Με την υποστήριξη του ευρωπαϊκού πλαισίου, το λιγνιτικό μονοπώλιο της ΔΕΗ μετατράπηκε σε όπλο εναντίον της, φέρνοντας την απόλυτη κυριαρχία του ιδιωτικού φυσικού αερίου.
Έχοντας επισκιαστεί πλέον από τη δριμύτητα της πρόσφατης πανευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, έχει πλέον ξεχαστεί ότι από τα Χριστούγεννα του 2016 και για όλον σχεδόν τον Ιανουάριο του 2017, η Ελλάδα αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη απειλή εφοδιασμού που έχει ζήσει ποτέ. Οι μειωμένες εισαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για μια σειρά λόγους (οι οποίοι δεν είναι αντικείμενο του παρόντος ρεπορτάζ) κατά τη διάρκεια του χειμώνα έφεραν κοντά τον κίνδυνο ενός μεγάλου μπλακ άουτ. Η κρίση αποσοβήθηκε αλλά προέκυψαν διάφορα ερωτήματα σχετικά με την επάρκεια του ελληνικού ενεργειακού συστήματος.
Η ενεργειακή κρίση έδωσε την αφορμή να ξεδιπλωθούν όλα τα ζητήματα της αγοράς ενέργειας. Η ημερίδα που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας τον Μάρτιο του 2017 κατέληξε να παράγει διαφορετικές ειδήσεις από αυτές που ίσως θα περίμενε κανείς: ενώπιον αρμόδιων φορέων και παραγόντων της αγοράς ενέργειας, ο γενικός διευθυντής της θυγατρικής της ΤΕΡΝΑ, «ΗΡΩΝ Θερμοηλεκτρική», Δημήτρης Γεωργαντώνης, κατήγγειλε ότι υπάρχουν ενδείξεις χειραγώγησης της αγοράς ενέργειας, οι οποίες παρουσιάστηκαν μέσα στην ενεργειακή κρίση.
Τη συζήτηση συντόνιζε ο καθηγητής του ΕΜΠ Παντελής Κάπρος. Ο ίδιος είχε υποστηρίξει επανειλημμένα ότι στη μορφή που είχε η αγορά μέχρι τότε, υπήρχε χειραγώγηση της λεγόμενης Οριακής Τιμής Συστήματος. Μάλιστα, ως πρώτος πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) την περίοδο 2000-2004 είχε προτείνει κατευθυντήριες γραμμές για την αποτροπή του φαινομένου. Αντίστοιχες κατηγορίες έχουν διατυπωθεί και από άλλους. Το θέμα έχει απασχολήσει και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η ίδια η ΔΕΗ είχε αναγκαστεί να απαντήσει όχι μία, ούτε δύο, αλλά τρεις φορές αρνούμενη τέτοιες κατηγορίες.
Όσοι κατήγγειλαν τη χειραγώγηση την απέδωσαν με διαφορετικούς τρόπους στον ιδιαίτερο ρόλο που παίζουν στην ημερήσια παραγωγή οι λιγνιτικές μονάδες και οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί, που αυτή τη στιγμή ελέγχονται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τη ΔΕΗ. Αυτό το δημόσιο μονοπώλιο έχει αμφισβητηθεί έντονα εδώ και δύο δεκαετίες τόσο από τους ιδιώτες όσο και από το ευρωπαϊκό πλαίσιο για την απελευθέρωση της αγοράς, μια διαδικασία που πέρασε από πολλά στάδια και πολυεπίπεδες συγκρούσεις μέχρι να έρθει το πλήρες άνοιγμα της αγοράς.
Η τιμή και ο λιγνίτης
Το φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης της 22ας Δεκεμβρίου 1999, όπου δημοσιεύεται ο νόμος με τον οποίον η χώρα μας υιοθέτησε την ευρωπαϊκή οδηγία του 1996 για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα, αποτελεί μία από τις τελευταίες νομοθετικές πράξεις του ελληνικού κράτους για τον ταραχώδη 20ο αιώνα. Ενάμιση χρόνο αργότερα, το 2001, γεννήθηκε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για να επιβλέψει τους όρους αυτής της απελευθέρωσης. Στις σχεδόν δύο δεκαετίες που ακολούθησαν τη δημοσίευση εκείνου του ΦΕΚ, η ΡΑΕ, οι ελληνικές κυβερνήσεις, η ΔΕΗ, οι ιδιώτες παραγωγοί ενέργειας, η βιομηχανία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βρέθηκαν παγιδευμένοι σε ένα πεδίο που απαιτούσε συνεχείς ελιγμούς γύρω από τα αντικρουόμενα συμφέροντά τους.
