Newsletter Κοινότητα EN | ΕΛ

Συντάκτης: The Manifold Files

    Μια οφειλόμενη απάντηση για το κορίτσι που μίλησε και το δικαστήριο που το αγνόησε

    Η δικηγόρος του πατέρα στον οποίο το δικαστήριο έδωσε επικοινωνία και διανυκτέρευση με το παιδί του που τον έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση, κάνει λόγο για «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”», προάγοντας τον μύθο του κινήματος «ανδρικών δικαιωμάτων» ότι οι μητέρες βάζουν τα παιδιά τους να κατηγορούν ψευδώς τους πρώην συζύγους τους για να τους «αποξενώσουν» από αυτά.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

    Εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», Star Channel

    Εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», Star Channel

    Star Channel

    Προ ημερών, δημοσιεύσαμε ένα άρθρο μου για μια δικαστική απόφαση που έδωσε επικοινωνία και διανυκτέρευση σε πατέρα, τον οποίο η κόρη έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση. Με πολύ συνοπτικό τρόπο, έγραψα πως μολονότι το κορίτσι μίλησε για την κακοποίησή του στην παιδίατρό του, στη δασκάλα του, στη νονά του, στη μητέρα του και στην κολλητή του, και παρά το γεγονός ότι η ποινική διαδικασία είναι ανοιχτή, το δικαστήριο το έστειλε να κοιμηθεί με αυτόν που κατηγορεί ότι την βίαζε.

    Την επόμενη μέρα, η δικηγόρος κ. Φιλοθέη Βαρσάμη (η οποία μαζί με την κ. Σταυρούλα Παπαδέα εκπροσωπεί τον καταγγελλόμενο για σεξουαλική κακοποίηση πατέρα στο αστικό σκέλος της υπόθεσής του και συνεργάζεται με τον κ. Αλέξη Στεφανάκη ο οποίος χειρίζεται το ποινικό σκέλος) δημοσίευσε μια ανάρτηση στο facebook. Στην ανάρτησή της, ισχυρίζεται ότι αποκαθιστά την αλήθεια γύρω από την δικαστική απόφαση, αναγκαζόμενη να το πράξει από την «παραπληροφόρηση» την οποία διασπείρει η δικηγόρος της μητέρας του κοριτσιού, κ. Αντωνία Λεγάκη, με δημόσιες τοποθετήσεις της. 

    Αν και η κ. Βαρσάμη αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε όσα έχει υποστηρίξει η κ. Λεγάκη, σε σχόλιό της στην ανάρτησή της φωτογραφίζει και εμένα, λέγοντας μάλιστα ότι στενοχωρήθηκε για όσα έγραψα και διερωτώμενη πώς είναι δυνατόν να τα γράφω από τη στιγμή που ήμουν στο δικαστήριο και είδα όσα έγιναν. Το γεγονός ότι αναφέρεται σε μένα, βέβαια, δεν θα ήταν από μόνο του επαρκής λόγος για να σχολιάσω τα γραφόμενά της, καθώς αυτό που με ενδιαφέρει σε αυτή την υπόθεση — όπως και σε πληθώρα άλλων, πολύ παρόμοιων, που παρακολουθώ — είναι η συνεχιζόμενη έρευνα της δημοσιογραφικής ομάδας μας για τους τρόπους με τους οποίους οι αρχές αποτυγχάνουν να προστατέψουν τα παιδιά που μιλούν για τη σεξουαλική κακοποίησή τους. Μια δικηγόρος η οποία προσπαθεί να παρουσιάσει στα κοινωνικά δίκτυα την υπόθεση του πελάτη της με θετικό τρόπο, τονίζοντας εκείνα τα σημεία που θεωρεί πως τον συμφέρουν, δεν είναι δα και τίποτε αναπάντεχο, ενώ η μικρή υποκρισία του να το κάνει κατηγορώντας την ίδια στιγμή την αντίπαλό της ότι «τηλεδικεί» εύκολα συγχωρείται.

    Αυτό που δεν συγχωρείται τόσο εύκολα είναι το εξής: αυτά που γράφει η κ. Βαρσάμη, δεν είναι απλώς η υπερασπιστική γραμμή ενός συγκεκριμένου καταγγελλόμενου για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού του· είναι ένα ολόκληρο μοτίβο που αποτελεί το κυριότερο όπλο του αντιδραστικού κινήματος «ανδρικών δικαιωμάτων», γνωστού και ως λόμπι υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, και προάγει τον μύθο ότι οι μητέρες κατασκευάζουν κατηγορίες κακοποίησης για να αποξενώσουν τα παιδιά από τους πατεράδες τους. Αυτή είναι η ουσία της ανάρτησης, όσο κι αν είναι γραμμένη με ομολογουμένως μειλίχιο ύφος και καρυκευμένη με διάφορα disclaimers που ναρκώνουν τα αντανακλαστικά των αναγνωστριών και των αναγνωστών.

    Αν προσπεράσουμε, για την ώρα, τα καρυκεύματα, τι λέει η ανάρτηση, αλλά και τα πρόσθετα σχόλια, της κ. Βαρσάμη;

    Πρώτον, ότι οι καταγγελίες του παιδιού δεν έχουν σημασία. Τις αποκαλεί «φερόμενες», υποβαθμίζει ότι το κορίτσι μίλησε στην παιδίατρό του, στη δασκάλα του, στη νονά του και στην κολλητή του και υποστηρίζει ότι η κατηγορία βασίζεται «κυριαρχικά» στη γνωμάτευση της ψυχολόγου, η οποία είδε το παιδί.

    Δεύτερον, ότι επειδή υπάρχουν αναφορές εναντίον της ψυχολόγου από άλλους πατεράδες, οι οποίοι κατηγορούνται από τα παιδιά τους ότι τα έχουν κακοποιήσει, οι γνωματεύσεις της τόσο γι’ αυτούς όσο και για τον δικό της πελάτη «αποδεικνύεται» ότι είναι ψευδείς.

    Τρίτον, ότι είναι απίθανο μία ψυχολόγος να έχει εντοπίσει δεκαέξι ή τριάντα πατεράδες που κακοποιούσαν τα παιδιά τους μέσα σε τέσσερα χρόνια, και ότι ο υπερβολικός αυτός αριθμός, μαζί με τις αναφορές, δείχνει μια «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”».

    Τέταρτον, ότι οι «αιχμές» που αφήνονται για την οικονομική ευρωστία του πελάτη της (ο οποίος είναι απλώς ένας «υψηλά αμειβόμενος ιδιωτικός υπάλληλος») δεν έχουν σχέση με το αποτέλεσμα της δίκης.

    Πέμπτον, ότι δεν υπάρχει περίπτωση μια πρόεδρος δικαστηρίου να έχει στοιχεία ότι ένας πατέρας βίαζε το παιδί του και να του δώσει διανυκτέρευση.

    Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτούς τους ισχυρισμούς.

    Πρώτον, σύμφωνα με τη συντριπτική πλειονότητα των έγκυρων ειδικών — και το γνωρίζουμε καλά διότι ερευνούμε το θέμα την τελευταία πενταετία — στις υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, οι καταγγελίες του παιδιού αποτελούν το πρώτο και κύριο πειστήριο. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να γίνονται ψευδείς καταγγελίες και ακόμη πιο σπάνιο να γίνονται εναντίον προσώπου που το παιδί αγαπάει και εμπιστεύεται, όπως είναι ένας γονέας. Επίσης, είναι τρομερά δύσκολο να υποστηρίξει ένα μικρής ηλικίας παιδί ότι του συνέβησαν πράγματα που δεν ανήκουν, λόγω ηλικίας, στην πραγματικότητά του, όπως είναι οι παραβιαστικές σεξουαλικές πράξεις, αν αυτές δεν του έχουν πράγματι συμβεί.

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι καταγγελίες του παιδιού είναι λεπτομερέστατες. Το να τις αποκαλεί η κ. Βαρσάμη «φερόμενες», πέρα από νομικίστικη φιοριτούρα, δεν δείχνει παρά την προσπάθεια υποβάθμισης του γεγονότος ότι εδώ υπάρχει ένα παιδί που μιλάει. Λογικό ως υπερασπιστική γραμμή. Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει κι άλλη, ο μόνος τρόπος να μην είναι κακοποιητής ο πατέρας είναι να λέει ψέματα το παιδί. Αφού, όμως, η κ. Βαρσάμη αποφάσισε να παίξει αυτό το παιχνίδι και εκτός δικαστικής αίθουσας, ας μην νομίζει τουλάχιστον ότι είμαστε όλες και όλοι το ίδιο ανίδεες/οι για ό,τι λέει η διεθνής επιστημονική κοινότητα για τις καταγγελίες των παιδιών με αυτές και αυτούς που την χειροκροτούν κάτω από την ανάρτησή της.

    Δεύτερον, δεν έχω κανέναν λόγο να μπω στην ουσία του αν η συγκεκριμένη ιατροδικαστική ψυχολόγος είναι καλή ή κακή στη δουλειά της. Η κ. Βαρσάμη από την πλευρά της μπορεί να λέει ότι δεν έχουν γίνει αυτά που γράφει η γνωμάτευση, η δουλειά της είναι, όπως είπαμε, αν και το να κάνει λόγο για «ολίγον βιασμό», όπως έκανε στο δικαστήριο, θέτει μάλλον ένα ζήτημα ορίων. Σε κάθε περίπτωση, έχω ορισμένες παρατηρήσεις για όποια και όποιον ενδιαφέρεται να σκεφτεί τι προσπαθεί εδώ να πετύχει η κ. Βαρσάμη.

    Οι αναφορές των 16 πατεράδων στον Άρειο Πάγο εναντίον της συγκεκριμένης παιδοψυχολόγου βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Συνεπώς, όλες και όλοι μας, συμπεριλαμβανομένης της κ. Βαρσάμη, θα πρέπει να περιμένουμε. Στο μεταξύ, το γεγονός από μόνο του ότι έχουν κάνει αναφορές δεν σημαίνει επουδενί ότι οι γνωματεύσεις της ψυχολόγου είναι «αποδεδειγμένης αναξιοπιστίας», όπως διατείνεται ωσάν να είναι πασιφανές η κ. Βαρσάμη.

    Ούτε βεβαίως σημαίνει ότι αυτοί οι καταγγελλόμενοι ως κακοποιητές «τράκαραν στα καλά καθούμενα [sic] με μια τέτοια γνωμάτευση», όπως γράφει. Είναι γραμμένο με περικοκλάδες, οπότε δεν ξέρω αν το συνειδητοποιεί κανείς διαβάζοντάς το γρήγορα, αλλά εδώ η κ. Βαρσάμη λέει ότι οι καταγγελλόμενοι είναι αθώοι. Τι άλλο θέλει να πει, δηλαδή, το «τρακάρω στα καλά καθούμενα»;

    Τρίτον, σύμφωνα με έρευνες του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, το 3% των παιδιών έχουν τουλάχιστον μία εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, η σεξουαλική κακοποίηση οποιασδήποτε μορφής αφορά ακόμη περισσότερα παιδιά. Όχι ένα στα 30 αλλά ένα στα πέντε. Ταυτόχρονα, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών κακοποιούνται όχι από κάποιον άγνωστο αλλά από κάποιον οικείο τους.

    Έτσι για να έχουμε μια τάξη μεγέθους στο μυαλό μας, η απογραφή του 2011 καταμέτρησε τα άτομα κάτω των 14 ετών στην Ελλάδα στα 1.667.000 περίπου. Αν εφαρμόσουμε το 1 στα 5 του Συμβουλίου της Ευρώπης, αυτό σημαίνει ότι 333.400 παιδιά υφίστανται κάποιου είδους σεξουαλική κακοποίηση. Αν εφαρμόσουμε το 1 στα 30 που αφορά τον βιασμό ή την απόπειρα βιασμού, έχουμε 55.566 παιδιά. 

    Πόσο απίθανο φαίνεται τώρα, λοιπόν, από τριακόσιες τριάντα χιλιάδες πιθανές περιπτώσεις, ή έστω από πενήντα πέντε χιλιάδες πεντακόσιες, μία ιατροδικαστική ψυχολόγος με ειδίκευση στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση να χειρίζεται 16 υποθέσεις που αφορούν πατεράδες;

    Η χρήση της ορολογίας «βιομηχανία κατασκευής κακοποιητών», πάντως, μοιάζει βγαλμένη από τη διαφημιστική εκστρατεία των συγκεκριμένων καταγγελλόμενων πατεράδων. Και γράφω «διαφημιστική εκστρατεία» επειδή μήνες τώρα οι συγκεκριμένοι έχουν κατακλύσει κανάλια και ιστοσελίδες (Star, Mega, Πρώτο Θέμα και πάει λέγοντας) υποστηρίζοντας την υπόθεσή τους κάτω από τίτλους όπως «Φάμπρικα ψευδών καταγγελιών». Φυσικά, κανένας δημοσιογράφος που τους μιλάει δεν έχει ιδέα για το θέμα της προστασίας των παιδιών για να κάνει έστω μια ερώτηση της προκοπής. Απλώς, αφήνονται ανεξέλεγκτοι να διατυμπανίζουν ότι υπάρχει σκευωρία εναντίον τους από τις πρώην συζύγους τους και την ψυχολόγο.

    Δεν μπορώ να ξέρω από πού αντλεί την πληροφόρησή της η κ. Βαρσάμη ότι «συνάδελφοι» της ψυχολόγου «επικρίνουν σφόδρα» τη μεθοδολογία της ή ότι οι καταγγελλόμενοι που προσφεύγουν εναντίον της ψυχολόγου έχουν «ανέλθει στους 30». Η πιο παλιά πηγή που βρίσκω, πάντως, είναι η κ. Χριστίνα Αντωνοπούλου, ψυχολόγος και αυτή, η οποία μοιράστηκε τις ανησυχίες της σε εκπομπές, όπως λόγου χάρη την «Αλήθειες με τη Ζήνα», οι η οποίες έδωσαν απεριόριστο βήμα στους καταγγελλόμενους πατεράδες. Η κ. Αντωνοπούλου είναι και η πηγή, σε άλλη εκπομπή, της ιστορίας με το δέντρο που γίνεται φαλλός, την οποία ισχυρίζεται ότι περιέλαβε η ψυχολόγος σε γνωμάτευσή της και την οποία αναφέρει η κ. Βαρσάμη σε σχόλιό της. 

