος δήλωσε σε συνέντευξή του ότι είχε ενημερωθεί ανεπίσημα από αστυνομικό για τις καταγγελίες σε βάρος του προπονητή, περίπου τρεις μήνες αφότου συνέβησαν. Στη συνέχεια ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της ομάδας, το οποίο λέει ότι δεν έκανε τίποτα, προκειμένου να μην βλάψει τη φήμη της ομάδας. Το συμβούλιο αρνήθηκε την κατηγορία.
Αυτό που δεν αμφισβητείται, ωστόσο, είναι ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των ισχυρισμών των δύο οικογενειών μεταναστών κατά του προπονητή και της σύλληψής του, κανένας υπάλληλος ή επαγγελματίας παιδικής προστασίας δεν ειδοποιήθηκε για την προστασία των συμφερόντων των παιδιών. Η απόφαση να παραταθεί η κατάσταση των παιδιών για πάνω από ένα χρόνο ελήφθη χωρίς την παρέμβαση κανενός τμήματος του συστήματος παιδικής προστασίας.
Αξιότιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας
Όταν επισκεφτήκαμε το Ρέθυμνο, το φθινόπωρο του 2018, συνεχώς αναρωτιόμασταν πώς σε αυτή την πόλη των 40.000 κατοίκων, που φαινόταν ακόμη μικρότερη χωρίς τα πλήθη του καλοκαιριού, ήταν δυνατόν κάποιος να κακοποιεί συστηματικά δεκάδες παιδιά για χρόνια, χωρίς κανείς να παρατηρήσει τίποτα;
Στην παλιά πόλη, απέναντι από το φημισμένο σιντριβάνι Rimondi, συναντηθήκαμε με τη Χαρά Βηλαρά, μια έμπειρη ντόπια δημοσιογράφο, η οποία είχε παρακολουθήσει στενά την υπόθεση.
«Ήταν μια χρόνια κατάσταση», μας είπε. «Προφανώς, δεν συνεχιζόταν για ένα ή δύο χρόνια, πηγαίνει πολύ πίσω. Μερικά από τα παιδιά είχαν μεγαλώσει όταν δημοσιοποιήθηκε. Υπήρχαν πολλά παιδιά που ήξεραν, που δεν ελιχαν εμπλακεί, αλλά ήξεραν και δεν μιλούσαν. Άγγιξε πολλές οικογένειες, άμεσα και έμμεσα».
Όλοι όσοι μας μίλησαν συμφώνησαν ότι ο προπονητής Νίκος Σειραγάκης ήταν σημαντικό μέλος της κοινωνίας του Ρεθύμνου. Ήταν ένας από τους διοργανωτές του «Κυνηγιού Θησαυρού», μιας δημοφιλούς ετήσιας εκδήλωσης. Τον εκτιμούσαν στην «παλιά πόλη», δηλαδή στους κύκλους των αριστοκρατικών οικογενειών του Ρεθύμνου, και ήταν καλά δικτυωμένος με την τοπική πολιτική. Οι επαφές του έφταναν στην εθνική ομάδα μπάσκετ, ακόμη και στο αμερικανικό NBA. Όσοι γνωρίζουν λένε ότι τα παιδιά τον θεωρούσαν μέντορα. Ήταν καλός ομιλητής και όταν προπονούσε, κανείς δεν έβγαζε ήχο.
Κάτω από αυστηρή πειθαρχία, ο προπονητής είχε δημιουργήσει ένα είδος «σέκτας». Προσέγγιζε τους μαθητές του με την υπόσχεση της εισαγωγής σε έναν στενό κύκλο, στον οποίο θα μπορούσαν να ανήκουν μόνο λίγοι εκλεκτοί. Χρησιμοποιούσε ψευδοϊστορικές αναφορές στη στρατιωτική εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα, για να τους πείσει ότι με αυτόν τον τρόπο θα σχημάτιζαν στενότερο δεσμό με τους συμπαίκτες τους και θα γίνονταν καλύτεροι αθλητές. Μέσω μιας σειράς «δοκιμασιών», που στόχευαν στο να αποσπάσουν ένα είδος «συναίνεσης» από τα παιδιά - μια διαδικασία γνωστή ως "grooming" - ο προπονητής αρχικά τα ενθάρρυνε να εμπλακούν σεξουαλικά μεταξύ τους και στη συνέχεια ασελγούσε πάνω τους ο ίδιος. Η επιρροή του πάνω τους ήταν τόσο ισχυρή που ορισμένοι μαθητές έφτασαν να υπερασπιστούν τις πράξεις του.