Πύλες εισόδου των ιδιωτών στην αγορά ενέργειας υπήρξαν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και το φυσικό αέριο — με τη ΔΕΗ να ελέγχει το σύνολο της λιγνιτικής ηλεκτροπαραγωγής. Η διαδικασία για να καταρτιστούν οι όροι της απελευθέρωσης ήταν μακροχρόνια και επίπονη και δεν επρόκειτο να αποφέρει καρπούς μέχρι το 2004, ενώ οι δημόσιες τοποθετήσεις της ΡΑΕ υπό τον Παντελή Κάπρο για το ζήτημα έδειχναν έντονο προβληματισμό για τη θέση του λιγνίτη στην υπό διαμόρφωση ενεργειακή αγορά: σε έκθεση του 2002, η ΡΑΕ προτείνει την εξαίρεση των λιγνιτικών μονάδων, που ανήκαν φυσικά στη ΔΕΗ, από την υποχρεωτική συμμετοχή στην ημερήσια αγορά ενέργειας.
Το σκεπτικό της ΡΑΕ εκκινούσε από το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο, πριν δηλαδή από το 2005, ο λιγνίτης δεν είχε επιβαρυνθεί ακόμη με το κόστος δικαιωμάτων εκπομπών CO2 και αποτελούσε με διαφορά το φθηνότερο καύσιμο — λίγο παραπάνω από το μισό της τιμής της κιλοβατώρας που παραγόταν από πετρέλαιο ή φυσικό αέριο.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη ΡΑΕ, η ΔΕΗ έπρεπε να εξαιρεθεί από την συμμετοχή στην ημερήσια αγορά ενέργειας επειδή «θα µπορούσε να χειραγωγήσει την αγορά, όπως για παράδειγµα µέσω συνδυασµένων προσφορών, που στην ουσία θα εφάρµοζαν σταυροειδή επιδότηση από τις λιγνιτικές µονάδες, προς άλλες λιγότερο ανταγωνιστικές, όπως οι πετρελαϊκές».
Οι σταυροειδείς επιδοτήσεις στις οποίες αναφέρεται η ΡΑΕ θα αξιοποιούσαν τη δυνατότητα που δίνει ο τρόπος υπολογισμού της λεγόμενης Οριακής Τιμής Συστήματος – της τιμής της ενέργειας στην ημερήσια αγορά – να επιδοτούνται οι φθηνότερες πηγές ηλεκτροπαραγωγής από τις ακριβότερες. Έτσι, ένα φθηνό καύσιμο που θα είχε υποχρεωτική συμμετοχή στον ημερήσιο ενεργειακό προγραμματισμό θα αύξανε την τιμή πώλησής του στη χονδρική αγορά ενέργειας μέσω του συνδυασμού του με ένα ακριβό. Ωστόσο, η πρόβλεψη για τη μη-υποχρεωτική συμμετοχή του λιγνίτη στην ημερήσια αγορά περιέργως δεν εμφανίζεται τελικά στην εισηγητική έκθεση της ΡΑΕ για την τροποποίηση του νόμου και κατά συνέπεια, ούτε και στις τελικές τροποποιήσεις του.
«Το 2003 έπρεπε να σχεδιαστεί πώς θα λειτουργήσει η αγορά ώστε και να απελευθερωθεί και να υπάρχει όφελος για τον καταναλωτή», είπε ο κ. Κάπρος. «Ένα σχέδιο που πρότεινα τότε, το οποίο όμως δεν έγινε αποδεκτό από τον τότε υπουργό Τσοχατζόπουλο ήταν η λιγνιτική παραγωγή να οργανωθεί σε μία υποχρεωτική αγορά. Ο λιγνίτης τότε ήταν η πιο φθηνή πηγή. Πρότεινα να υπάρξει μια χονδρική αγορά μόνο για λιγνίτες, όπου αγοραστής δεν θα ήταν μόνο η ΔΕΗ. Έτσι θα άνοιγε η αγορά. Αν είχε γίνει αυτό, θα είχε ανοίξει από τότε η αγορά με υγιή τρόπο».