    Η κ. Αντωνοπούλου κρατώντας φάκελο όπου λέει ότι περιέχονται οι γνωματεύσεις της ψυχολόγου για τους πατεράδες που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους για σεξουαλική κακοποίηση.

    Η κ. Αντωνοπούλου κρατώντας φάκελο όπου λέει ότι περιέχονται οι γνωματεύσεις της ψυχολόγου για τους πατεράδες που έχουν καταγγελθεί από τα παιδιά τους για σεξουαλική κακοποίηση.

    Εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», Star Channel

    Για την ιστορία, ωστόσο, αυτό που η κ. Βαρσάμη δεν λέει είναι ότι οι υποθέσεις των 16 αυτών ανδρών βρίσκονται σε διάφορες φάσεις της ποινικής διαδικασίας, κάποιες στην κύρια ανάκριση, με κάποιους από αυτούς να είναι ήδη κατηγορούμενοι. Όσον αφορά τις μηνύσεις τους κατά της ψυχολόγου, πρόκειται για προφανές βήμα που θα έκανε καθένας που κατηγορείται. Και η ψυχολόγος, προφανώς, έχει αντιμηνύσει για ψευδή καταμήνυση και μηνύσει για συκοφαντική δυσφήμιση. Όλα τούτα, όμως, σε αυτή τη φάση, όπως γνωρίζει, αν και δεν λέει, η κ. Βαρσάμη, είναι απλώς πόλεμος εντυπώσεων από πλευράς της, διότι δεν πρόκειται να εξεταστούν αν δεν προχωρήσουν πρώτα οι κύριες υποθέσεις. Στις κύριες υποθέσεις οι 16 ή οι 30 ή οι όσοι πατεράδες που κατηγορούν την παιδοψυχολόγο, είναι οι ίδιοι καταγγελόμενοι για την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τους. Και σε αυτές τις υποθέσεις, όπως και στην υπόθεση του πελάτη της κ. Βαρσάμη, υπάρχουν και άλλα στοιχεία πλην της τεχνικής έκθεσης της παιδοψυχολόγου. Αλλά σταματώ εδώ ως προς αυτό, για την ώρα, καθώς θα επανέλθουμε άμεσα με εκτενή ρεπορτάζ. 

    Τέταρτον, η κ. Βαρσάμη γνωρίζει ότι πέραν των άλλων περιορισμών που ισχύουν για τη δημοσιοποίηση της ταυτότητας καταγγελλόμενων προσώπων, στις περιπτώσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης συντρέχει και ο ακόμη σημαντικότερος περιορισμός της προστασίας της ταυτότητας του παιδιού. Συνεπώς, παίζει μπάλα μόνη της, καθώς ξέρει ότι δεν μπορεί να γίνει γνωστή η ταυτότητα του πελάτη της και συνεπώς η θέση του στο επιχειρηματικό στερέωμα και η συνακόλουθη δικτύωσή του στον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο.

    Ας μου επιτρέψει, όμως, να ξέρω τι διαφορά κάνει η οικονομική ισχύς και οι διασυνδέσεις ενός διαδίκου σε μια δικαστική διαμάχη, όσο κι αν η ίδια είναι υποχρεωμένη αφενός να υποστηρίξει τον πελάτη της, αφετέρου να διατρανώνει ανά πάσα στιγμή την εμπιστοσύνη της στο δικαστικό σύστημα.

    Πέμπτον, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας συστηματικά αποτυγχάνουν να προστατέψουν τα παιδιά θύματα. Έχουμε συντάξει ολόκληρο φάκελο και έχουμε γυρίσει ολόκληρο ντοκιμαντέρ για το θέμα, για όποιον θέλει να πληροφορηθεί γι’ αυτό το αίσχος, συνεπώς εδώ περιορίζομαι να πω ότι η κ. Βαρσάμη οφείλει να γνωρίζει ότι οι αστυνομικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές συστηματικά παραβιάζουν τα διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτόκολλα χειρισμού τέτοιων υποθέσεων και επιπλέον καθυστερούν ασυγχώρητα να τις διερευνήσουν, με αποτέλεσμα συχνότατα να δίνεται επικοινωνία σε καταγγελλόμενους πατεράδες όταν δεν έχει ασκηθεί ακόμη δίωξη. Εδώ έχουμε ακόμη και υποθέσεις όπου οι πραγματογνωμοσύνες έχουν διεξαχθεί με το δικαστήριο να έχει ήδη παραδώσει το παιδί στην επιμέλεια του πατέρα, τον οποίο έχει καταγγείλει για την σεξουαλική του κακοποίηση. Κι ύστερα περιμένουμε να μιλήσει το παιδί αυτό στην πραγματογνωμοσύνη… Ξέρουμε λοιπόν πολύ καλά τι συμβαίνει στα δικαστήρια και, ναι, μια χαρά δίνουν επικοινωνία σε πατεράδες που τα παιδιά τους καταγγέλλουν κακοποίηση, καταπατώντας κάθε ορθή πρακτική και κάθε παιδικό δικαίωμα.

    Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η πρόεδρος αρνήθηκε να δει το παιδί, αρνήθηκε να δει τα βίντεο από τις συνεδρίες με την παιδοψυχολόγο και αρνήθηκε να εξετάσει μάρτυρες. Της φάνηκαν, το είπε άλλωστε στη δίκη αναφερόμενη στα βίντεο, περιττά για μια διαδικασία προσωρινής διαταγής. Το ότι αυτή η προσωρινή διαταγή αφορούσε την επικοινωνία φερόμενου ως θύτη με το πιθανό θύμα του δεν ήταν αρκετό για να την εξετάσει πιο προσεκτικά. Το πόση εμπιστοσύνη δημιουργεί αυτό στη δικαιοσύνη ας το κρίνει ο καθένας.

    Κι έρχομαι, εν συντομία, σε δύο από τα πολλά καρυκεύματα της ανάρτησης, διότι αν και η βασική τους λειτουργία είναι να θολώνουν την κυνική ουσία της υπερασπιστικής γραμμής, έχουν τη σημασία τους: 

    Πρώτον, η κ. Βαρσάμη λέει πολλά για την ανάγκη να προστατευτεί το παιδί και ψέγει την αντίπαλό της δικηγόρο ότι εκθέτει το παιδί στη δημοσιότητα. Έχει μια πλάκα να το λέει αυτό όταν εργάζεται για ένα γραφείο που έχει ειδική σελίδα media στην ιστοσελίδα του, με τηλεοπτικές εμφανίσεις των δικηγόρων του. Αλλά ας είμαστε καλόπιστες/οι και ας δεχτούμε ότι δεν το εννοεί γενικώς αλλά μόνο για «ευαίσθητες» υποθέσεις. Τυχαίνει, ωστόσο, να έχουμε παρακολουθήσει και τη δίκη για το κύκλωμα μαστροπείας της Ηλιούπολης, στην οποία δικηγόρος του πρωτόδικα καταδικασμένου αστυνομικού ήταν ο συνέταιρος του γραφείου της, κ. Δημήτρης Γκαβέλας, και θυμόμαστε την τακτική εξέτασης του θύματος στο ακροατήριο. Θυμόμαστε επίσης την τακτική εξέτασης του αδελφού του θύματος, ο οποίος έχει διαγνωστεί με νοητική βλάβη. Παρεμπιπτόντως, η κ. Αντωνοπούλου, η ψυχολόγος που επικρίνει τη συνάδελφό της και στόχο των 16 πατεράδων, ήταν τεχνική σύμβουλος του συγκατηγορουμένου του αστυνομικού, αυτού που πρωτόδικα καταδικάστηκε σε 12 χρόνια.

    Και προτού σπεύσει να με κατηγορήσει κανείς ότι προσπαθώ να αμφισβητήσω την αξιοπιστία της κ. Βαρσάμη βάσει των υποθέσεων του γραφείου της — όπως κάνει ο κ. Στεφανάκης σε σχόλιο στην ανάρτησή της μιλώντας μεταξύ άλλων για «αριστεροχώρια» και τέτοια προοδευτικά — να πω ότι καλώς εκπροσωπούν και κατηγορούμενους για μαστροπεία και όποιον άλλον θέλουν. Ιερό το δικαίωμα στην υπεράσπιση και αυτή είναι η δουλειά τους, όλοι κάπως πρέπει να ζήσουμε, να πληρώσουμε το ρεύμα, σούπερ μάρκετ, Κολλέγιο Αθηνών, οτιδήποτε. Όμως, τρόποι εξέτασης θυμάτων υπάρχουν πολλοί και ο επανατραυματισμός δεν είναι μονόδρομος. Ας ελπίσουμε η προηγούμενη πολιτεία του γραφείου να μην επαναληφθεί όταν η προκείμενη υπόθεση φτάσει στο ποινικό ακροατήριο.

    Δεύτερον, διακρίνεται ένα άγχος στην ανάρτηση της κ. Βαρσάμη να πάρει αποστάσεις από το λόμπι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας. Δύσκολο, βέβαια, δεδομένου ότι κάνει σημαία την «βιομηχανία κατασκευής “κακοποιητών”», πλην όμως απαραίτητο, διότι η ανάρτηση μοιάζει να στοχεύει σε προοδευτικό κοινό. Επίφοβη ισορροπία. 

    Γράφει, επί λέξει: «Το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούμε πως αυτό που συμβαίνει ειναι πολύ άδικο για τον πατέρα, αυτό δε σημαίνει ότι αυτόματα είμαστε δίπλα στους τύπους που πιστεύουν ότι οι μπαμπάδες πληρώνουν ακριβό ενοίκιο για την εννιάμηνη κυοφορία του παιδιού τους από τη μητέρα. Όχι απλά δεν είμαστε δίπλα, είμαστε *μακριά από εμάς* και το λέω γιατί βλέπω να έχουν καπως ανοίξει ορέξεις.»

    Η αναφορά εδώ, για τα άτομα που δεν είναι εξοικειωμένα με τη χαβούζα που είναι το λόμπι της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, είναι στον δημοσιογράφο Νίκο Τσιλιπουνιδάκη, ο οποίος έχει πει την αποκαλυπτική αυτή φράση περί «ενοικίου» σε συνέντευξή του στον Γρηγόρη Αρναούτογλου. Ο κ. Τσιλιπουνιδάκης, για όσες/ους δεν γνωρίζουν, ήταν ένας από τους πιο δραστήριους κήρυκες του λόμπι (λεπτομέρειες στο ρεπορτάζ μας), ωσότου ένα δημοσίευμα τον συνέδεσε με το δολοφονημένο μέλος της “Greek Mafia” Γιώργο Μήτσου, με τον οποίο ήταν κουμπάροι και για χάρη του οποίου ο Τσιλιπουνιδάκης φέρεται να επικοινωνούσε με πηγή του στην ΕΥΠ με σκοπό να πληροφορηθεί αν συγκεκριμένα τηλέφωνα που του υποδείκνυε ο κουμπάρος του ήταν επισυνδεδεμένα. Μετά το δημοσίευμα ο πρώην λαλίστατος παράγοντας του ανδρικού κινήματος εξαφανίστηκε από τα κοινωνικά δίκτυα και απολύθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό στον οποίο εργαζόταν. 

    Τι άλλο έχει κάνει ο κ. Τσιλιπουνιδάκης προτού εξαφανιστεί; Μα, έχει διατυμπανίσει την εκστρατεία των 16 καταγγελλόμενων πατεράδων που έχουν κάνει την αναφορά στον Άρειο Πάγο, φυσικά. Με τον συνήθη κομψό του τρόπο, όπως η φράση «Έρχεται μεγάλη φάπα».

    Δημόσιες αναρτήσεις του κ. Τσιλιπουνιδάκη για την «εκστρατεία» των καταγγελλόμενων πατεράδων.

    Δημόσιες αναρτήσεις του κ. Τσιλιπουνιδάκη για την «εκστρατεία» των καταγγελλόμενων πατεράδων.

    Facebook

    Ας μου επιτρέψει λοιπόν η κ. Βαρσάμη να έχω μια επιφύλαξη για το πόσο «μακριά τους» είναι οι μπαμπάδες που θεωρούν ότι πληρώνουν «ακριβό ενοίκιο». Την καταλαβαίνω, βέβαια, την ανάγκη της να γράψει ότι παίρνει αποστάσεις. Δεν είναι εύκολο να είσαι η «φάπα» του Νίκου Τσιλιπουνιδάκη.

    Ελπίζω να είναι πλέον προφανές ότι αυτό το μακροσκελές σημείωμα στοχεύει πολύ πέρα από την ανάρτηση μιας δικηγόρου που κάνει τη δουλειά της και συγκεκριμένα τον λάκκο με τις οχιές που προσπαθεί να εγκαταστήσει στη δημοσιότητα το μύθευμα για τις μητέρες που «κατασκευάζουν» κακοποιητές για να «αποξενώσουν» τους πρώην συζύγους τους από τα παιδιά τους.

    Τα υπόλοιπα στο ρεπορτάζ.

    Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη Μαρφίν

    «Χρέος τιμής για την Πολιτεία» αποκάλεσε ο πρωθυπουργός την τιμωρία των ενόχων για τον εμπρησμό της τράπεζας Μαρφίν και τον θάνατο τριών ανθρώπων. Ωστόσο, αν αφήσει κανείς στην άκρη όλους τους τρόπους με τους οποίους το έγκλημα στη Μαρφίν εργαλειοποιήθηκε σε δημόσιες πολιτικές διαμάχες, το μόνο που έχει επιτύχει η Πολιτεία τα δεκατρία αυτά χρόνια είναι να συκοφαντήσει και να ταλαιπωρήσει απίστευτα δύο αθώους ανθρώπους και να ταΐσει ανεκδιήγητα ψεύδη την κοινή γνώμη. Μόνο να απελπιζόμαστε μπορούμε όταν σκεφτόμαστε τι θα είχε κάνει αν δεν επρόκειτο για «χρέος τιμής».