«Το μεγάλο ερώτημα», μας είπε η Όλγα Θέμελη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, «είναι πώς επιλέγει ο δράστης τα παιδιά, πώς γίνεται στην πραγματικότητα το grooming. Ποια παιδιά επιλέγει; Λοιπόν, επιλέγει ευάλωτα παιδιά, αυτά χωρίς ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς. Παιδιά με ορισμένα μειονεκτήματα, αλλοδαπά, ανάπηρα ή παιδιά συναισθηματικά παραμελημένα. Βρίσκει ρωγμές. Έρχεται ως μέντορας. Ως προστάτης. Μετά έρχεται το δεύτερο βήμα: εμπιστοσύνη. Προνόμια. Και μετά έρχεται η υποταγή. Αυτό μπορεί να πάρει πολύ χρόνο. Σε εκείνο το σημείο, τα παιδιά συνειδητοποιούν σταδιακά τι συμβαίνει. Άρα, υπάρχει ένα στάδιο μεταβίβασης της ευθύνης: όποιος δεν το θέλει αυτό, μπορεί να σηκωθεί και να φύγει τώρα. Αυτή είναι η μεταβίβαση: εσείς το θέλετε αυτό. Και όταν υπάρχει μια συλλογική κατάσταση, ένα μοίρασμα μέσα σε μια ομάδα, είναι ακόμη πιο δύσκολο να σπάσει αυτή η αλυσίδα. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ότι είναι παγιδευμένα. Παραμένουν σε αυτό το στάδιο εγκλωβισμού για πολλά χρόνια. Αυτό μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε καταχρηστική σχέση. Το ονομάζουμε "μαθημένη αδυναμία". Τα περισσότερα παιδιά δεν θα το πουν ποτέ. Κάποιοι θα πουν όταν δεν αντέχουν άλλο. Ή επειδή μπορεί να δουν τα μικρότερα αδέρφια τους ή άλλα αγαπημένα τους πρόσωπα θύματα. Ή ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να το ενεργοποιήσει. Και μετά, μετά από πολύ καιρό, θα μιλήσουν. Κάποιοι θα έχουν ήδη γίνει ενήλικες».
Ο Νίκος Σειραγάκης κατηγορήθηκε αρχικά για 53 περιπτώσεις παιδικής παρενόχλησης. Κατά την επίσκεψή μας στο Ρέθυμνο, μας είπαν άνθρωποι που μας μίλησαν με την προϋπόθεση να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, ότι ο αριθμός των θυμάτων που δεν περιλαμβάνονται στις κατηγορίες πιθανότατα ανεβάζει το σύνολο σε πάνω από εκατό παιδιά.
Εγγενής αντίσταση
Στα μέσα Δεκεμβρίου 2011, πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο, την πρωτεύουσα της Κρήτης, ένα συνέδριο για την προστασία των παιδιών, στο πλαίσιο της εκστρατείας «Ένα στα πέντε» του Συμβουλίου της Ευρώπης. (("Ένα στα πέντε» ήταν μια εκστρατεία του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον τερματισμό της σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, η οποία ξεκίνησε το 2010 και διακλαδίστηκε σε εθνικές εκστρατείες, τις οποίες χειρίστηκαν τα κράτη-μέλη, τα επόμενα χρόνια. Ο τίτλος του βασίζεται σε δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν ότι περίπου 1 στα 5 παιδιά στην Ευρώπη πέφτει θύματα κάποιας μορφής σεξουαλικής κακοποίησης.)) Όταν έφτασε στην Κρήτη, κανένας δεν μιλούσε για τίποτα άλλο.