«Δεν έγινε δεκτό γιατί όταν το άκουσε η ΔΕΗ κατάλαβε ότι έτσι θα ανοίξει η αγορά της λιανικής. Κι έπεσε πάνω στον Τσοχατζόπουλο και δεν άνοιξε».
Το κοίτασμα που ξεκλείδωσε την αγορά
Τα επόμενα χρόνια οι καταγγελίες των ιδιωτών επιχειρηματιών, που απέβλεπαν στην ανοιχτή αγορά ενέργειας, ότι η ΔΕΗ κάνει κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της αρχίζουν να πληθαίνουν και ταυτίζονται με τις στοχεύσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Ευρωπαία Επίτροπος Ανταγωνισμού Νέλι Κρους, η οποία αναλαμβάνει το σχετικό χαρτοφυλάκιο από το 2004 έως το 2010, καθιστά ρητή την πρόθεσή της για το «σπάσιμο» των μεγάλων κρατικών εταιρειών της ενέργειας – στρατηγική που βάζει στο στόχαστρο όχι μόνο τη ΔΕΗ αλλά και κολοσσούς όπως τη γερμανική E.ON και τη γαλλική EDF.
Επί των ημερών της Κρους θα εξεταστεί η πρώτη προσφυγή κατά της ΔΕΗ για τον ηγεμονικό ρόλο της επιχείρησης, που αντιστρατεύεται το άνοιγμα της αγοράς. Η υπόθεση εκκινεί από το ζήτημα της εκμετάλλευσης του λιγνιτωρυχείου της Βεύης στη Φλώρινα, ύστερα από προσφυγή ιδιώτη της αγοράς ενέργειας στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η Βεύη είχε εκχωρηθεί στην εταιρεία ΒΙΟΛΙΓΝΙΤ, η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα που το 2002 θα την ανάγκαζαν να σταματήσει την εκμετάλλευση του λιγνιτικού κοιτάσματος. Η παύση της εκμετάλλευσης παραβίαζε τους όρους της σύμβασης παραχώρησης και ως εκ τούτου, έναν χρόνο μετά, το ορυχείο επανήλθε στο Δημόσιο. Η ΔΕΗ εξέφρασε την επιθυμία της να αναλάβει το κοίτασμα –το οποίο ούτως ή άλλως πρόσκειται στην τότε ολοκαίνουργια μονάδα της Μελίτης – προς μεγάλη δυσφορία των ιδιωτών.
Όσο εξελίσσεται, τα επόμενα χρόνια, η εξέταση του λιγνιτικού μονοπωλίου της ΔΕΗ από τη Νέλι Κρους, η υπόθεση της Βεύης συνεχίζεται. Το 2006 προκηρύχθηκε διαγωνισμός για το λιγνιτωρυχείο, όπου συμμετείχαν όλοι οι επίδοξοι «μνηστήρες» της απελευθερωμένης αγοράς: η ΕΛΤΕΧ των επιχειρηματιών Λεωνίδα Μπόμπολα και των αδελφών Σάκη και Δημήτρη Καλλιτσάντση σε συνεργασία με τη ΜΕΤΚΑ του ομίλου Μυτιληναίου, ο όμιλος ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ των επιχειρηματιών Γιώργου Περιστέρη και Νίκου Κάμπα, η DAMCO του Δημήτρη Κοπελούζου και η ίδια η ΔΕΗ. Η υψηλότερη προσφορά είναι αυτή του ομίλου ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, η οποία μάταια θα περιμένει την κατακύρωση του διαγωνισμού.
Σε ομιλία του στο Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης, το 2007, ο Κωνσταντίνος Μιχαλάκης, διευθύνων σύμβουλος της «Ήρων» του Ομίλου ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, δηλώνει ότι «επόμενος στόχος του ομίλου, είναι η απόκτηση και η εκμετάλλευση λιγνιτωρυχείου που θα οδηγήσει στην κατασκευή μονάδας λιγνίτη». Αντίστοιχες προθέσεις για κατασκευή μονάδας ρεύματος με καύσιμο λιγνίτη έχει εκφράσει νωρίτερα και ο επικεφαλής του Ομίλου Μυτιληναίος.
Η ολιγωρία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης των προτάσεων που έχουν κατατεθεί και στην παραχώρηση της Βεύης, εξηγείται από τις τρεις παράλληλες διεργασίες που αλλάζουν το ενεργειακό σκηνικό εκείνη την εποχή.