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Στιγμιότυπο από το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, 3 Απριλίου 2021

    Στιγμιότυπο από το δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, 3 Απριλίου 2021

    Δεκατρία χρόνια σήμερα από τη μέρα του εμπρησμού της τράπεζας Μαρφίν και ο πρωθυπουργός έγραψε πως «η τιμωρία των ενόχων παραμένει χρέος τιμής για την Πολιτεία». 

    Πριν από τρία χρόνια, μετά την τελετή τοποθέτησης αναμνηστικής πλακέτας στην οδό Σταδίου, είχαν εμφανιστεί σε κάποια μέσα ενημέρωσης πληροφορίες για «νέα στοιχεία», που οδηγούν μάλιστα σε κατηγορίες για «τρομοκρατική οργάνωση». 

    Πριν από δύο χρόνια, το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είχε ανακοινώσει πως «από την Εισαγγελία Αθηνών διετάχθη προκαταρκτική διερεύνηση αδικημάτων για την υπόθεση της Μαρφίν, κατόπιν νέων στοιχείων που προσκομίσθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ.». 

    Έκτοτε, δεν ακούστηκε κάτι. Μέχρι σήμερα που ο πρωθυπουργός θυμήθηκε το «χρέος τιμής» της Πολιτείας.

    Η διατύπωση «χρέος τιμής», ωστόσο, μοιάζει περισσότερο με εμπαιγμό, αν εξετάσει κανείς τους χειρισμούς της αστυνομίας και των αρμοδίων αρχών για την εξιχνίαση της υπόθεσης, οι οποίοι μάλιστα εξακολουθούν να μην είναι ευρέως γνωστοί παρά την ογκωδέστατη αρθρογραφία γύρω από την τραγωδία. Και όσο επιμένει κανείς να εξετάζει ποιες αποφάσεις ελήφθησαν και ποια διαδικασία ακολουθήθηκε από τις αρμόδιες αρχές, ενώ παράλληλα ο εμπρησμός αυτός γινόταν ένα από τα κυριότερα όπλα των δημοσιολόγων και των πολιτικών που ξιφουλκούσαν στη δημόσια σφαίρα, τόσο περισσότερο οι απορίες πληθαίνουν.

    Προσαγωγές, προληπτικές και μη

    Στις 5 Μαΐου 2010, το κέντρο της Αθήνας κατακλύστηκε από διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τα τότε επικείμενα μέτρα που θα λάμβανε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου στο πλαίσιο της υπαγωγής της Ελλάδας σε “πρόγραμμα σταθερότητας”.

    Μολονότι είχε κηρυχθεί γενική απεργία, στο υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στην οδό Σταδίου, την ώρα της διαδήλωσης οι υπάλληλοι εργάζονταν. Εξαιτίας της διαδήλωσης, το υποκατάστημα ήταν κλειστό για το κοινό και, όπως έγινε γνωστό αργότερα, οι υπάλληλοι είχε συμβεί και άλλες φορές να εργάζονται σε μέρες απεργιών και διαδηλώσεων – ακόμη και διαδηλώσεων στις οποίες είχαν σημειωθεί ταραχές.

    Εκείνη την ημέρα, δυστυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Άγνωστοι πυρπόλησαν το υποκατάστημα της Marfin, το βιβλιοπωλείο “Ιανός”, καθώς και άλλα κτήρια στη Σταδίου. Οι περισσότεροι υπάλληλοι κατόρθωσαν να βγουν ζωντανοί από τη φωτιά στη τράπεζα, κάποιοι από τα μπαλκόνια, κάποιοι από το διπλανό κτήριο, ένας τουλάχιστον από την κύρια είσοδο. Τρεις, η Παρασκευή Ζούλια, ο Επαμεινώνδας Τσακάλης και η Αγγελική Παπαθανασοπούλου (η οποία, όπως δημοσιοποιήθηκε, ήταν έγκυος) έχασαν τη ζωή τους από τις αναθυμιάσεις.

    Λίγες ώρες μετά τον εμπρησμό, η αστυνομία πραγματοποιεί εφόδους σε καταλήψεις και στέκια του αντιεξουσιαστικού χώρου και προσάγει δεκάδες άτομα. Μετά από μια αναμονή περίπου επτά ωρών σε έναν διάδρομο της ΓΑΔΑ (Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής), όλοι οι προσαχθέντες αφήνονται ελεύθεροι. Δεν συλλαμβάνεται κανένας και κανένας δεν παραπέμπεται στον ανακριτή.

    Ύστερα, η αστυνομία μοιάζει να μην κάνει τίποτε άλλο για την υπόθεση, για έναν ολόκληρο χρόνο. Ωστόσο, με αφορμή τον εμπρησμό της Marfin, ενεργοποιείται εκ νέου το περίφημο δόγμα της “προληπτικής προσαγωγής”. Βάσει αυτού, όλα τα επόμενα χρόνια, η αστυνομία θα εγκαταστήσει ομάδες της κυρίως έξω από σταθμούς του μετρό και θα προσάγει όποιον δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται καθ’ οδόν προς μια διαδήλωση. Οι προσαχθέντες κατά κανόνα θα κρατούνται για μερικές ώρες, ως το πέρας της διαδήλωσης, και στη συνέχεια θα αφήνονται ελεύθεροι.

    Ένα ανώνυμο σημείωμα

    Τον Απρίλιο του 2011, λίγο πριν την πρώτη επέτειο του εμπρησμού της Marfin, αστυνομικοί με πολιτικά εμφανίζονται μπροστά στο σπίτι του Θ. και του ζητούν να τους ακολουθήσει. “Μια απλή προσαγωγή” του λένε, δίχως άλλες διευκρινίσεις. Αναγκαστικά, επιβιβάζεται στο αυτοκίνητό τους και τον οδηγούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Δεν του λένε ποτέ γιατί βρίσκεται εκεί, παρά μόνο του ζητούν να φορέσει διάφορα πράγματα: ένα τζόκεϊ, ένα ζευγάρι γυαλιά. Ο Θ. αντιλαμβάνεται ότι συμμετέχει σε μια διαδικασία αναγνώρισης, όμως ποτέ δεν του αναφέρουν για ποιο θέμα. Δεν του επιτρέπουν να ειδοποιήσει κανέναν ούτε έχει πρόσβαση σε δικηγόρο. Τον κρατούν συνολικά οκτώ ώρες.

    Παράλληλα, η εισαγγελία έχει ήδη ζητήσει προκαταρκτική εξέταση. Προτού φύγει από τη ΓΑΔΑ, ο Θ. παραλαμβάνει κλήση να παράσχει, πλέον, “έγγραφες εξηγήσεις”. Για ποιο πράγμα τις οφείλει αυτές τις εξηγήσεις το μαθαίνει τις αμέσως επόμενες μέρες, όταν ο δικηγόρος του, Δημήτρης Κατσαρής, παραλαμβάνει τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί.

    Ο Θ., μαζί με δύο ακόμη άτομα, τον Λ. και τον Τ., θεωρείται ύποπτος για τον εμπρησμό της Marfin. Ο λόγος για τον οποίον η Ελληνική Αστυνομία έχει καταλήξει σe αυτούς τους υπόπτους είναι ένα ανώνυμο σημείωμα που ισχυρίζεται ότι έχει λάβει λίγες μέρες νωρίτερα, από άγνωστο αποστολέα. Το σημείωμα γράφει επί λέξει τα εξής (παραλείπουμε ονόματα, διευθύνσεις και τηλέφωνα και διατηρούμε ορθογραφία και στίξη):

    Δεν θέλω να πω όνομα ειμαι ενας πολιτης και θέλω να πω μόνο ότι οι αναρχικοι απ τα εξαρχεια πάνε στην κερατατέα μολότοφ για να πετάνε στους αστυνομικους στις φασαρίες που γινονται για το χυτα

    Τρεις από αυτούς που κάνουν κουμαντό είναι ο […] μένει στην […] και εχει τηλεφωνο […], ο […] ΕΧΕΙ ΈΝΑ […] και […] το τηλεφωνο αυτού είναι […] […] Αυτος μένει […] Αυτοί και άλλοι είναι μπλεγμένοι στα επισοδια στην αθήνα, πάνττα πάνε ήταν και στο κάψιμο στην ΜΑΡΦΙΝ ΤΗΝ 5 ΜΑΗ 2010 μπροσταρηδες.

    Από τη δικογραφία, ο Θ. και η υπεράσπισή του μαθαίνουν ότι, σύμφωνα με την αστυνομία, ο ίδιος μαζί με άλλα άτομα έκαψαν την τράπεζα προκαλώντας τον θάνατο των τριών θυμάτων, ενώ ο ίδιος ο Θ. φέρεται να πέταξε τη μοιραία μολότωφ.

    Ωστόσο, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, για τους δύο άλλους “υπόπτους” που αναφέρονται στο ανώνυμο σημείωμα της αστυνομίας, προκύπτουν στοιχεία πως δεν εμπλέκονται στον εμπρησμό. Για τον μεν Λ. προκύπτει 100% αναγνώριση από αυτόπτη μάρτυρα πως όχι μόνο δεν συμμετείχε στην επίθεση στην τράπεζα, αλλά ότι προσπαθούσε να αποτρέψει την επίθεση στον “Ιανό”. Για τον δε Τ., προκύπτει ότι ακριβώς τη στιγμή του εμπρησμού, μολονότι βρισκόταν κοντά στην τράπεζα, είχε μια άσχετη τηλεφωνική συνομιλία, συνεπώς ήταν αδύνατον ταυτόχρονα να συμμετέχει στην επίθεση.

    Από τους τρεις αναφερόμενους στο σημείωμα, μόνο ο Θ. παραμένει υπό ανάκριση. Όμως, από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι υπάρχει και άλλο ένα άτομο, ο Π., που δεν αναφέρεται στο ανώνυμο σημείωμα, και κατηγορείται για τον εμπρησμό του “Ιανού”, με βάση αναγνώριση μιας φωτογραφίας κατά 70% από αυτόπτη μάρτυρα.

    Η εμφάνιση του Θ. στον ανακριτή ορίζεται για τις 5 Μαΐου 2011, ανήμερα της επετείου του εμπρησμού. Ήδη ορισμένα μέσα ενημέρωσης δημοσιεύουν διαρροές ότι υπήρξαν «συλλήψεις για τη Marfin και τον Ιανό», φωτογραφίζοντας τους προσαχθέντες.

    Στο υπόμνημα που καταθέτει ο δικηγόρος του Θ. επισημαίνονται με σαφήνεια τα προβλήματα της δικογραφίας. Λόγου χάρη, στη δικογραφία περιλαμβάνεται σειρά φωτογραφιών, τις οποίες είχε τραβήξει φωτογράφος πίσω από τη τζαμαρία του “Ιανού”, όπου φαίνεται η ομάδα ατόμων για την οποία αυτόπτες μάρτυρες έχουν υποστηρίξει πως την είδαν να βάζει φωτιά στη Marfin. Σε αυτήν πρωτοστατεί ένας νεαρός με καλυμμένο πρόσωπο, γυαλιά και τζόκεϊ, μαύρη μπλούζα, τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια. Οι φωτογραφίες είναι πράγματι τραβηγμένες ακριβώς λίγο πριν και λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, όταν ξέσπασε η φωτιά. Το ίδιο άτομο με την ίδια αμφίεση εμφανίζεται και σε άλλη σειρά φωτογραφιών, από κάμερα κοντά στη Συγγρού, λίγο μετά τον εμπρησμό.

    Ωστόσο, στην ίδια τη δικογραφία, περιλαμβάνονται και φωτογραφίες από κάμερα της τράπεζας Eurobank, στη γωνία Αιόλου και Σταδίου, στην οποία φαίνεται ξεκάθαρα ο Θ., δεκαπέντε λεπτά περίπου πριν τον εμπρησμό, να ακολουθεί την πορεία. Από τις φωτογραφίες της κάμερας της τράπεζας προκύπτει ότι φορούσε διαφορετικού χρώματος τζόκεϊ και διαφορετικά ρούχα από το άτομο που αυτόπτες αναγνώρισαν ως εμπρηστή της Marfin.

    Συγχαρητήρια για τον πελάτη σας!

    Θα περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος από την προκαταρκτική εξέταση και την υποβολή του υπομνήματος, ωσότου να διεξαχθεί η ανάκριση. Μόνοι ύποπτοι πια απομένουν ο Θ. για τον εμπρησμό της Marfin και ο Π. για τον εμπρησμό του Ιανού.

    Όταν ο Θ. καλείται να απολογηθεί στον ανακριτή, η υπεράσπισή του, που πια εκτός από τον Δημήτρη Κατσαρή περιλαμβάνει και την Βούλα Γιαννακοπούλου, ξαναθέτει το ζήτημα ότι από τις ίδιες τις φωτογραφίες της δικογραφίας προκύπτει πως ο Θ. δεν είναι το άτομο στο οποίο οι αυτόπτες αποδίδουν τον εμπρησμό. Ο ανακριτής γνωμοδοτεί ότι ο Θ. δεν πρέπει να προφυλακιστεί. Η εισαγγελέας, όμως, στην οποία ο Θ. και οι δικηγόροι του εμφανίζονται ακολούθως, έχει διαφορετική άποψη. Στην πραγματικότητα, απορρίπτει όλο τον ισχυρισμό του Θ. πως δεν πρόκειται για τον ίδιο, αφού φορούσε διαφορετικά ρούχα, με επιχείρημα την κατάθεση ενός αστυνομικού πως “συχνά όσοι προκαλούν επεισόδια αλλάζουν ρούχα για να μην αναγνωρίζονται”.