«Πήγα στο Ρέθυμνο την επόμενη μέρα», μας είπε ο Νικολαΐδης, «και λόγω του επαγγέλματός μου, παρακολούθησα μια συνάντηση με τον δήμο, την περιφέρεια και τις τοπικές αρχές. Τότε μου ζητήθηκε να κάνω μια πρόταση, την οποία υπέβαλα τόσο στις τοπικές αρχές όσο και στα αρμόδια υπουργεία στα τέλη Δεκεμβρίου 2011. Ήταν μια πρόταση για τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν, δεδομένης της έκτασης της υπόθεσης, της οποίας η έκταση δεν γνωρίζαμε, αλλά φαινόταν ότι ήταν μαζική».
Μετά από σύσκεψη των αρμόδιων υπουργείων και αρχών, αποφασίστηκε η υλοποίηση της πρότασης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η έλλειψη πόρων, που επιδεινώθηκε από την οικονομική κρίση, αντιμετωπίστηκε με τη διάθεση κονδυλίων ΕΣΠΑ. Ωστόσο, χρειάστηκε περίπου ένας χρόνος για να ξεκινήσει η παρέμβαση.
«Αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο δυσκίνητος μπορεί να είναι ο ελληνικός δημόσιος τομέας, ακόμη και όταν πρόκειται για έργα που χρηματοδοτεί και υπάρχει η πολιτική βούληση», είπε ο Νικολαΐδης.
Στην εκδήλωση, η μονάδα Ολοκληρωμένης Ψυχοκοινωνικής Παρέμβασης στο Ρέθυμνο δέχθηκε περίπου 450 παιδιά, σύμφωνα με τον Νικολαΐδη, «όχι απαραίτητα όλα θύματα, καλύψαμε και προϋπάρχουσες ανάγκες ψυχικής υγείας». ((Ο ιστότοπος της μονάδας είναι ακόμα ενεργός, παρά τη λήξη του προγράμματος.))
«Ταυτόχρονα», μας είπε, «κάναμε μια ευρέως προσβάσιμη εκστρατεία προώθησης της υγείας με θέμα την παιδική κακοποίηση, τη σεξουαλικότητα των παιδιών, το δικαίωμα των παιδιών στο σώμα τους και ούτω καθεξής, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης σε ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, δηλαδή σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς. Επίσης, εκπαιδεύσαμε προσωπικό σε διάφορες υπηρεσίες, πραγματοποιήσαμε εκπαιδευτικές δράσεις για προπονητές και αθλητές. Επειδή μας επισκέφτηκε αμέσως ο σύνδεσμος προπονητών και μας είπε: «Δεν τολμάμε να αγγίξουμε τα παιδιά, δεν μπορούμε να προπονούμε παιδιά και να φοβόμαστε να τα αγγίξουμε ταυτόχρονα». Ως εκ τούτου, έπρεπε να μεταδώσουμε όλη τη διεθνή τεχνογνωσία σχετικά με το πώς είναι δυνατόν να διαθέτουν διαδικασίες παιδικής προστασίας αλλά και να λειτουργούν ως αθλητικός χώρος».
Παρά την προφανή ανάγκη παρέμβασης στις συνέπειες μιας υπόθεσης που είχε επηρεάσει δεκάδες οικογένειες, ο Νικολαΐδης μας είπε ότι το πρόγραμμα αντιμετώπισε αυτό που αποκαλεί «εγγενή αντίσταση». «Πιστεύω», είπε, «ότι τουλάχιστον ορισμένοι από τους τοπικούς παράγοντες προτίμησαν να ξεχάσουν ότι αυτό το περιστατικό είχε συμβεί ποτέ αντί να εργαστούν για να μπορέσει η τοπική κοινότητα να το ξεπεράσει. Υπήρχε μια αρκετά έντονη τάση να σκουπίζουμε τα πάντα κάτω από το χαλί».
Η Χαρά Βηλαρά μοιράστηκε μαζί μας μια παρόμοια οπτική. «Αφού ήρθαν στο φως τα γεγονότα», είπε, «πολλοί γονείς τιμώρησαν τα παιδιά τους, τα ξυλοκόπησαν, γιατί πίστευαν ότι ήταν λάθος των παιδιών. Και άλλες οικογένειες δεν ασχολήθηκαν ποτέ καθόλου με αυτό. Σαν να μην συνέβη ποτέ. Κάποιοι, φυσικά, προσπάθησαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό που πραγματικά μου έκανε εντύπωση ήταν ότι όταν η αστυνομία έφερε τον προπονητή στο δικαστήριο, δεν υπήρχε κανείς έξω. Κανείς δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί, ακόμη και να ξεσπάσει. Αν ήταν κάποιος άλλος, θα είχε κόσμο έξω, θα φώναζε, θα είχε γίνει κόλαση. Αυτό είναι ενδεικτικό, γιατί αυτά τα παιδιά ανήκαν στην τοπική κοινωνική ελίτ. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να συγκαλύψουν αυτό που συνέβη».