Η πρώτη είναι η εξής: η περίοδος 2006-07 σημαδεύεται από την έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου για την Ενέργεια και το Κλίμα και τη στρατηγική της διοίκησης της ΔΕΗ υπό τον Τάκη Αθανασόπουλο, που αμφότερες προβλέπουν την αύξηση της ζήτησης ρεύματος και συνεπώς σχεδιάζουν το μέλλον στη βάση της αύξησης της διαθέσιμης ισχύος, μέσω ενδεχόμενης διεύρυνσης του ενεργειακού μείγματος της χώρας με πυρηνικά ή εισαγόμενο λιθάνθρακα. Η πρόβλεψη αυτή θα ναυαγήσει όταν η έλευση της κρίσης θα μειώσει ραγδαία τη ζήτηση ρεύματος. Από τα τέλη του 2007, ωστόσο, η ΔΕΗ έχει στείλει μεταξύ άλλων αίτημα στη ΡΑΕ για χορήγηση άδειας κατασκευής μιας νέας λιγνιτικής μονάδας στη Μελίτη της Φλώρινας – την οποία, όμως, θα μπορούσε να τροφοδοτεί με το «εθνικό μας καύσιμο» μόνο με τη βοήθεια του κοιτάσματος της Βεύης.
Ιδιώτες εναντίον ιδιωτών
Η δεύτερη διεργασία συντελείται στο εσωτερικό του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ). Παράγοντας της ελληνικής βιομηχανίας μάς λέει ότι η δεκαετία του 2000 ήταν – με ένα ενδιαφέρον υβρίδιο μεταφορικών εκφράσεων – η εποχή των «χρυσών αγελάδων». Η ραγδαία ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας (μεταλλουργία, ορυκτά), λόγω της αυξημένης ζήτησης στην εγχώρια αγορά με την άνθηση του κατασκευαστικού τομέα, συνοδεύεται από νέες ανάγκες για τους ενεργοβόρους καταναλωτές, οι τάξεις των οποίων εμπλουτίζονται σταδιακά με νέους ακμάζοντες κλάδους, όπως το πετρέλαιο και τα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα.
Οι βιομήχανοι είναι οι πρώτοι που αποκτούν τη δυνατότητα να επιλέγουν πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας από το 2004, τρία χρόνια πριν δοθεί η ίδια δυνατότητα στους οικιακούς καταναλωτές. Μεσολαβούν, δηλαδή, περίπου οκτώ χρόνια από τη στιγμή που αποφασίζεται η απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς μέχρι οι ιδιώτες της ενέργειας, οι μόνες πύλες εισόδου των οποίων στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ήταν μέσω του φυσικού αερίου και των ΑΠΕ, να έχουν πρόσβαση στον οικιακό λογαριασμό. Ταυτόχρονα, η βιομηχανία αναζητά παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας που θα της δίνουν συγκεκριμένες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας μέσα από απευθείας συμβάσεις – διαφορετικές από το καθημερινό «χρηματιστήριο ενέργειας», όπου εισέρχονται ποσότητες της χονδρικής, προκειμένου να περάσουν στα χέρια προμηθευτών, οι οποίοι με τη σειρά τους αναλαμβάνουν να καλύψουν τις ανάγκες των καταναλωτών.
Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι βιομήχανοι και ιδιώτες της ενέργειας μοιάζουν να μπορούν να καλύψουν ο ένας τις ανάγκες του άλλου, οι σχέσεις τους δεν είναι ακριβώς ομαλές. Ο ΣΕΒ από το 2008 διέρχεται μια περίοδο μετασχηματισμού, απέναντι στον οποίον τα μέλη του έχουν πολύ διαφορετικές θέσεις, είτε όσον αφορά τη διεύρυνση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων ή την κατεύθυνση που θα πάρει η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Το δεύτερο ζήτημα πολώνει τους συμμετέχοντες στον ΣΕΒ και οδηγεί σταδιακά στη δημιουργία δύο στρατοπέδων με διαφορετική εκπροσώπηση στην ενεργειακή πολιτική.
Από τη μία, οι παραγωγοί ενέργειας που θέλουν την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς συσπειρώνονται από τον Απρίλιο του 2010 στον Ελληνικό Σύνδεσμο Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ). Τον ΕΣΑΗ απαρτίζουν οι Μυτιληναίος, Motor Oil, ΕΛΠΕ, ΕΛΛΑΚΤΩΡ, ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ (όλοι εκτός της Motoroil έχουν διεκδικήσει κάποια στιγμή την είσοδό τους στη λιγνιτική παραγωγή) και οι ξένες εταιρείες Edison, GdF Suez και Qatar Petroleum International.