    Ο Θ. οδηγείται στο κρατητήριο της Ευελπίδων, ώσπου το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να συνεδριάσει σχετικά με τη διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα. Όσο οι δικηγόροι του περιμένουν, δέχονται τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους μεγάλων μέσων ενημέρωσης: “Συγχαρητήρια για τον πελάτη σας!” “Μα, πού ξέρετε το αποτέλεσμα; Το Συμβούλιο συνεδριάζει ακόμη” αναρωτιούνται οι δικηγόροι. Πράγματι, λίγο αργότερα τους ανακοινώνεται πως το Συμβούλιο αποφασίζει να άρει τη διαφωνία υπέρ του ανακριτή και ο Θ. αφήνεται ελεύθερος, με όρους την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και την εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα μία φορά τον μήνα. Παράλληλα, δεν προφυλακίζεται ούτε ο κατηγορούμενος για τον εμπρησμό του “Ιανού”.

    Λίγους μήνες αργότερα, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εκδίδει το βούλευμά του και παραπέμπει και τους δύο σε δίκη. Μοιάζει σαν οι μείζονες κινήσεις των διωκτικών και δικαστικών αρχών σε αυτή την υπόθεση να γίνονται, κατά περίεργη σύμπτωση, πάντοτε γύρω από την επέτειο του εμπρησμού.

    Αυτοί έκαψαν τη Marfin

    Μολονότι, ως εκείνη τη στιγμή, είχαν υπάρξει πάμπολλες διαρροές στα μέσα ενημέρωσης που κάνουν λόγο για ακλόνητα στοιχεία της αστυνομίας, αδιαμφισβήτητες αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων από αυτόπτες κ.ο.κ., όλα απολύτως αναληθή, η ταυτότητα των υπόπτων είχε τουλάχιστον παραμείνει εκτός δημοσιότητας. Η εφημερίδα που το αλλάζει αυτό είναι η Real News, στην οποία διαρρέει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Το δημοσιεύει στο πρωτοσέλιδό της με τίτλο “Αυτοί έκαψαν τη Marfin”. Μέσω της αναπαραγωγής του δημοσιεύματος, οι δύο κατηγορούμενοι διαπομπεύονται στο πανελλήνιο. Αλλά το δημοσίευμα κάνει και κάτι άλλο: αναφέρει δίχως καμία επιφύλαξη, και μάλιστα σε τονισμένο χωριστό πλαίσιο υπό τον τίτλο “’Σκληροί’ αντιεξουσιαστές με δεκάδες προσαγωγές”, ότι “μέλη του πλέον σκληρού πυρήνα των αντιεξουσιαστών είναι και οι δύο κατηγορούμενοι. Έχουν προσαχθεί δεκάδες φορές στην Κρατική Ασφάλεια κατά τη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ ‘μπαχαλάκηδων‘ και δυνάμεων των ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας, ως ύποπτοι για εκτόξευση βομβών μολότωφ και άλλων αντικειμένων εναντίον αστυνομικών. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύκλου ερευνών σχετικά με τη δράση της οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, τα ονόματά τους κατεγράφησαν σε πληροφοριακό σημείωμα της Αντιτρομοκρατικής, γιατί είχαν στενές σχέσεις με τρεις από τους μετέπειτα προφυλακισμένους για συμμετοχή στην οργάνωση αυτή, όμως ποτέ δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ότι οι κατηγορούμενοι για τον εμπρησμό της Marfin είχαν σχέση με τους Πυρήνες της Φωτιάς”.

    Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού που σήμερα πια είναι της μόδας να ονομάζουμε fake news, είναι προφανές ότι το απόσπασμα αυτό στοχεύει απλώς να παραθέσει τα ονόματα των κατηγορουμένων δίπλα στη φράση “Πυρήνες της Φωτιάς”. Καμία τέτοια σύνδεση δεν σημειώνεται στην πραγματικότητα.

    Οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται σε δίκη με κατηγορίες για ανθρωποκτονία και απόπειρα ανθρωποκτονίας, κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών και φθορά ξένης περιουσίας.

    Η δίκη του Θ. και του Π. αναβάλλεται πολλές φορές και καταλήγει να ξεκινήσει στις 19 Σεπτεμβρίου του 2016. Η μόνη πολιτική αγωγή που παραστάθηκε ήταν της οικογένειας της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου. Οι άλλες οικογένειες θυμάτων, οι υπάλληλοι της τράπεζας αλλά και η ίδια η τράπεζα, μολονότι κατά την ανάκριση είχαν δηλώσει ότι θα παρασταθούν, δεν παραστάθηκαν.

    Στη δίκη δεν υπάρχει καμία αναγνώριση από κανέναν μάρτυρα για κανέναν από τους δύο κατηγορουμένους. Επιπλέον, η υπεράσπιση του Θ. επαναλαμβάνει το επιχείρημά της ότι ο Θ. εμφανίζεται με διαφορετικά ρούχα σε φωτογραφία σε άλλο σημείο, δεκαπέντε λεπτά πριν τον εμπρησμό. Και φέρνει στο δικαστήριο έναν εμπειρογνώμονα, ο οποίος συγκρίνοντας τις δύο ομάδες φωτογραφιών και εστιάζοντας στα αυτιά του φερόμενου ως δράστη και του κατηγορουμένου, αποδεικνύει πως πρόκειται για αυτιά με τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά και συνεπώς για δύο διαφορετικούς ανθρώπους.

    Η εισαγγελέας προτείνει στο δικαστήριο να κριθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι. Το δικαστήριο κρίνει τα στοιχεία ανεπαρκή και, αποφεύγοντας στην απόφασή του οποιαδήποτε κρίση για την αστυνομική ή την ανακριτική διαδικασία, αθωώνει ομόφωνα τους κατηγορούμενους. Η απόφαση εκφωνείται στις 31 Οκτωβρίου 2016.

    Αναρχικοί, διαδηλώσεις και τέτοια

    Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί την υπόθεση χειρίζεται εξαρχής και καθόλη τη διάρκειά της η Κρατική Ασφάλεια, της οποίας το αντικείμενο είναι, σύμφωνα με κατάθεση αστυνομικού στο δικαστήριο, “οι αναρχικοί, οι διαδηλώσεις και τέτοια” και όχι οι ανθρωποκτονίες; Γιατί δεν εμπλέκεται ποτέ το Τμήμα Εγκλημάτων Κατά Ζωής, το οποίο στο κάτω κάτω είναι το αρμόδιο για την εξιχνίαση ανθρωποκτονιών;

    Δεύτερον, τι ήταν αυτό το περίφημο ανώνυμο σημείωμα, που τόσο βολικά ανέφερε τρία άτομα με το ονοματεπώνυμό τους; Πώς περιήλθε στην κατοχή της αστυνομίας; Ήρθε με το ταχυδρομείο; Αν ναι, πού ήταν ο φάκελος; Γιατί δεν εξετάστηκε ποτέ για αποτυπώματα; Γιατί δεν έγινε καμία απόπειρα να βρεθεί ο αποστολέας του; Αυτά και άλλα ερωτήματα που τέθηκαν επιμόνως και επί μακρόν, ουδέποτε απαντήθηκαν από την αστυνομία στο δικαστήριο. Εντούτοις, παρά το άλυτο μυστήριο της προέλευσής του και παρότι δύο στα τρία ονόματα που ανέφερε αποδείχτηκαν αμέσως άστοχα, γεγονός που προδιέθετε μάλλον αρνητικά για την εγκυρότητά του, αυτό το ουρανοκατέβατο, επιτηδευμένα ανορθόγραφο, παράξενα δακτυλογραφημένο σημείωμα από κάποιον άγνωστο στην “Κερατατέα” συνέχισε να χρησιμοποιείται από την αστυνομία ως ακράδαντο πειστήριο για την ενοχή του Θ. Η αστυνομία δεν αναφέρει την εξέταση κανενός άλλου ενδεχομένου.

    Τρίτον, παρά τις αιτιάσεις της υπεράσπισης του Θ. ότι φαίνεται σε φωτογραφίες να φορά ρούχα διαφορετικά από αυτά που φορά ο φερόμενος ως δράστης, οι ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές δίνουν βάση στην κατάθεση αστυνομικού που υποστηρίζει ότι “συχνά όσοι προκαλούν επεισόδια αλλάζουν ρούχα για να μην αναγνωρίζονται”. Η αστυνομία λοιπόν επιχειρηματολογεί ότι ο Θ. είναι ο πρώτος μπαχαλάκιας της Ιστορίας ο οποίος άλλαξε ρούχα προτού προκαλέσει τα επεισόδια αλλά δεν τα άλλαξε μετά. Πώς γίνεται οι εισαγγελικές αρχές να δέχονται αυτό το επιχείρημα ως επαρκές για να παραπεμφθεί σε δίκη;

    Τέταρτον, ο μάρτυρας που είχε αναγνωρίσει από φωτογραφίες κατά 70% τον Π. ως τον δράστη της επίθεσης στον “Ιανό”, στη συνέχεια διαβεβαιώνει ότι κατά 100% δεν τον αναγνωρίζει. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, δεν υπάρχει ούτε καν ένα παράξενο, αγνώστου προέλευσης, ανώνυμο σημείωμα. Παρόλα αυτά, ο Π. παραπέμπεται σε δίκη. Πώς είναι δυνατόν μια τέτοια ισχνή αστυνομική επιχειρηματολογία να περνάει τόσο εύκολα όλα τα στάδια ανακριτικών και εισαγγελικών ελέγχων;

    Πέμπτον, κατά την εξέταση της δικογραφίας προέκυψε, όπως αναφέρθηκε στην ακροαματική διαδικασία, ότι η ΕΛ.ΑΣ. είχε κατάσχει από τον Θ. ένα κινητό τηλέφωνο. Ο αριθμός, ωστόσο, που ανέφερε η ΕΛ.ΑΣ. στην έκθεσή της, όπως και πάλι προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία, ότι αντιστοιχούσε στην κάρτα sim που βρέθηκε στο εν λόγω κινητό, δεν αντιστοιχούσε σε αυτή αλλά επρόκειτο για αριθμό που χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος δύο χρόνια πριν τα συμβάντα στη Marfin και είχε έκτοτε καταργήσει. Μολονότι ερωτήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, οι μάρτυρες αστυνομικοί ουδέποτε απάντησαν στο εξής προφανές ερώτημα: δεδομένου ότι ο Θ. δεν είχε στο παρελθόν απασχολήσει την ΕΛ.ΑΣ. με τρόπο ώστε να κατασχεθεί το τηλέφωνό του, γιατί ήταν γνωστός ο προγενέστερος και καταργημένος αριθμός του στην ΕΛ.ΑΣ., έτσι ώστε εκ παραδρομής, όπως φαίνεται, να εμφανιστεί αντί για για τον τρέχοντα και ενεργό αριθμό;

    Έκτον, γιατί επί έναν χρόνο μετά τον εμπρησμό δεν έκανε η αστυνομία καμία ενέργεια για τον εντοπισμό των δραστών; Και γιατί επί άλλα έξι χρόνια, παρά την προφανή αδυναμία των στοιχείων που συγκεντρώνονταν κατά του Θ. και του Π., δεν εξέτασε ποτέ κανένα άλλο ενδεχόμενο;

    Προσαγωγές, ξανά

    Από τον χειρισμό της υπόθεσης του εμπρησμού της Marfin δεν προκύπτει η παραμικρή γνώση για την ταυτότητα των πραγματικών δραστών. Προκύπτουν όμως ισχυρές ενδείξεις ότι η αστυνομία κατέφυγε στην, γνωστή σε όσους μελετούν ανάλογες υποθέσεις, τακτική της αναζήτησης βολικών υποψηφίων ανάμεσα σε παλαιότερους προσαχθέντες.

    Αν και η “προσαγωγή” είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως, σπάνια γίνεται λόγος για το πόσο ανορθόδοξη πρακτική αποτελεί. Νομικό έρεισμα βρίσκει κατά κύριο λόγο στο άρθρο 74 του Προεδρικού Διατάγματος 141 του 1991. Εκεί περιγράφεται η υποχρέωση του αστυνομικού να “οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περιστάσεων και της συμπεριφοράς τους δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας”.

    Η προσαγωγή διαφέρει από τη σύλληψη, βάσει μιας λογικής ακροβασίας που περιγράφεται στις αστυνομικές εγκυκλίους: σύλληψη νοείται η αστυνομική πράξη που έχει ως αποτέλεσμα τη στέρηση, έστω και προσωρινή, της προσωπικής ελευθερίας, ενώ η προσαγωγή είναι η μετάβαση στο αστυνομικό τμήμα στο πλαίσιο ενός “ελέγχου” και συνεπώς δεν περιορίζει, σύμφωνα με την αστυνομία, την “προσωπική ελευθερία”, αλλά μόνο την “ελευθερία κίνησης”. Την ίδια στιγμή, βέβαια, κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί την προσαγωγή του, διότι τότε απλώς θα τον συλλάβουν για “αντίσταση”. Ουσιαστικά, η προσαγωγή είναι μια σύλληψη δίχως τα δικαιώματα του συλληφθέντα, όπως το να έχει δικηγόρο.

    Σε αντίθεση με τη σύλληψη, ωστόσο, η προσαγωγή υποτίθεται ότι δεν αφήνει “ίχνος”: αν κάποιος προσαχθεί και στη συνέχεια αφεθεί ελεύθερος, δεν πρέπει να υπάρχει καμία καταγραφή του γεγονότος της προσαγωγής του. Μολοντούτο, η αστυνομία τηρεί “αρχεία προσαγωγών”. Το παραδέχτηκε άλλωστε, κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης Μαρφίν, ανθυπαστυνόμος της υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας, ο οποίος, δίχως να αντιλαμβάνεται κάποιο πρόβλημα, είπε στο ακροατήριο: “…συμβαίνει η υπηρεσία να κάνει μαζικές προσαγωγές, κρατάμε αρχείο προσαχθέντων για να αποδεικνύεται ότι κάποιος ήταν εκεί και όχι αλλού”.