Αν και ο Νικολαΐδης και η ομάδα του κατάφεραν να παρατείνουν το πρόγραμμα του Ρεθύμνου για συνολικά 22 μήνες, εξοικονομώντας κονδύλια που υποτίθεται ότι θα διαρκούσαν για 12, το φθινόπωρο του 2014 οι πόροι εξαντλήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε από την πολιτική ηγεσία», μας είπε ο Νικολαΐδης, «ότι η απόφασή τους ήταν να κλείσουν οριστικά τη μονάδα, κάτι που ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που είχα σε αυτόν τον τομέα. Υπήρχαν πολλά παιδιά και οικογένειες ήδη σε συστηματική θεραπεία και που ουσιαστικά δεν είχαν άλλες επιλογές, πουθενά αλλού να πάνε. Ήμασταν υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε τον κόσμο ότι θα κλείναμε και έκλαιγαν κυριολεκτικά».
Ωστόσο, το Σχέδιο Δράσης του Υπουργείου Υγείας για τα δικαιώματα του παιδιού, το οποίο δημοσιεύτηκε διαδικτυακά για δημόσια συζήτηση κατά την προεκλογική περίοδο, τον Νοέμβριο του 2014, περιελάμβανε παράταση του προγράμματος Ρεθύμνου, χρηματοδοτούμενο από το ΕΣΠΑ 2014-2020. Όμως, οι εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 έφεραν αλλαγή κυβέρνησης και οποιαδήποτε σχέδια για παράταση του προγράμματος εξέπνευσαν σιωπηρά.
Έξω από τον ουρανό
Στο λόφο που δεσπόζει στο λιμάνι του Ρεθύμνου στέκεται ένα λιτό, τσιμεντένιο κτίριο, το οποίο την ώρα της επίσκεψής μας στέγαζε προσωρινά το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Ρεθύμνου. Μας υποδέχθηκε ο σκηνοθέτης, ψυχίατρος, ψυχοδραματιστής και ηθοποιός, Αντώνης Λιοδάκης.
Η άποψή του ήταν ότι το πρόγραμμα του Ρεθύμνου ήταν «εμβόλιμο» και «είχε πέσει από τον ουρανό». «Με την έννοια», εξήγησε, «ότι αυτοί οι επαγγελματίες από την Αθήνα έρχονταν εδώ για να δουν παιδιά, γονείς, άλλες περιπτώσεις, το όλο πράγμα λειτουργούσε σαν ιατροπαιδαγωγικό κέντρο».
Η Χαρά Βηλαρά, από την άλλη, επισημαίνει ότι τα παιδιά δέχονταν τεράστια πίεση, «γιατί άλλα παιδιά τα ήξεραν και τα κορόιδευαν». «Έτσι, πήγαν σε ιδιώτες ψυχιάτρους στα Χανιά και στο Ηράκλειο, γιατί φοβήθηκαν το στίγμα».
Η εμπειρία του Γιώργου Νικολαΐδη φάνηκε να απηχεί την παρατήρηση της Βηλαρά: «Μία από τις επικρίσεις που δεχθήκαμε», είπε, «ήταν ότι το προσωπικό που απασχολήθηκε στην παρέμβασή μας δεν προερχόταν από την τοπική κοινωνία, δεν προερχόταν από το Ρέθυμνο. Αλλά πιστεύω ότι ήταν μια πολύ έξυπνη επιλογή, αν κάποιος που συμμετείχε στα γεγονότα τότε θυμάται τη διάθεση της τοπικής κοινωνίας εκείνη την εποχή. Σε κάθε νέο περιστατικό, το προσωπικό μας, οι ψυχολόγοι, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι παιδοψυχολόγοι που συνεργάζονταν μαζί μας, ρωτούνταν από όσους έβλεπαν αν είναι Ρεθεμνιώτες. Τη στιγμή που άκουγαν, «Όχι, είμαι από αλλού», υπήρχε ένα τεράστιο κύμα ανακούφισης και μετά μοιράζονταν τα βάσανά τους, κάτι που πιθανότατα δεν θα είχαν κάνει αν το προσωπικό ήταν ντόπιο. Έτσι, ας πούμε απλώς ότι υπήρχε κάποια δυσαρέσκεια που δεν υποστηρίξαμε την τοπική απασχόληση. Αλλά επιλέξαμε να κάνουμε την επικοινωνία για τους δικαιούχους ευκολότερη και πιο αποτελεσματική».