Από την άλλη τον Ιούλιο του 2010 συσπειρώνονται και οι μεγάλοι καταναλωτές ενέργειας που εκπροσωπούν τη βαριά βιομηχανία: ΑΓΕΤ-Ηρακλής, ΤΙΤΑΝ, ΣΙΔΕΝΟΡ-ΣΟΒΕΛ, ΧΑΛΥΨ, Χαλυβουργία Ελλάδος, ΒΙΟΧΑΛΚΟ, ΕΛΒΑΛ και άλλοι εκπροσωπούνται πλέον μέσω της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ). Σκοπός της ΕΒΙΚΕΝ είναι η παρέμβαση σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο προκειμένου να προστατευθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας στο διεθνές περιβάλλον, καθώς η πτώση της εγχώριας ζήτησης που έχει επιφέρει η οικονομική κρίση έχει πια μεταβάλει τη βιομηχανία σε πρωτίστως εξαγωγική.
Τα μισά περίπου μέλη της ΕΒΙΚΕΝ αντιμετώπισαν προβλήματα, έκλεισαν μονάδες ή και έβαλαν λουκέτο στη βιομηχανική παραγωγή στα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυσή της – μεταξύ τους και η Χαλυβουργική, η μόνη βιομηχανία με την οποία η ΔΕΗ είχε κατορθώσει να διαπραγματευτεί την υπογραφή διμερούς σύμβασης για την από κοινού κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο φυσικό αέριο. Η Χαλυβουργική έκλεισε το 2018, όταν η ΔΕΗ διέκοψε την παροχή ρεύματος λόγω χρεών ύψους 31 εκατ. ευρώ.
Προβλήματα αντιμετώπισαν και η ΑΓΕΤ-Ηρακλής, η Χαλυβουργία Ελλάδος, η ΣΙΔΕΝΟΡ και άλλες, αλλά «κρατήθηκαν» ζωντανές. Ωστόσο, σε επαναλαμβανόμενες παρεμβάσεις τους μέσα σε αυτά τα χρόνια, εντός κι εκτός Ελλάδας, τα στελέχη της ΕΒΙΚΕΝ προέκριναν τον λιγνίτη ως μέρος της λύσης του προβλήματος του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία, λόγω του πολύ χαμηλού μεταβλητού κόστους της λιγνιτικής κιλοβατώρας. Το πώς θα αντιμετωπίζονταν οι επιβαρύνσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, προκειμένου να διατηρηθεί το χαμηλό κόστος, ήταν βέβαια ένα διαρκές αναπάντητο ερώτημα.
Η επιτροπή και το μνημόνιο
Η τρίτη διεργασία συντελέστηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το 2008 εκδίδεται το πόρισμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού της ΕΕ για την καταγγελία του 2003 σχετικά με την κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ μέσω του μονοπωλίου των λιγνιτωρυχείων. Η Επιτροπή, υπό την ηγεσία της άσπονδης εχθρού των κρατικών ενεργειακών κολοσσών, Νέλι Κρους, προτείνει την ιδιωτική λειτουργία ορυχείων και λιγνιτικών ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, καθώς για μια σειρά τεχνικών λόγων, ένα κοίτασμα του κακής ποιότητας και χαμηλής θερμογόνου ικανότητας λιγνίτη Φλώρινας είναι μάλλον οικονομικά άχρηστο χωρίς μια παρακείμενη μονάδα να τροφοδοτείται από αυτό.
Η απελευθέρωση προσελκύει το ενδιαφέρον όχι μόνο των εγχώριων ιδιωτών του κατασκευαστικού τομέα (όπως ΑΚΤΩΡ, ΜΕΤΚΑ κ.ά.) που επιθυμούν την επέκταση στην αγορά ενέργειας, αλλά και διεθνών κολοσσών του χώρου: χαρακτηριστική είναι η μετέπειτα, βραχύβια έστω, είσοδος της ισπανικής Endessa στην ελληνική αγορά, μέσω της συνεργασίας με τον Όμιλο Μυτιληναίος, αλλά και το μακροχρόνιο ενδιαφέρον που εκφράζει η γερμανική RWE για τη ΔΕΗ καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000. Ενδιαφέρον φαίνεται να δείχνουν και η ιταλική Enel, η αμερικανική General Electric και η γαλλική GdF Suez.