    Το αρχείο αυτό στην πράξη συνιστά μια δεξαμενή υπόπτων. Στην πρώτη της μορφή, η δεξαμενή αυτή χρονολογείται από το 1995, όταν περιέλαβε τα στοιχεία όσων προσήχθησαν μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Έκτοτε, επεκτείνεται με τα στοιχεία όσων προσάγονται μαζικά σε επιχειρήσεις της αστυνομίας.

    Υπάρχουν λόγοι να πιστέψει κανείς ότι τόσο ο Θ. όσο και ο Π. είχαν βρεθεί σε τέτοια δεξαμενή. Ο Θ. επειδή είναι αναρχικός και είχε συνδικαλιστική δράση. Ο Π. επειδή πριν από χρόνια είχε προσαχθεί μετά από ένα συλλαλητήριο όπου είχε συμμετάσχει.

    Το ότι αντλήθηκαν από δεξαμενή υπόπτων θα μπορούσε να εξηγήσει την εμπλοκή της Κρατικής Ασφάλειας αντί του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής. Θα μπορούσε επίσης να εξηγήσει τόσο το γιατί η αστυνομία γνώριζε τον προ διετίας καταργημένο αριθμό τηλεφώνου του Θ., και τον μπέρδεψε με τον τρέχοντα, όσο και γιατί η κλήση να απολογηθεί ο Π. στον ανακριτή ανέφερε τη διεύθυνση που είχε καταγραφεί στην προ ετών προσαγωγή του και όχι την τρέχουσα.

    Όσο για το ανώνυμο σημείωμα, δεν φαίνεται ότι θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια. Μοιάζει, ωστόσο, εξόχως πρόσφορο μέσο για να παραπεμφθεί στη Δικαιοσύνη κάποιος που ήταν οιονεί σεσημασμένος από την αστυνομία, αλλά δεν πρέπει να γίνει δημοσίως γνωστή η διαδικασία με την οποία σημάνθηκε.

    Αν αφήσει κανείς στην άκρη όλους τους τρόπους με τους οποίους το έγκλημα στη Μαρφίν εργαλειοποιήθηκε σε δημόσιες πολιτικές διαμάχες, το μόνο που έχει επιτύχει η Πολιτεία τα δεκατρία αυτά χρόνια είναι να συκοφαντήσει και να ταλαιπωρήσει απίστευτα δύο αθώους ανθρώπους και να ταΐσει ανεκδιήγητα ψεύδη την κοινή γνώμη.

    Μόνο να απελπιζόμαστε μπορούμε όταν σκεφτόμαστε τι θα είχε κάνει αν δεν επρόκειτο για «χρέος τιμής».

    Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ελαφρώς διαφορετική μορφή στην ιστοσελίδα «Κοσμοδρόμιο» την 1η Απριλίου 2021.

    Το κορίτσι μίλησε, το δικαστήριο το αγνόησε

    Δικαστήριο δίνει επικοινωνία και διανυκτέρευση σε πατέρα, τον οποίο η κόρη έχει καταγγείλει για σεξουαλική κακοποίηση.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου

    Φωτογραφία: The Manifold

    Ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι μίλησε. Μίλησε για την σεξουαλική της κακοποίηση από τον πατέρα της. Μίλησε όταν η μητέρα αποφάσισε να χωρίσει. 

    Μίλησε πρώτα στην παιδίατρο. Η παιδίατρος ενημέρωσε τη μητέρα. Λίγες ημέρες μετά, το κορίτσι μίλησε και στη νονά του. Και ύστερα στην αγαπημένη της δασκάλα.

    Μίλησε και στις στενότερές της φίλες στο σχολείο. Εκείνες δεν άντεξαν. Μίλησαν κι αυτές στις δικές τους μητέρες.

    Η μητέρα του το πήγε στη ΓΑΔΑ, όπως της υπέδειξαν να κάνει. Το παιδί μίλησε και εκεί. Στην Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων. 

    Σε βάρος του πατέρα έχει ανοίξει ποινική δικογραφία. Ωστόσο, αν και έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που το παιδί μίλησε για την κακοποίησή του, δεν έχει ασκηθεί ακόμη δίωξη.

    Την Τρίτη που μας πέρασε, 2 Μαΐου, εκδικάστηκε η προσωρινή διαταγή που κατέθεσε ο πατέρας και με την οποία ζητούσε επικοινωνία με το παιδί. 

    Η μητέρα της τής είχε υποσχεθεί ότι το δικαστήριο θα ακούσει τη φωνή της, παρότι η ίδια δεν θα είναι εκεί.  

    Στο δικαστήριο ήταν η παιδίατρος, η νονά και μάνα της κολλητής φίλης του παιδιού. 

    Και οι τρεις δώσανε ένορκες καταθέσεις. Ξέρουν ότι πιθανότατα ο πατέρας θα τους κάνει μήνυση αλλά η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να σιωπήσουν.

    Πριν λίγα λεπτά, βγήκε η απόφαση της προσωρινής διαταγής. 

    Η πρόεδρος του δικαστηρίου δεν άκουσε. 

    Αποφάσισε όχι απλώς να δώσει επικοινωνία στον πατέρα που το κορίτσι καταγγέλλει ότι την κακοποιούσε. Του έδωσε και διανυκτέρευση κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. 

    Η μητέρα αυτή, η οποία πάσχει από μεταστατικό καρκίνο και καθυστερεί τη θεραπεία της για να σώσει το παιδί της, σήμερα το μεσημέρι που θα την παραλάβει απ’ το σχολείο, θα πρέπει να ανακοινώσει στη μικρή ότι η δικαιοσύνη αρνήθηκε να την προστατεύσει. 

    Ότι η δικαιοσύνη αποφάσισε ότι δεν κινδυνεύει πια τις νύχτες δίπλα στον πατέρα της.

    Ντονατσάκια τσεκ: η ΕΡΤ στην υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ.

    Όσο οι καταγγελίες για αστυνομική βία και αυθαιρεσία πληθαίνουν, η κρατική τηλεόραση κάνει «ρεπορτάζ» για να αναδείξει το θετικό πρόσωπο της αστυνόμευσης. Ακόμη, όμως, και υπό τόσο ελεγχόμενες συνθήκες, οι αστυνομικοί εμφανίζονται με ακροδεξιά σύμβολα στις στολές τους να διενεργούν παράτυπους ελέγχους.

    Του Φοίβου Συμεωνίδη

    «Ντονατσάκια τσεκ, καφεδάκια τσεκ, ποιον παρακολουθούμε;» ακούγεται να λέει η δημοσιογράφος της ΕΡΤ, ενώ στο πλάνο εμφανίζονται τα αντίστοιχα γραφικά.

    «Ντονατσάκια τσεκ, καφεδάκια τσεκ, ποιον παρακολουθούμε;» ακούγεται να λέει η δημοσιογράφος της ΕΡΤ, ενώ στο πλάνο εμφανίζονται τα αντίστοιχα γραφικά.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Τις τελευταίες δύο εβδομάδες όλο και περισσότερες διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις οργανώνονται με αφορμή το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών —  για τις οποίες έχει δει το φως της δημοσιότητας πληθώρα καταγγελιών για υπερβολική αστυνομική καταστολή, βία και αυθαιρεσία. Μόλις χθες το μεσημέρι, σύμφωνα με καταγγελίες χρηστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης και φωτορεπόρτερ, αστυνομικοί έριξαν χημικά μέσα στον σταθμό του μετρό του Μεταξουργείου. 

    Παράλληλα, λίγες ώρες αργότερα, αστυνομικοί της ομάδας μεταγωγών και φύλαξης κρατουμένων συλλαμβάνονται έπειτα από καταγγελίες, ως κατηγορούμενοι για βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά συναυτουργία σε βάρος κρατουμένου. 

    Παρόλα αυτά, η ΕΡΤ επιλέγει αυτή ακριβώς τη στιγμή για να μας παρουσιάσει για άλλη μία φορά το «ανθρώπινο πρόσωπο» της ΕΛ.ΑΣ. Σε μια περίοδο που όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται το χρόνιο πρόβλημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας αλλά οι καταγγελίες για αστυνομική βία ολοένα αυξάνονται, η κρατική τηλεόραση παραδίδει μαθήματα copagandας, σφυρίζοντας αδιάφορα για τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την επικράτεια.

    Δημοσιογράφος σε lifestyle εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης πέρασε χρόνο με ένα πλήρωμα περιπολικού της Άμεσης Δράσης για να μας ξεναγήσει σε έναν κόσμο τυπικών ελέγχων και αστυνομικής υπερηφάνειας. Και ίσως να μην είχαμε ασχοληθεί με άλλο ένα τέτοιο «ρεπορτάζ», τυχαίνει όμως να επιβεβαιώνει — on camera — το ρεπορτάζ μας, «Τιμωροί και τσοπανόσκυλα: Τα σύγχρονα ακροδεξιά σύμβολα στις στολές της ΕΛ.ΑΣ.» και έτσι δεν μπορούμε παρά να το σχολιάσουμε.

    Η copaganda μπορεί να μας έχει έρθει από το εξωτερικό, αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι ξένο στα μάτια και στα αυτιά των αναγνωστών και των τηλεθεατών στην Ελλάδα. Άρθρα ή ρεπορτάζ που σκοπό έχουν να αναδείξουν το θετικό πρόσημο της αστυνόμευσης, καθώς και την ανιδιοτέλεια και την αυτοθυσία του αστυνομικού προσωπικού, πληθαίνουν σταθερά και στη χώρα μας. Το ένστολο προσωπικό που σώζει βρέφη, περνάει ηλικιωμένες κυρίες από τις διαβάσεις πεζών ή προσφέρει πρώτες βοήθειες σε άτυχους πολίτες, συχνά πυκνά εμφανίζεται στους δέκτες μας, κατασκευάζοντας ένα πλαστό τοπίο αστυνόμευσης όπου τα περιστατικά αυθαιρεσίας είτε δεν υπάρχουν είτε είναι σποραδικά και μεμονωμένα.

    Ακόμη και σ’ αυτό το τόσο ελεγχόμενο πλαίσιο όμως του «ρεπορτάζ», ο συνδυασμός προπαγάνδας και αστυνομικής ασυλίας οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα που αντί να παρουσιάζει την ΕΛ.ΑΣ. υποδειγματική και άμεμπτη, αναδεικνύει την αυθαιρεσία της. 

    Η «λεπτή μπλε γραμμή»

    Η βάρδια μετά καμερών ξεκινά με τη δημοσιογράφο να κερνάει καφέ και ντόνατς, τα οποία οι αστυνομικοί με σιδηρά θέληση αρνούνται ως το τέλος της βάρδιας. Την ίδια στιγμή, το ρεπορτάζ ξεχνά να μας ενημερώσει πως κάθε τι που βλέπουμε εκτυλίσσεται σε πλήρως ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου αστυνομικοί, ύποπτοι αλλά και «κακοποιοί», είναι όλοι μέλη της ΕΛ.ΑΣ. Θα έλεγε κανείς πως είναι περιττή η διευκρίνιση αυτή για όποιον και όποια αποφασίσει να παρακολουθήσει όλο το βίντεο, αλλά αυτό επιβεβαιώνεται μόνο στο τέλος του ρεπορτάζ, όπως δηλώνουν και η δημοσιογράφος αλλά και το πλήρωμα του περιπολικού.

    Πολύ συχνά, αναφορές σε ένστολο προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ που φέρει στη στολή του μη προβλεπόμενα σύμβολα μίσους, αντιμετωπίζονται με δυσπιστία. «Μήπως» αναρωτιούνται οι αναγνώστες και οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης «οι φωτογραφίες είναι παραποιημένες; Μήπως δεν είναι εν ώρα υπηρεσίας;»

    Και τα δύο μέλη του πληρώματος του περιπολικού φέρουν το σύμβολο της λεπτής μπλε γραμμής στη στολή τους.

    Και τα δύο μέλη του πληρώματος του περιπολικού φέρουν το σύμβολο της λεπτής μπλε γραμμής στη στολή τους.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Παρακολουθώντας το «οδοιπορικό» της ΕΡΤ, που τιτλοφορείται «Η καθημερινότητα ενός αστυνομικού – Ζήσαμε την εμπειρία μίας περιπολίας», βλέπουμε πως ένστολο προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ. όχι μόνο φοράει μη προβλεπόμενα σύμβολα, συνδεδεμένα τα τελευταία χρόνια με αστυνομική βία και αυθαιρεσία, αλλά τα προβάλλει μάλιστα με καμάρι.

    Η «λεπτή μπλε γραμμή» στο παραποιημένο εθνόσημο των αστυνομικών δεν εμφανίζεται πρώτη φορά σε στολές της ΕΛ.ΑΣ. Συμβολίζει την αντίθεση σε αντιρατσιστικά κινήματα, την ομερτά που τηρούν μέλη των σωμάτων ασφαλείας για να προστατέψουν συναδέλφους τους, αλλά και την πεποίθηση πως οι ίδιοι αποτελούν το «λεπτό τείχος» που στέκεται ανάμεσα στην τάξη και το χάος.

    Σεναριακές τρύπες

    Πέραν της αντικανονικής και δηλωτικής συγκεκριμένων ιδεολογικών πεποιθήσεων παραποίησης της στολής, η — σε ελεγχόμενες συνθήκες — άσκηση-περιπολία μάς προσφέρει την ευκαιρία να δούμε την «ενδεδειγμένη» αντίδραση του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. σε τρία σενάρια. Έναν τυπικό έλεγχο οχήματος, έναν έλεγχο ύποπτου ατόμου και έναν έλεγχο κλεμμένου οχήματος.