Ο Αντώνης Λιοδάκης, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη του: «Είχαμε ήδη εντοπίσει τα βασικά ζητήματα από το 2008», μας είπε. «Ζητάμε τη δημιουργία ενός ιατροπαιδαγωγικού κέντρου με κάθε ευκαιρία».
Ο Νικολαΐδης δεν κρύβει την έκπληξή του για τη διακοπή του προγράμματος. «Μέχρι την τελευταία στιγμή», είπε, «άνθρωποι κοντά στην πολιτική ηγεσία της εποχής, οι πολιτικοί παράγοντες στο Ρέθυμνο, μας καθησύχαζαν ότι θα δοθεί παράταση, καθώς προφανώς δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μπορώ να ξέρω τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εν μια νυκτί για να αλλάξει αυτή η απόφαση». Και πρόσθεσε: «Το μόνο που ξέρω είναι ότι οι όποιες προσπάθειες έγιναν αμέσως μετά να κατατεθούν ερωτήσεις στη Βουλή από τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, τελικά απέτυχαν. Παρεμπιπτόντως, συντονιστής υγείας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση ήταν ο Ανδρέας Ξανθός, ο οποίος στη συνέχεια έγινε υπουργός Υγείας στην επόμενη κυβέρνηση και ο οποίος είναι και τοπικός βουλευτής Ρεθύμνου».
Μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, η νέα κυβέρνηση χρειάστηκε δύο χρόνια για να καταστρώσει το δικό της «Σχέδιο Δράσης» για την προστασία των παιδιών. Το πρόγραμμα του Ρεθύμνου δεν ήταν μέρος του και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ο Αντώνης Λιοδάκης ξεκίνησε να εργάζεται σε συμβουλευτικές ομάδες στο υπουργείο Υγείας και συνόδευσε τον Ανδρέα Ξανθό στις επίσημες εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη δημόσια υγεία. Το 2017, ο Ξανθός ενέκρινε τα σχέδια του Λιοδάκη για το ιατροπαιδαγωγικό κέντρο, με διευθυντή τον ίδιο.
Ο Σειραγάκης καταδικάστηκε για 36 κατηγορίες σε 401 χρόνια κάθειρξη. Η ποινή του επικυρώθηκε από το Εφετείο, το οποίο εξέτασε την έφεσή του το 2016.
Στα τέλη Απριλίου 2020, αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, μετά από οκτώ χρόνια και πέντε μήνες κάθειρξης. Οι όροι της αποφυλάκισής του όριζαν ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να επισκεφθεί το Ρέθυμνο. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη ξανά για παράβαση των όρων της αποφυλάκισής του. Επέστρεψε στη φυλακή.
Στα τέλη Απριλίου 2023, ο Σειραγάκης αποφυλακίστηκε ξανά υπό όρους. Μετά την καταγραυγή που σημειώθηκε, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωσή της υποστήριξε ότι η αποφυλάκιση ήταν σύμφωνη με τη νομοθεσία. Εντούτοις, η αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την αναίρεση του βουλεύματος αποφυλάκισής του.
[post_title] => Η σέκτα του μπάσκετ [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => sekta-basket [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-06-02 19:41:55 [post_modified_gmt] => 2023-06-02 16:41:55 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=6630 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )Στο ισόγειο του Παιδιατρικού Νοσοκομείου Αθηνών «Αγία Σοφία», μια νεαρή εθελόντρια από κάποια ΜΚΟ πηγαίνει ένα αγόρι για μια βόλτα. Το αγόρι μοιάζειι γύρω στα πέντε και φαίνεται να έχει μια ήπια αναπηρία. Προσπαθεί να τον διασκεδάσει βάζοντάς τον να παίξει με ένα δημόσιο τηλέφωνο. Φαίνεται να λειτουργεί. Το αγόρι χαμογελάει καθώς ακούει τον ήχο στη γραμμή.