Οι σχεδιασμοί όλων των παραπάνω βασίζονται είτε στην πρόσβαση στον λιθάνθρακα, η εισαγωγή του οποίου από το εξωτερικό συζητείται με την έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, είτε ακόμη περισσότερο στην πιθανότητα εισόδου στη λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή.
Η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού το 2008 έδινε προθεσμία δύο μηνών στην ελληνική κυβέρνηση να ανακοινώσει μέτρα ανοίγματος της λιγνιτικής παραγωγής σε ιδιώτες. Οι φάκελοι του διαγωνισμού του 2006 για το λιγνιτωρυχείο της Βεύης αποσύρθηκαν το 2009 και ο διαγωνισμός επαναπροκηρύχθηκε τον επόμενο χρόνο. Αυτή τη φορά, απαγορεύτηκε η συμμετοχή της ΔΕΗ λόγω της απόφασης της Επιτροπής. Δέκα συνολικά φάκελοι κατατέθηκαν στον νέο διαγωνισμό και χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια μέχρι να υπογραφεί η σύμβαση με την ΑΚΤΩΡ που πλειοδότησε – βραχύβια νίκη, όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα.
Καμία άλλη αποφασιστική κίνηση δεν έγινε για τη συμμόρφωση με την απόφαση της Επιτροπής, ώσπου, μετά το ξέσπασμα της κρίσης, οι δανειστές ζήτησαν την ιδιωτικοποίηση του 40% του μεριδίου της αγοράς της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ηλεκτροπαραγωγής (παραγωγή, παροχή και λιανική). Η προοπτική αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις της Γενικής Ομοσπονδίας Εργαζομένων της ΔΕΗ, η οποία απάντησε με κινητοποιήσεις.
Η συζήτηση που άνοιξε αναγκαστικά για το πώς η χώρα θα συμμορφωνόταν με τις επιταγές των δανειστών οδήγησε σε ένα επικρατέστερο σενάριο, αυτό της λεγόμενης «μικρής ΔΕΗ», το οποίο προέβλεπε τη δημιουργία μιας θυγατρικής εταιρείας με μέρος του λιγνιτικού και υδροηλεκτρικού χαρτοφυλακίου της ΔΕΗ, η οποία θα πήγαινε προς ιδιωτικοποίηση. Τη «μικρή ΔΕΗ» προέκριναν τόσο η διοίκηση της ΔΕΗ, όσο και η τότε ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Ένας όχι τόσο έντονος ανταγωνισμός
Η «μικρή ΔΕΗ», ωστόσο, δεν ήταν η μόνη πρόταση που διατυπώθηκε. Στις προτάσεις που η ΡΑΕ κατέθεσε στη δημοσιότητα το 2012 εισηγήθηκε την υιοθέτηση του γαλλικού μοντέλου των δημοπρασιών ΝΟΜΕ (Nouvelle Organisation du Marché de l’ Électricité, Νέα Οργάνωση της Αγοράς Ηλεκτρισμού) στη χονδρική αγορά ενέργειας. Αυτό σήμαινε να βγαίνουν σε δημοπρασία ποσότητες ρεύματος που παράγει η ΔΕΗ σε χαμηλή τιμή, με υποψήφιους αγοραστές τους ιδιώτες της ηλεκτρικής ενέργειας, τις οποίες οι ιδιώτες θα μπορούσαν ακολούθως να μεταπωλήσουν, ανοίγοντας έτσι δια της πλαγίας οδού την αγορά ενέργειας.
Όπως το εξηγεί η ΡΑΕ, το μοντέλο των ΝΟΜΕ είχε στόχο τη «μεταφορά, μέρους τουλάχιστον, του πλεονάσματος παραγωγού της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής στην εγχώρια τελική κατανάλωση». Η αρχική πρόταση της ΡΑΕ προέβλεπε και ένα τμήμα των ΝΟΜΕ που θα κατευθυνόταν στη βιομηχανική παραγωγή.
Τον Σεπτέμβριο του 2014 η ΡΑΕ ολοκλήρωσε τη διαβούλευση για τις ΝΟΜΕ και έθεσε ορίζοντα ενός χρόνου για την έναρξη των δημοπρασιών, ύστερα από διαπραγματεύσεις με την τρόικα. Το σχέδιο συμπληρωνόταν με την ψήφιση της «μικρής ΔΕΗ», δύο μήνες νωρίτερα.