    Ένας τυπικός έλεγχος θα σας γίνει, αλλά σηκώστε τα χέρια σας καλού κακού.

    Ένας τυπικός έλεγχος θα σας γίνει, αλλά σηκώστε τα χέρια σας καλού κακού.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Ο τρόπος, ωστόσο, με τον οποίο διαχειρίζονται τα περιστατικά οι αστυνομικοί δημιουργεί προβληματισμούς. Ο οδηγός και ο συνοδηγός του οχήματος που ελέγχεται «απλά τυπικά», καλούνται να σηκώσουν τα χέρια τους και να τα βγάλουν έξω από το παράθυρο του οχήματος. Η επήρεια των ντόνατς αλλά και η λεπτή μπλε γραμμή στο στήθος πιθανώς «αμερικανοποιούν» περισσότερο από το προβλεπόμενο τις διαταγές των αστυνομικών, καθώς όπως γνωρίζουμε δεν προβλέπεται τίποτα τέτοιο σε περίπτωση ενός «απλού τυπικού ελέγχου» ενός οχήματος.

    Σωματικός έλεγχος υπό βροχή.

    Σωματικός έλεγχος υπό βροχή.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Αντίστοιχα, στο δεύτερο περιστατικό, τα στοιχεία του προς έλεγχου ατόμου που το καθιστούν ύποπτο είναι πως «φοράει full face» — ασχέτως αν στο βίντεο φαίνεται να έχει καλυμμένο το μισό του πρόσωπο μόνο —, μπουφάν και έχει τα χέρια του στις τσέπες. Το πλήρωμα του περιπολικού, με το χέρι στο όπλο, πλησιάζει το άτομο ρωτώντας το «τι κάνει εδώ» και «αν μένει στην περιοχή». Μετά από έναν — καταχρηστικό — σωματικό έλεγχο, αναφέρουν πώς το άτομο φέρει μαχαίρι, το οποίο και δεν αφαιρούν, ενώ ζητούν από την ρεπόρτερ της ΕΡΤ να απομακρυνθεί — υποθέτουμε επειδή αν ο ύποπτος δεν ήταν αστυνομικός/ηθοποιός θα κινδύνευε η ασφάλεια της;

    Το ύποπτο άτομο τελικά συλλαμβάνεται, χωρίς να του έχουν ζητηθεί στοιχεία ταυτότητας, χωρίς να του έχει αφαιρεθεί το «μαχαίρι» που έχει στην τσέπη του και χωρίς φυσικά να κατηγορείται για κάτι. Μόνο να φανταστούμε μπορούμε πώς θα αντιδρούσαν αν το άτομο είχε πάνω του τρικάκια.

    Στο τελευταίο περιστατικό, ελέγχουν ένα όχημα που το σύστημα της ΕΛ.ΑΣ. εμφανίζει ως κλεμμένο και συλλαμβάνουν τον ταλαιπωρημένο συνάδελφο τους που παίζει τον ρόλο του κακού, τον οποίο και χειροπεδούν χωρίς να ζητήσουν τα στοιχεία ταυτότητας του και χωρίς να έχουν κάνει τον οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο. Ακόμα κι αυτός όμως φαίνεται να ξέρει πως έχει πιο πολλές πιθανότητας να ζήσει αν αρχίσει να τρέχει, αντί να απομακρυνθεί με το όχημα του ώστε να ξεκινήσει κάποια καταδίωξη.

    Τρώνε οι έλληνες αστυνομικοί «ντονατσάκια»; Ναι, αλλά μόνο στο τέλος της βάρδιας.

    Τρώνε οι έλληνες αστυνομικοί «ντονατσάκια»; Ναι, αλλά μόνο στο τέλος της βάρδιας.

    Στιγμιότυπο από το ρεπορτάζ της ΕΡΤ

    Σε ένα ρεπορτάζ του κρατικού μέσου ενημέρωσης που σκοπό έχει να προβάλει την αστυνομία υπό το θετικότερο δυνατό φως, και το οποίο προφανώς και έχει δει και εγκρίνει η ΕΛ.ΑΣ. προτού μεταδοθεί, δεν προλαβαίνουμε να καταγράφουμε παρατυπίες. 

    Είναι αυτές οι ενδεδειγμένες από το νόμο και προβλεπόμενες εντολές; 

    Φέρουν μη προβλεπόμενα σύμβολα στις στολές τους τα άτομα του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ με αριθμούς σημάτων 276808 και 295284 που μιλούν επώνυμα στο βίντεο; 

    Περί εκδημοκρατισμού τα ερωτήματα, ρητορικά, κ. Θεοδωρικάκο.

    Μια συζήτηση για την αστυνομική βία

    Με αφορμή τη δημοσίευση του φακέλου «Ασύδοτοι προστάτες», σας προσκαλούμε σε μια ανοιχτή συζήτηση με θέμα την αστυνομική βία στην Ελλάδα, την Πέμπτη 7 Ιουλίου, στις 19.30, στο πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ (Πάρκο Ελευθερίας).

    Μια δημοκρατική κοινωνία έχει την αξίωση να μην κινδυνεύει από την ίδια της την αστυνομία. Κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να φοβάται ότι θα υποστεί βία, κακομεταχείριση ή αυθαίρετη αντιμετώπιση από αυτούς στους οποίους έχει αναθέσει την προστασία του. Ωστόσο, τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στην Ελλάδα είναι περισσότερα από όσα μπορούν καλόπιστα να θεωρηθούν «μεμονωμένα».

    Όσο κι αν διαχρονικά οι πολιτικές ηγεσίες υποβαθμίζουν το φαινόμενο, η δημοσιογραφική έρευνα αλλά και πληθώρα εκθέσεων από διεθνείς φορείς και ΜΚΟ δείχνουν ότι η αστυνομική βία όχι μόνο αποτελεί ένα επίμονο πρόβλημα αλλά καλύπτεται επανειλημμένα πίσω από μια ριζωμένη κουλτούρα ατιμωρησίας.

    Στη συζήτηση αυτή θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε το πρόβλημα και να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους οι προσπάθειες να αντιμετωπιστεί δεν έχουν φέρει μέχρι στιγμής αποτελέσματα.

    Η εκδήλωση θα λάβει χώρα στον υπαίθριο χώρο του Μουσείου Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης – πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ, έναν χώρο με ιδιαίτερο ιστορικό βάρος για το θέμα της εκδήλωσης.

    Μιλούν:

    • Μαρίνα Δαλιάνη, δικηγόρος
    • Παναγιώτης Δημητράς, εκπρόσωπος, Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι
    • Αυγουστίνος Ζενάκος, δημοσιογράφος, The Manifold
    • Αλεξάνδρα Καραγιάννη, δικηγόρος
    • Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη, υπεύθυνη εκστρατειών, Ελληνικό Τμήμα Διεθνούς Αμνηστίας
    • Ζαχαρούλα Τσιριγώτη, αντιστράτηγος (ε.α.), Ελληνική Αστυνομία 

    Συντονισμός: 

    • Σταύρος Μαλιχούδης, δημοσιογράφος, Solomon

    Ευχαριστούμε τον Σύνδεσμο Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών για την ευγενική παραχώρηση του χώρου της εκδήλωσης.

    Η αστυνομική βία στην Ελλάδα

    Συζήτηση

    Πέμπτη 7 Ιουλίου, 19.30 

    Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης – πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ

    Πάρκο Ελευθερίας (σταθμός μετρό: Μέγαρο Μουσικής)

    Διοργάνωση:

    Ο Κορκονέας, η ατιμωρησία και η επιείκια

    Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας που οδηγεί στην αποφυλάκιση του Επαμεινώνδα Κορκονέα λαμβάνεται υπό το καθεστώς της συστημικής ατιμωρησίας της αστυνομικής βίας, το οποίο υπονομεύει την αξία της επιείκιας στη δικαστική κρίση και οδηγεί στην αντιδραστική απαίτηση για ολοένα αυστηρότερες ποινές – τις οποίες θα υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί.

    Του Αυγουστίνου Ζενάκου

    Μέχρι σήμερα, ο Επαμεινώνδας Κορκονέας ήταν ο μόνος αστυνομικός που δολοφόνησε πολίτη, ο οποίος αντιμετώπισε μια υψηλή ποινή σε σχέση με ό,τι ορίζει ο νόμος για το αδίκημά του. Όλοι οι άλλοι αστυνομικοί – και δεν είναι λίγοι – που κατά καιρούς κατηγορήθηκαν για δολοφονίες πολιτών ή και για βασανιστήρια και σοβαρές βιαιοπραγίες, έχουν είτε αθωωθεί είτε υποστεί πολύ ελαφρές ποινές. Πρόκειται για ένα καθεστώς ατιμωρησίας που έχουμε ερευνήσει και συνεχίζουμε να ερευνούμε σε βάθος, στον φάκελο Ασύδοτοι προστάτες: Μια έρευνα για την αστυνομική αυθαιρεσία, βία και ατιμωρησία στην Ελλάδα.

    Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας μοιάζει να προσπαθεί να αφαιρέσει από τον Κορκονέα αυτό το σπάνιο προνόμιο. Στη δίκη του πρώην αστυνομικού σε δεύτερο βαθμό, τον Ιούλιο του 2019, το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου και μείωσε την ποινή του από ισόβια κάθειρξη στα δεκατρία χρόνια – διάστημα που (μαζί με τα «μεροκάματα») είχε ήδη εκτιθεί. Σημειωτέον ότι το ίδιο δικαστήριο παράλληλα αθώωσε, λόγω αμφιβολιών, τον Βασίλη Σαραλιώτη, ο οποίος πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 10 ετώ για συνέργεια.

    Ο Κορκονέας αποφυλακίστηκε, οδηγήθηκε όμως εκ νέου στη φυλακή τον Μάρτιο του 2022, όταν έγινε δεκτή η αναίρεση που άσκησε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και η υπόθεση επέστρεψε στο εφετείο για να ξαναδικαστεί ως προς τη χορήγηση του ελαφρυντικού.

    Σήμερα, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας αποφάσισε να εμμείνει στην απόφασή του και να αναγνωρίσει το ελαφρυντικό στον Κορκονέα, ο οποίος ως εκ τούτου μπορεί άμεσα να αποφυλακιστεί και πάλι.

    Οι συνήγοροι της υποστήριξης κατηγορίας έχουν ήδη ανακοινώσει ότι θα αιτηθούν στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει εκ νέου αναίρεση (αν και αυτό δεν γίνεται για τον ίδιο λόγο, αλλά μόνο αν προκύπτει κάποιος άλλος λόγος αναίρεσης από την απόφαση). Άσχετα όμως με την τελική δικαστική τύχη της υπόθεσης, πολλοί και πολλές στα ΜΜΕ και τα κοινωνικά δίκτυα από το πρωί διαμαρτύρονται για αυτό που θεωρούν σκανδαλώδη εύνοια της δικαιοσύνης προς κάποιον καταδικασμένο για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός παιδιού, μόνο και μόνο επειδή είναι αστυνομικός. Από πολλούς και πολλές επισημαίνεται ξανά αυτό που και στο παρελθόν πολύ σωστά έχει και η υπεράσπιση κατηγορίας αναδείξει, ότι ο «πρότερος σύννομος βίος» είναι προϋπόθεση για να είναι κανείς αστυνομικός και άρα δεν μπορεί να συνιστά ελαφρυντικό.

    Δεν είμαι καθόλου υπέρ του αιτήματος για εξοντωτικές ποινές. Οι διακηρύξεις πως «τα ισόβια πρέπει να είναι ισόβια» που θέλουν τους δράστες σοβαρών αδικημάτων να πεθαίνουν στη φυλακή, πιστεύω ότι στην πραγματικότητα ανήκουν σε μια αντιδραστική κοσμοθεωρία. Νομίζω, αντιθέτως, πως η ποινή για ένα αδίκημα πρέπει να είναι αυτή που αντιστοιχεί στον νόμο, με λογική και επιείκια, και όχι μια ποινή που «ξεπληρώνει» τη σοβαρότητα του αδικήματος – πόσο μάλλον αφού τον φόνο μόνο η θανατική καταδίκη μπορεί να «ξεπληρώσει», στην οποία είμαι απόλυτα ενάντιος.

    Επιπλέον, το βρίσκω βάρβαρο να μιλάω για χρόνια στη φυλακή σαν να μην είναι τίποτα. Ακούω ανθρώπους να λένε «σιγά, σε δέκα χρόνια είναι έξω» και σκέφτομαι ότι η φυλακή, ακόμη και με τις καλύτερες συνθήκες, είναι κάτι βαρύ και τραυματικό. Δέκα χρόνια που εξέτισε ο Κορκονέας είναι σοβαρή ποινή, δεν είναι παιχνιδάκι.

    Ούτε βέβαια πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να τιμωρούνται «παραδειγματικά» ή «με εμβληματικό τρόπο» επειδή η πράξη τους προσέλαβε ευρύτερους συμβολισμούς. Η δικαιοσύνη πρέπει να κρίνει αυστηρά εξατομικευμένα και με τα δεδομένα της συγκεκριμένης πράξης και όχι να στηλιτεύει κάτι ευρύτερο σε βάρος ενός μόνον ενόχου. Για τη δικαστική κρίση δεν θα έπρεπε να έχει σημασία ούτε αν η πράξη του Κορκονέα συμβόλισε την κρατική καταστολή και την αστυνομική αυθαιρεσία ούτε αν η εξέγερση που ξέσπασε σημάδεψε μια γενιά. Ανθρωποκτονία διέπραξε, για ανθρωποκτονία θα έπρεπε να τιμωρηθεί.