Είναι ένα από τα περίπου τριάντα παιδιά που αυτή τη στιγμή βρίσκονται εγκλωβισμένα στο νοσοκομείο, αναγκασμένα να ζουν τη ζωή ενός ασθενούς, χωρίς στην πραγματικότητα να χρειάζονται νοσηλεία. Κάποια έχουν εγκαταλειφθεί από τους γονείς τους. Άλλα βρίσκονται εκεί επειδή κάποιος εισαγγελέας διέταξε την απομάκρυνσή τους από τις οικογένειές τους, μετά από καταγγελίες για παραμέληση ή κακοποίηση.
Εβδομάδες, μήνες, χρόνια
Οι εισαγγελείς στην Ελλάδα χρησιμοποιούν τα νοσοκομεία για τη φιλοξενία τέτοιων παιδιών εδώ και πολλές δεκαετίες —τουλάχιστον 25 χρόνια, σύμφωνα με τη Σοφία Κωνσταντέλια, επικεφαλής του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής.
Όσοι γνωρίζουν το σύστημα, έχουν και όνομα γι’ αυτά τα παιδιά. Τα λένε «εισαγγελικά». Τα εισαγγελικά παιδιά.
Αν και το προσωπικό του νοσοκομείου φροντίζει τα παιδιά και εθελοντές από ΜΚΟ αναλαμβάνουν να προσφέρουν συναισθηματική υποστήριξη, υπάρχει ευρεία συμφωνία μεταξύ των ειδικών ότι ένα γενικό νοσοκομείο δεν είναι εξοπλισμένο για να χειριστεί τέτοιες περιπτώσεις, ειδικά για παρατεταμένες περιόδους.
«Αντιμετώπισα και η ίδια αυτό το ζήτημα», είπε η Ξένη Δημητρίου, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρώην εισαγγελέας ανηλίκων, όταν τη ρωτήσαμε πόσο διαδεδομένη είναι αυτή η πρακτική. «Όταν ήμουν εισαγγελέας ανηλίκων και δεν είχα πού να τοποθετήσω το παιδί, η μόνη μας λύση ήταν το νοσοκομείο, όπου σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να πάει το παιδί για να εξεταστεί. Τα παιδιά, ωστόσο, παρέμειναν εκεί για μεγάλα διαστήματα και αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό».
Στο παρελθόν, περισσότερα από 200 παιδιά — των οποίων οι ηλικίες κυμαίνονται από τη νηπιακή ως την εφηβεία — βρίσκονταν σε παρατεταμένο νοσοκομειακό περιορισμό ανά έτος. Η προϊσταμένη των Κοινωνικών Υπηρεσιών του νοσοκομείου Αγία Σοφία, Ξένια Αποστολά, μας είπε ότι ο αριθμός εκτινάχθηκε τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης. Τον Μάρτιο του 2019, σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων, πάνω από εβδομήντα παιδιά φιλοξενούνταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και της γύρω περιοχής.
Μερικά από αυτά τα παιδιά περνούν από μερικές εβδομάδες έως πάνω από έξι μήνες στο νοσοκομείο, προτού οι αρχές μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια θέση σε ίδρυμα. Για τα ανάπηρα παιδιά, η περίοδος αναμονής μπορεί να είναι χρόνια. Σε μια περίπτωση που μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε, ένα νεογέννητο ανάπηρο παιδί παρέμεινε στο Αγία Σοφία μέχρι τα τρία του χρόνια, χωρίς να βγει ποτέ από το κτίριο. Σε μια άλλη, ένα ανάπηρο παιδί έζησε στο νοσοκομείο για περισσότερα από επτά χρόνια, πριν μεταφερθεί σε εξειδικευμένο ίδρυμα.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος της Επιτροπής Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία παρακολουθεί τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών από τη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική κακοποίηση, πιστεύει ότι ο περιορισμός των παιδιών που απομακρύνονται από τις οικογένειές τους από εισαγγελείς σε νοσοκομεία είναι «ενδεικτική έλλειψη άλλων, καταλληλότερων συστημάτων προστασίας των παιδιών, όπως η επείγουσα αναδοχή».
Τους τελευταίους μήνες, οι διαμαρτυρίες των εργαζομένων στα νοσοκομεία γίνονται ολοένα πιο έντονες. Αν και η Ξένια Αποστολά σπεύδει να πει ότι «δεν φταίνε τα παιδιά», οι ενώσεις εργαζομένων έχουν παραπονεθεί ότι ορισμένοι από τους εφήβους παρενοχλούν, ακόμη και επιτίθενται στο προσωπικό.
Πρόνοια και ιδρυματοποίηση
Απαντώντας στις διαμαρτυρίες, οι υπηρεσίες παιδικής προστασία πρόσφεραν κάποιες μερικές λύσεις, όπως το Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Αττικής να φιλοξενήσει επτά παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών στις εγκαταστάσεις του. Το Υπουργείο Υγείας δεσμεύτηκε να δημιουργήσει νέες «δομές», όπου θα μεταφερθούν «όλα τα παιδιά του νοσοκομείου» μέχρι τα τέλη Ιουνίου και τα οποία μας είπαν ότι θα ξεκινήσουν να λειτουργούν τον Ιούλιο 2019.
Οι περισσότεροι ειδικοί, ωστόσο, δεν συμφωνούν ότι οι νέες δομές για τα παιδιά είναι μια λύση που πρέπει να επιδιώξει η κυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι μια από τις τελευταίες χώρες στην Ευρώπη όπου οι υπηρεσίες παιδικής προστασίας στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ιδρύματα ή παιδικές δομές που ανήκουν στο κράτος, στην εκκλησία ή σε διάφορες ΜΚΟ.
Ο Νικολαΐδης, ο οποίος διευθύνει επίσης το Τμήμα Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, διερωτάται γιατί ορισμένοι υπάλληλοι επιμένουν σε αυτή την περίπτωση να κατευθύνουν την προστασία των παιδιών προς μια αναποτελεσματική και επιβλαβή κατεύθυνση. «Η απάντηση», μας είπε, «μάλλον έγκειται στην προτεραιότητα των συμφερόντων άλλων ομάδων, αντί των παιδιών. Τα νοσοκομεία πρέπει να ελευθερώσουν τα κρεβάτια τους, κάποιοι θέλουν να εξασφαλίσουν συμβόλαια για τις νέες δομές, οι αρχές νιώθουν πιο άνετα με τα παιδιά σε ένα μέρος».
«Υπάρχουν ήδη πάρα πολλά ιδρύματα», συμφωνεί η Σοφία Κωνσταντέλια. Πιστεύει επίσης ότι αντί για παιδικές δομές, η λύση βρίσκεται στην ανάδοχη φροντίδα.
Στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο ή αρχή για την προστασία των παιδιών, ούτε καν ένας συνεκτικός τρόπος παρακολούθησης των παιδιών στο σύστημα. Υπάρχουν εκατοντάδες υπηρεσίες σε ολόκληρη τη χώρα, με κατακερματισμένες εντολές και αρμοδιότητες, και ελάχιστη έως καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους. Τα άτυπα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ ειδικών συχνά παρεμβαίνουν για να αντισταθμίσουν τις χειρότερες συνέπειες, αλλά οι περικοπές σε προϋπολογισμούς και προσωπικό κατά τη διάρκεια της κρίσης δεν βοήθησαν καθόλου.
Αν και τα σχέδια για την αναμόρφωση των υπηρεσιών παιδικής προστασίας από διαδοχικές κυβερνήσεις στο παρελθόν κατέληξαν σε αποτυχία, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ έχει λάβει κάποια μέτρα που οι ειδικοί πιστεύουν ότι είναι θετικά. Ένα μητρώο όπου ιδρύματα — δημόσια ή ιδιωτικά — πρέπει να καταγράφουν όλα τα παιδιά που βρίσκονται υπό τη φροντίδα τους βρίσκεται σε κατεύθυνση υλοποίησης. «Έχουμε ήδη αρχίσει να ανεβάζουμε τα αρχεία των παιδιών μας στο μητρώο», μας είπε η Κωνσταντέλια.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα ήταν ο νέος νόμος για τις αναδοχές, οι οποίες πλέον θα πραγματοποιούνται μέσω του νέου μητρώου. Σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώς Φωτίου, πάνω από 130 αιτήσεις έχουν υποβληθεί μέσω του νέου συστήματος από υποψήφιους ανάδοχους γονείς και άλλες 600 για μακροχρόνια υιοθεσία.