    Γιατί τότε δυσκολεύομαι τόσο πολύ να δεχτώ τη σημερινή απόφαση ως μια νομική κρίση που λέει ότι δέκα χρόνια είναι αρκετά; Γιατί δεν μπορώ να τη δεχτώ έστω ως έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο, τη στιγμή μάλιστα που μπορώ εύκολα να δω τον εαυτό μου σε περιπτώσεις άλλων καταδικασμένων για σοβαρά αδικήματα όχι μόνο να τη δέχομαι αλλά υπό προϋποθέσεις να την επικροτώ κιόλας;

    Ο λόγος είναι: δεν πιστεύω το δικαστήριο. Δεν τους πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για μια ευθεία, αμερόληπτη έκφραση επιείκιας προς έναν καταδικασμένο. Όταν πρόκειται για αστυνομικό που κατηγορείται για πράξη βίας κατά την τέλεση των καθηκόντων του, αμφισβητώ την ακεραιότητα της δικαστικής κρίσης.

    Στο πλαίσιο της έρευνάς μας, προσπαθούμε να συγκροτήσουμε ένα χρονολόγιο καταγγελιών αστυνομικής αυθαιρεσίας και να καταγράψουμε την πορεία τους μέσα στο δικαστικό σύστημα. Ελπίζουμε ότι με αυτόν τον τρόπο θα κατορθώσουμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία που το κράτος δεν δημοσιοποιεί, μέσα από την ανάλυση των οποίων θα προκύψουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για τον βαθμό μεροληψίας των δικαστικών αρχών απέναντι στην αστυνομία. Ακόμη και προτού ολοκληρωθεί αυτή η εργασία, όμως, τόσο το διαθέσιμο δείγμα όσο και η πολύχρονη κάλυψη τέτοιων υποθέσεων, μου δίνουν κάθε λόγο να μην πείθομαι ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας ήταν απλώς επιεικές, προέβη δηλαδή σε μια κρίση που θα μπορούσε να ισχύει ακόμη κι αν ο Κορκονέας δεν ήταν αστυνομικός.

    Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα με την συστημική ατιμωρησία: φέρνει ακόμη και τους μετριοπαθέστερους, τους πιο διαπρύσιους υποστηρικτές ενός ήπιου ποινικού συστήματος στο σημείο να αγανακτούν – με δεδομένο, βέβαια, ότι την όποια αυστηροποίηση των ποινών θα την υποστούν άλλοι, όχι οι αστυνομικοί. Η ατιμωρησία είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της επιείκιας.

    Όσο για το γεγονός ότι στη σημερινή απόφαση το ελαφρυντικό αναγνωρίστηκε με τις ψήφους των ενόρκων, ενώ οι τακτικοί δικαστές μειοψήφισαν, η υποστήριξη κατηγορίας θεωρεί ότι οφείλεται σε μεθόδευση του ίδιου του δικαστηρίου: οι τακτικοί δικαστές αρνήθηκαν να εξετάσουν εκ νέου τη δικογραφία και εμπόδισαν τους ενόρκους από το να το κάνουν, περιοριζόμενοι να συζητήσουν το ζήτημα του ελαφρυντικού. Κατά συνέπεια, οι ένορκοι δεν είχαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν.

    Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι η καλή εκδοχή. Η κακή εκδοχή είναι ότι η μακροχρόνια και συστηματική συγκάλυψη της αστυνομικής βίας, η υποβάθμισή της σε κάποιου είδους «αναγκαίο κακό» που συνοδεύει την απαραίτητη τήρηση της τάξης και την προστασία του κράτους, έχει διαδοθεί στην κοινωνία ως αντίληψη που ρυθμίζει τι θεωρούμε αποδεκτό από έναν αστυνομικό. Αν αυτό έχει ήδη συντελεστεί, όπως πιστεύουν πολλοί και πολλές, αν είναι δεδομένο και μάλιστα αφορά ευρεία μερίδα της κοινωνίας, τότε ο αγώνας που απαιτείται για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της αστυνομικής βίας είναι ακόμη δυσκολότερος.

    Police Violence and Impunity in Greece

    The Manifold joins forces with Solomon.

    Fanis Kollias/Solomon

    Public opinion in Greece is reeling at the news of a young man killed by the police on Saturday, October 23, during a high-speed chase that ended with motorised police firing a hail of bullets at his car. Information thus far indicates that the man was unarmed, which not only raises questions about the choices made by officers during the incident, but also suggests similarities with a key case that was decided by the European Court of Human Rights in 2004. In that case, the Court has found that Greece had failed both to protect the victim’s right to life from excessive force by its law enforcement officers, and to conduct an adequate investigation. The victim, who in that case ultimately survived, was awarded compensation. 

    This key case is one of a number that have been under enhanced supervision by the Council of Europe for the use of potentially lethal force and ill-treatment by law enforcement agents as well as the lack of effective investigations capable of leading to adequate disciplinary and criminal sanctions. 

    In September, the Committee of Ministers of the CoE decided to terminate supervision of all but three of these cases, giving particular weight to the promise by Greek Prime Minister Kyriakos Mitsotakis that police violence will be addressed. The promise was made in Parliament last March, following wide-spread, public police violence in the Athens suburb of Nea Smyrni.

    Saturday’s incident, as well as others that we have been documenting, do not appear to support that the Prime Minister’s promise is being translated to concrete measures that will counter police violence. We believe that police violence and impunity is a chronic and systemic problem that severely undermines the quality of Greek democracy. What is more, we have evidence that despite the Prime Minister’s contentions, police abuses of their legally prescribed powers have been increasing during the term of the present government. 

    As we’ve shared with you in previous newsletters, we are working on an in-depth investigation of this issue, drawing on years of experience by some of our members in covering police brutality. The investigation will appear as File 02 in The Manifold Files. 

    We are now very happy to announce that this project will form part of a collaboration with Solomon, a Greek non-profit media collective that uses media for social inclusion and aims to promote independent media in the country. Founded in Athens in 2016, Solomon has produced exceptional, in-depth stories on the violations of rights suffered by refugees and migrants, and was nominated for the European Press Prize 2021. As they are widening their scope to include further issues of accountability and transparency linked to those in power, we are proud to join forces with them and plan to also work on stand-alone, joint stories that will appear in Solomon. 

    Read our first story (in Greek, to be available in English shortly) > >

    The Project is realised with support from a grant by the Open Society Foundations. The grant is managed by Solomon in Greece.

    Greek Energy

    A new investigation into the energy sector

    Trans Adriatic Pipeline, Piping inlet at the cooling towers of the Kipoi compressor station, October 2019

    Trans Adriatic Pipeline, Piping inlet at the cooling towers of the Kipoi compressor station, October 2019

    Photo: TAP AG

    We are very happy to announce a collaboration between The Manifold and SourceMaterial, a UK-based, non profit investigative journalism outfit. Following up on The Manifold’s 2019 investigation into the politics of lignite-fuelled electricity production, this new project will investigate current developments in the Greek energy sector and examine what they signify for EU climate policy and other transnational issues. 

    Founded in 2017, the SourceMaterial team uses in-depth journalism to uncover stories that hold the powerful to account. Its publication partners have included NBCThe TimesThe GuardianThe ObserverThe IndependentVice World NewsopenDemocracy and the BBC programmes NewsnightFile on 4 and Spotlight.

    The project is already underway. We are planning a series of stories, and for the Greek language versions we are partnering up once more with Inside Story, an independent outlet specialising in long-form investigative and explanatory journalism. Although Inside Story posts some of its content subscription-free on social media, it does rely on members’ subscriptions to maintain its independence. So, if you are a Greek speaker, please consider subscribing here or forward this to anyone you know who might be interested.

    Our first story in this series should appear by the end of the month or thereabouts. We’ll keep you posted.

    Police violence and impunity in Greece

    Let us tell you a few words about our new investigation…

    Police violence and impunity is a chronic problem, systematically underreported in the media, that severely undermines the quality of Greek democracy. Some members of The Manifold have been researching it for over ten years. They have reported that in dozens of incidents, including murder and torture by police officers, perpetrators were either exonerated or received extremely lenient punishment both in internal disciplinary inquests and in the criminal courts.

    But, let’s be honest, while it is underreported, police violence is not exactly a secret — especially for the authorities themselves. Stories such as this one, written by our members Mariniki Alevizopoulou and Augustine Zenakos three years ago, have shocked people, but things have not changed. We don’t claim to have a complete strategy — much less a solution — to counter the failure of the political leadership and the judiciary to address the issue. So, what do we plan to do?

    As with other critical social issues, we believe that for many people the gravity of the problem is lost in a news cycle that, when it is not subservient to political affiliations and therefore purposefully hushes things up, prioritises speed over depth. We will make two things in one: first, we’ll pull all significant evidence on police violence and impunity into a resource of stories, case studies, interviews and relevant documents; then, we’ll turn this resource into a monitor, following up on every case of police violence and publishing all developments as they unfold.

    We have already drafted our research and publication strategy for this project, which also involves a collaboration with some esteemed colleagues.

    We’ll tell you more soon!

    Νόμος Τσιάρα: Στη Βουλή η ψευδοεπιστήμη και οι εμπνευστές των «στρατοπέδων επανένωσης»

    Κατά την συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής για το νομοσχέδιο Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας προσπάθησε να παρουσιάσει το «Σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης» ως κάτι ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θεωρία περιθωριακή και έντονα αμφισβητούμενη από την πλειονότητα των επιστημόνων, ενώ οι δημιουργοί της ελέγχονται ακόμη και από την ποινική δικαιοσύνη.

    Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου

    Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού μιλάει στην Επιτροπή της Βουλής, Μάιος 2021

    Η Μαριέττα Παπαδάτου-Παστού μιλάει στην Επιτροπή της Βουλής, Μάιος 2021

    Το πρόβλημα με την υπόσχεση μιας επιστήμης που παράγει συμπεράσματα για τον κόσμο δίχως το βάρος πολιτικών προκαταλήψεων είχε εντοπιστεί ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι τα μέσα του, η υπόσχεση αυτή είχε εγκαταλειφθεί. Είναι λοιπόν αναμφίβολα ενδιαφέρον ότι μια τέτοια αυτάρεσκη εκδοχή της επιστήμης επανεμφανίστηκε στη μαραθώνια συζήτηση που διεξήχθη την περασμένη Πέμπτη στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, όπου ειδικοί και φορείς αντάλλαξαν απόψεις με τους εκπροσώπους των κομμάτων επί του νομοσχεδίου Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο.

    Ήταν μάλιστα η τοποθέτηση που εγκαινίασε τη συζήτηση, αυτή της εκπροσώπου της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ) και επίκουρης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ κ. Μαριέττας Παπαδάτου-Παστού που ύστερα από προσεκτική εξέταση, δείχνει όλες τις προκαταλήψεις τις οποίες οι οπαδοί του νομοσχεδίου Τσιάρα, οργανωμένοι πλέον σε ένα ιδιαίτερα δυνατό και διεισδυτικό λόμπι, επικαλούνται ως «αντικειμενική επιστήμη» για να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους.

    Ομολογουμένως, ακόμα και στη δημόσια συζήτηση για το ζήτημα, υπήρξε ιδιαιτέρως πρωτότυπη η άποψη που εξέφρασε κατ’ επανάληψιν η κ. Παπαδάτου-Παστού ότι ο προτεινόμενος χρόνος («τουλάχιστον 35%» – «ιδανικά 50-50») παραμονής με το παιδί μπορεί να μοιράζεται και στους δύο γονείς ήδη από τη βρεφική ηλικία — τονίζοντας μέχρι και τα οφέλη για το παιδί όταν εναλλάσσονται οι τροφοί. Η υπόλοιπη επιχειρηματολογία της αποτελούσε μια υπερ-κατάφαση στο νομοσχέδιο Τσιάρα, διόλου ανόμοια με αυτή που ακούμε από τα χείλη των εκπροσώπων των οργανωμένων ομάδων πίεσης υπέρ της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας, οι οποίες έχουν συχνά φιλοξενήσει τις απόψεις της στους σχετικούς ιστότοπους και τα κοινωνικά δίκτυα.

    Το πρόβλημα όμως με την πρωτολογία και δευτερολογία της κ. Παπαδάτου-Παστού δεν είναι μόνο σε όσα είπε αλλά κυρίως στο πού τα στήριξε. Παρότι εν τέλει αρνήθηκε να εξειδικεύσει τις πηγές από τις οποίες αντλεί τα συμπεράσματά της, οι δύο εξ αυτών που κατονόμασε, μία εγχώρια και μία ξένη, δείχνουν την αποτυχία να αναστοχαστεί επαρκώς για την εγκυρότητα των συμπερασμάτων της και θέτουν εύλογα εν αμφιβόλω και εκείνες τις πηγές που δεν κατονόμασε.

    Η εγχώρια πηγή ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος και ο ίδιος της ΕΛΨΕ, Ηλίας Κουρκούτας, εξίσου δημοφιλής — αν όχι περισσότερο — με την κ. Παπαδάτου-Παστού μεταξύ των ομάδων πίεσης για την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια. Οι δυό τους έχουν εκπροσωπήσει την ΕΛΨΕ στον δημόσιο διάλογο για το ζήτημα, παρότι δεν συγκαταλέγονται στους διοικούντες ή τους συντονιστές των επιμέρους κλάδων της Εταιρείας.

    Δεν είναι μεμπτό φυσικά να παραθέσει κανείς έναν επιστήμονα με ειδίκευση στην Παιδοψυχολογία. Όταν όμως ένα ζήτημα διχάζει την επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως σε τέτοιο βαθμό όσο η εξαναγκαστική συνεπιμέλεια, η επίκληση σε έναν μόνο επιστήμονα έχει νόημα όταν αυτός/-ή εκπροσωπεί το consensus (τη σε γενικές γραμμές κοινή συμφωνία) της επιστημονικής κοινότητας. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, στον βαθμό που υφίσταται consensus, σίγουρα δεν αντιπροσωπεύεται από τα συμπεράσματα του κ. Κουρκούτα. Πολλώ δε μάλλον όταν κι ο ίδιος βασίζεται συχνά με τη σειρά του στην έτερη πηγή που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού.

    Αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από την περιβόητη «έκθεση Warshak», ένα κείμενο του αμερικανού ψυχολόγου Richard Warshak από το 2014, το οποίο, όπως μας ενημέρωσε η κ. Παπαδάτου-Παστού, υποστηρίχθηκε από 110 επιστήμονες του κλάδου και την Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία. Ο συγγραφέας του κειμένου υπήρξε μαθητής του ψυχολόγου Richard Gardner που εισήγαγε την έννοια του «Συνδρόμου Γονεϊκής Αποξένωσης» και κληρονόμος του επιστημονικού υλικού που άφησε πίσω του. Από τον θάνατο του Gardner το 2003, ο Warshak έχει γίνει ο συνεχιστής των θεωριών του για τη «γονεϊκή αποξένωση» και κατ’ επέκταση, το βασικό επιστημονικό άλλοθι για τους υπέρμαχους της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας.

    Αυτή η «έκθεση» που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού έχει μια σειρά προβλήματα, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι δεν είναι έκθεση. Είναι ένα paper που δημοσιεύθηκε στο πλουραλιστικό περιοδικό της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας Psychology, Public Policy, and Law, ως μέρος του επιστημονικού διαλόγου, και το οποίο υποστήριζε συνθέτοντας τη βιβλιογραφία για τη Γονεϊκή Αποξένωση ότι ο ίσος χρόνος με τους δύο γονείς αποδεικνύεται ωφέλιμος για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών. «Έκθεση» το καθιστά μόνο ο κάπως θρασύς τίτλος “a consensus report” που έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, παρότι τόσο οι πηγές του όσο και το ίδιο το κείμενο δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση κάποιο “consensus”, από τη στιγμή που είχαν δεχθεί και συνεχίζουν να δέχονται τα πυρά μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας.

    Όσο για την επίσημη θέση της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας για τον Warshak και το «Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης», αυτή φαίνεται στο σχετικό λήμμα του Λεξικού της Εταιρείας: «Το Σύνδρομο έχει απορριφθεί από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία και την Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία, λόγω έλλειψης εμπειρικών και κλινικών στοιχείων να το υποστηρίξουν και δεν περιλαμβάνεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM)».

    Όταν τονίστηκε στην κ. Παπαδάτου-Παστού η απουσία του Συνδρόμου από το DSM, η απάντησή της υπήρξε ενδιαφέρουσα: «Δεν συμπεριλαμβάνεται στα διαγνωστικά εγχειρίδια ως γονεϊκή αποξένωση, αλλά περιγράφεται υπό άλλους όρους στο κεφάλαιο “Προβλήματα στις Γονεϊκές Σχέσεις”». Είναι περίπου σαν να λέμε ότι ένα πακέτο μακαρόνια, κιμάς και μπεσαμέλ είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα με ένα παστίτσιο.

    Να σημειωθεί επίσης ότι είναι τελείως ασυνήθιστο να γίνεται συλλογή 110 υπογραφών από ειδικούς υπέρ ενός επιστημονικού paper. Αυτό περισσότερο δείχνει την πολιτικοποίηση ενός συμπεράσματος, παρά την κοινή αποδοχή του από την επιστημονική κοινότητα.

    Η αναφορά στον Warshak γίνεται πολλαπλα ατυχής αν συνυπολογίσουμε ότι το έργο του δεν είναι μόνο θεωρητικό. Εδώ και έντεκα τουλάχιστον χρόνια έχει υποστηρίξει ενεργά και έχει συνεργαστεί με διάφορα «εργαστήρια» ενάντια στη γονεϊκή αποξένωση και κυρίως το μεγαλύτερο εξ αυτών, με έδρα την Καλιφόρνια, ονόματι Family Bridges. Τα εργαστήρια αυτά, που ονομάζονται «στρατόπεδα επανένωσης» ή «στρατόπεδα του Rand και του Warshak» από τους επικριτές τους, ιδρύθηκαν από τον Randy Rand, έναν πρώην ψυχολόγο του οποίου η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αφαιρέθηκε το 2009 για παραβίαση των αρμοδιοτήτων του ψυχολόγου-διαμεσολαβητή σε δύο δικαστικές υποθέσεις οικογενειακού δικαίου.

    Έκτοτε, και τα Family Bridges άρχισαν να αυτοσυστήνονται ως «εκπαιδευτικά», αντί για «θεραπευτικά» εργαστήρια. Αυτό, σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο NBC, τους έχει επιτρέψει να λειτουργούν χωρίς επίβλεψη από την πολιτεία. Η δε διείσδυση των ιδεών πάνω στις οποίες βασίζονται — με τη βοήθεια του σχετικού lobbying — έχουν οδηγήσει σε μία βιομηχανία δικαστικών εντολών στις ΗΠΑ, αλλά και στον Καναδά, που στέλνουν τα παιδιά των διαζυγίων σε αυτά τα εργαστήρια, το κόστος των οποίων ξεκινάει από τα 20.000 δολάρια. Μία εξόχως επικερδής δραστηριότητα που δεν θεμελιώνεται σε καμία επιστημονική βεβαιότητα και λειτουργεί χωρίς καμία κρατική πιστοποίηση.

    Όσο για το τι συμβαίνει όταν οι ιδέες περί «γονεϊκής αποξένωσης» εφαρμόζονται στην πράξη, σε εκτενές σχετικό θέμα με τίτλο «Όταν το Παιδί Γίνεται Όπλο» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Atlantic τον Δεκέμβριο του 2020, ο ιδρυτής του Ινστιτούτου για τη Βία, την Κακοποίηση και το Τραύμα περιγράφει κι αυτός τα Family Bridges ως «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Το δημοσίευμα μιλάει για παιδιά που μέσα στο πρόγραμμα απέκτησαν αυτοκτονικό ιδεασμό, έπαθαν κρίσεις πανικού, ενώ ένα εξ αυτών δηλώνει ακόμα «συναισθηματικά κατεστραμμένο από το πρόγραμμα».

    Τα δε τρία παιδιά — ενήλικες πλέον — που μιλάνε στο NBC για το πρόγραμμα δηλώνουν μεταξύ άλλων ότι «δεν θα το εύχονταν αυτό σε κανέναν άνθρωπο» και ότι όλα βγήκαν από εκεί μέσα «μισώντας» τον ένα γονέα. Σε άλλο δημοσίευμα του αμερικανικού δικτύου από το 2018, παιδιά που βρέθηκαν στο Family Bridges κάνουν λόγο για χειραγώγηση και τακτικές εκφοβισμού.

    Σε πρόσφατο podcast του Reveal, του πολυβραβευμένου Κέντρου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας στις ΗΠΑ, περιγράφεται μέσα από πρωτογενείς μαρτυρίες η τραυματική στιγμή που δύο αδέρφια φεύγουν από τη δικαστική αίθουσα συνοδεία αστυνομικών για να μεταφερθούν σε κάποιο Family Bridges. Μέσα στο πρόγραμμα περιγράφουν ότι αισθάνονται «αιχμάλωτοι» και «εγκλωβισμένοι» και καταθέτουν ότι οι ίδιοι οι Rand και Warshak τους δήλωναν ότι δεν θα βγουν από εκεί μέσα μέχρι να παραδεχθούν ότι ο πατέρας τους τους είχε κάνει πλύση εγκεφάλου.

    Υπάρχει ένα μοτίβο σε όλες τις μαρτυρίες που έχει συλλέξει η δημοσιογραφική έρευνα για τα Family Bridges: η πλευρά του «αποξενωμένου» γονέα εισηγείται την προσφυγή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα στο δικαστήριο· το δικαστήριο το δέχεται (στο 27% των περιπτώσεων στον Καναδά και εικάζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις ΗΠΑ)· οι γονείς πληρώνουν ένα υπέρογκο ποσό για το πρόγραμμα· τα παιδιά περνούν από μία συστηματική «εκπαίδευση» που τους αλλάζει προτιμήσεις σε γονέα· τα παιδιά απομακρύνονται από τον γονέα που είχε την αρχική επιμέλεια και ενδέχεται να κάνουν να τον δουν χρόνια. Όπως κατέθεσε ένας δικηγόρος σε σχετική έρευνα της Washington Post το 2017: «Αυτά τα προγράμματα είναι κατά βάση απάτες. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι αποκόμιζαν υπέρογκα ποσά πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας». Ο ίδιος ο Richard Warshak αρνήθηκε να μιλήσει στην εφημερίδα, γιατί πιθανώς επίκειντο διώξεις εναντίον του, για την τύχη των οποίων δεν καταφέραμε να πληροφορηθούμε.

    Είναι λοιπόν περίεργο το πώς η κ. Παπαδάτου-Παστού θεώρησε ότι μπορεί να βασίζει την επιχειρηματολογία της σε έναν άνθρωπο που ως προς τις θεωρίες του δεν εμπίπτει ούτε κατά διάνοια στο επιστημονικό consensus, ενώ το κλινικό του έργο φαίνεται να υπάγεται στη σφαίρα της ποινικής δικονομίας.

    Στη δευτερολογία της, όταν η Επιτροπή αμφισβήτησε την εγκυρότητα των πηγών της, έδωσε την απάντηση ότι εκείνη είναι καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ. Η κυκλικότητα του επιχειρήματος (ένα είδος «ισχύει επειδή το λέω εγώ») είναι προφανής. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε κι εμείς να πούμε ότι αφ’ ης στιγμής υπάρχει δημοσίευμα που παρουσιάζει την κ. Παπαδάτου-Παστού να λαμβάνει την έδρα στο ΕΚΠΑ ως κόρη καθηγητή του ΕΚΠΑ, μπορούμε να το δεχτούμε ως ακριβές, μόνο και μόνο επειδή είμαστε δημοσιογράφοι και άρα αρμόδιοι να κρίνουμε. Βεβαίως, δεν το κάνουμε, διότι θα τσαλακώναμε τη δημοσιογραφική δεοντολογία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκείνη τσαλακώνει την επιστημονική μέθοδο.

    Θεωρητικά, δεν είναι αθέμιτο να έλκεται μια επιστήμονας από τα συμπεράσματα κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος δεν ανήκει στο επιστημονικό consensus. Αυτό θα μπορούσε να είναι ως και υγιές — αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου θα έπρεπε να δημιουργούν ανησυχίες. Ωστόσο, αυτό που δημιουργεί πρόβλημα είναι όταν η αντιθετική αυτή άποψη απλά αυτοβαφτίζεται “consensus” προσπερνώντας επιδεικτικά τη βάσανο του επιστημονικού διαλόγου.

    Αν αυτά παρουσιάζονται ως «επιστήμη» από έναν άνθρωπο με το βιογραφικό της κ. Παπαδάτου-Παστού, μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι άλλο έχει ενδυθεί τον επιστημονικό μανδύα στη δημόσια συζήτηση για τη συνεπιμέλεια προκειμένου να κρυφτεί το γεγονός ότι το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό και με τη θέση που παίρνει ο καθένας, απαντά σε θεμελιακά ερωτήματα, όπως το τι έχει προτεραιότητα στους όρους ενός διαζυγίου, τα δικαιώματα του παιδιού ή του γονέα που ισχυρίζεται ότι «αποξενώνεται»;

    Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιέρ Μπουρντιέ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του να μελετά τα ολισθήματα που πηγάζουν από την προκατάληψη και επηρεάζουν την επιστημονική μέθοδο. Η μόνη λύση που βρήκε ήταν ο συνεχής κριτικός αναστοχασμός πάνω στη θέση από την οποία μιλάει ο ερευνητής και τις ενδεχόμενες προκαταλήψεις του. Αν η κ. Παπαδάτου-Παστού ψάχνει θερινό ανάγνωσμα, θα μπορούσε να αφήσει για λίγο στην άκρη τον Warshak και να πιάσει τον Μπουρντιέ. Ενδεχομένως να της αρέσει.

    Το άρθρο αυτό προδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα TVXS, στις 16 Μαΐου 2021.

    Children Under Lockdown

    A live investigation into child abuse and neglect
    in the era of Covid-19

    July 16 – 23, 2020

    The Covid-19 lockdown was challenging for everyone. What did it mean, however, for children faced with abuse or neglect? In Greece, where the child protection system is disjointed, understaffed and disorganised, how did the lockdown affect children who were forced to not have contact with anyone else apart from their abusers? How did State services respond during such a trying period? After the lockdown ended, were any measures put in place to assess and alleviate the consequences for vulnerable children? What is the plan, in case an increase in Covid-19 cases forces a new lockdown?

    We are seeking answers to these questions through five interviews with child protection experts that will be streamed live on The Manifold Facebook Page.

    Children Under Lockdown is a live journalism project. Online, live interviews offer an opportunity for audience members to participate in the process of gathering evidence through submitting their own questions. 

    If you want to submit a question, you can do so in the following ways:

    • At any point before an interview, by email to themanifold@themanifold.media, or by message on Messenger.
    • During the streaming of each interview, by comment under the Facebook live video post.

    The interviews will be in Greek. After all five are completed, the videos will be subtitled in English, and — together with additional research — added as a major update to File 01: The Children and the State.

    PROGRAMME

    • Interview #1 • Thursday 16/7, 19.00
      Theoni Koufonikolakou
      Childrens’ Ombudswoman
    • Interview #2 • Friday 17/7, 19.30
      Antonis Rellas
      Film director; Disabled activist, Emancipation Movement for the Disabled “Zero Tolerance”
    • Interview #3 • Monday 20/7, 19.30
      Giorgos Nikolaidis 
      Psychiatrist; Chairman, Bureau of Lanzarote Committee, Council of Europe; Director, Mental Health and Social Welfare Department, Institute of Child Health 
    • Interview #4 • Wednesday 22/7, 19.30
      Triantafyllia Athanasiou
      President, Association of Social Workers of Greece
    • Interview #5 • Thursday 23/7, 19.30
      Stefanos Alevizos
      Psychologist, The Smile of the Child NGO

    The Children Under Lockdown project is funded through a grant by the European Journalism Covid-19 Support Fund, and supported by Reporters United.