Ωστόσο, η πρόοδος είναι αργή. Αν και όλα τα ιδρύματα υποχρεούνται να χρησιμοποιούν το νέο μητρώο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα το κάνουν γρήγορα. Και πιο εξειδικευμένες μορφές αναδοχής — όπως η επείγουσα και η επαγγελματική αναδοχή — απαιτούν περίπλοκα πρωτόκολλα ελέγχου που είναι ακόμη ανολοκλήρωτα, καθώς και κεφάλαια που δεν έχουν ακόμη διατεθεί.
«Νομίζω ότι η αναδοχή είναι η ιδανική λύση», λέει η Δημητρίου. «Οι ανάδοχοι γονείς έχουν συχνά τα ελαττώματά τους όπως όλοι οι άλλοι, αλλά δεν παύουν να είναι οικογένεια, είναι εξειδικευμένη φροντίδα για ένα παιδί». Φοβάται ωστόσο ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι «αρκετά ανοιχτή» για να αγκαλιάσει την ανάδοχη φροντίδα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει στην πράξη.
Στην είσοδο του νοσοκομείου Αγία Σοφία, ένας ηλικιωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο μαζί με μια νεαρή γυναίκα, οι οποίοι μοιάζει πως επισκέπτονταν κάποιον ασθενή, παίρνουν αέρα. Ένας εθελοντής περνάει δίπλα τους, συνοδεύοντας ένα αγόρι, περίπου δεκαπέντε χρόνων, προς ένα αυτοκίνητο, σπρώχνοντας ένα καρότσι με τα υπάρχοντά του. Το αυτοκίνητο ανήκει σε μια ΜΚΟ που διαχειρίζεται παιδικές δομές.
Το αγόρι φαίνεται ανήσυχο και εκείνη προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Για μια στιγμή, τα μάτια του παιδιού συναντούν αυτά του άνδρα στο αναπηρικό καροτσάκι, με το είδος της ενσυναίσθησης που αναπτύσσουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιστάσεις.
«Να προσέχεις, αγόρι μου», λέει ο άντρας. "Καλή τύχη."
Τον Δεκέμβριο του 2021, η υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δόμνα Μιχαηλίδου, μάς δήλωσε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί. Το Μητρώο καταγραφής των παιδιών που διαμένουν σε ιδρύματα είχε ολοκληρωθεί και το μητρώο αναδοχής λειτουργούσε ικανοποιητικά. Σύμφωνα με την υπουργό, τα παιδιά που διέμεναν για μακρά διαστήματα σε νοσοκομεία ήταν περίπου πενήντα.
Παρά τη μείωση, η πρακτική των εισαγγελέων να στέλνουν παιδιά στα παιδιατρικά νοσοκομεία, όπου αυτά παραμένουν για μακρά διαστήματα, παραμένει. Τον Νοέμβριο του 2022 ήρθε στη δημοσιότητα η υπόθεση ενός δεκατετράχρονου παιδιού, το οποίο βίασε δύο άλλα παιδιά, ένα επτάχρονο κι ένα δεκατριάχρονο, μέσα στο παιδιατρικό νοσοκομείο «Αγλαΐα Κυριακού». Και τα τρία παιδιά είναι «εισαγγελικά».
[post_title] => Τα εισαγγελικά παιδιά [post_excerpt] => [post_status] => publish [comment_status] => closed [ping_status] => closed [post_password] => [post_name] => eisaggelika-paidia [to_ping] => [pinged] => [post_modified] => 2023-05-23 09:42:33 [post_modified_gmt] => 2023-05-23 06:42:33 [post_content_filtered] => [post_parent] => 0 [guid] => https://mani.hannesvieider.com/gr/?post_type=children_and_state&p=5674 [menu_order] => 0 [post_type] => children_and_state [post_mime_type] => [comment_count] => 0 [filter] => raw ) )