«Μικρή ΔΕΗ» και ΝΟΜΕ ήταν η προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των δανειστών. Ωστόσο, στη συνέχεια, ως γνωστόν, μεσολάβησε η επιστράτευση των εργαζομένων της ΔΕΗ, η πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, η ακύρωση της «μικρής ΔΕΗ» από τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, μια διαπραγμάτευση, ένα δημοψήφισμα, μια υποχώρηση και ένα νέο μνημόνιο.
Το νέο μνημόνιο του 2015 καθιστούσε υποχρεωτική τη διεξαγωγή των δημοπρασιών ΝΟΜΕ. Και περαιτέρω προέβλεπε πως αν οι δημοπρασίες δεν πετύχαιναν να ελαττώσουν το μερίδιο της ΔΕΗ στην αγορά ενέργειας κατά 25% σε πρώτη φάση και κάτω από το 50% μέχρι το 2020, το ελληνικό κράτος θα όφειλε να επαναφέρει το σενάριο της «μικρής ΔΕΗ».
Η ΡΑΕ έχει διατυπώσει ρητά τη θέση ότι σκοπός των δημοπρασιών ΝΟΜΕ είναι η «ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στη λιανική αγορά ενέργειας». Πέραν των αρχικών ανησυχιών που είχε διατυπώσει ήδη από το 2002 για την πιθανή χρήση των λιγνιτικών μονάδων για χειραγώγηση της αγοράς, οι οποίες είχαν επαναληφθεί στο πόρισμα της Επιτροπής το 2008, ανησυχία προκαλούσαν και πιθανές αντίστοιχες χρήσεις των υδροηλεκτρικών.
Το 2010, το παράρτημα της ελβετικής εταιρείας EGL καταγγέλλει στη ΡΑΕ ότι η ΔΕΗ έχει προβεί σε χειραγώγηση της Οριακής Τιμής Συστήματος με χρήση των υδροηλεκτρικών της μονάδων. Στην κάπως σιβυλλική απόφασή της, η ΡΑΕ δεν επιβεβαιώνει ρητά την καταγγελία της EGL, αλλά παρόλα αυτά ζητάει μεγαλύτερη διαφάνεια για τον ρόλο των υδροηλεκτρικών στην ημερήσια αγορά ενέργειας.
Οι κατηγορίες που βάραιναν τη ΔΕΗ για χειραγώγηση της αγοράς επί σειρά χρόνων, την καθιστούσαν συνήθη ύποπτο στα μάτια της ΡΑΕ. Κανένας ωστόσο δεν φάνηκε να ανησυχεί για την πιθανότητα εμφάνισης αντίστοιχων φαινομένων από ιδιώτες. Εξετάζοντας τα στοιχεία από τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ, διαπιστώνεται πως σε όλους τους γύρους της διαδικασίας η τιμή προσφοράς για τα μεγάλα πακέτα ενέργειας παρουσιάζει ελάχιστες διακυμάνσεις μεταξύ των αγοραστών, δηλαδή οι προσφορές είναι περίπου ίδιες.
Τρεις ενδεικτικές δημοπρασίες ΝΟΜΕ. Τα στοιχεία όπως παρουσιάζονται στις μηνιαίες εκθέσεις του ΛΑΓΗΕ για τις υπόλοιπες τέσσερις δημοπρασίες που έχουν διεξαχθεί, παρουσιάζουν αντίστοιχη εικόνα.
Σχολιάζοντας τα στοιχεία από τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ, ειδικός της ενέργειας που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του είπε ότι «δεν δίνουν ακριβώς την εικόνα έντονου ανταγωνισμού». Η καθολική αποτυχία των ΝΟΜΕ να διορθώσουν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού θεωρήθηκε δεδομένη κι από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που τις ανέστειλε στα τέλη του 2019.
Σχετικά με τα στοιχεία απευθυνθήκαμε και σε εταιρείες από τον κλάδο της ενέργειας, και συγκεκριμένα στις Protergia, ΗΡΩΝ και Elpedison ζητώντας να τα σχολιάσουν αλλά δεν απάντησαν στο αίτημά μας.
Ποιος θα πάρει τα σαπάκια;
Μπορεί οι επιχειρηματίες της αγοράς ενέργειας να είχαν διαφορετικούς στόχους από ό,τι οι εκπρόσωποι της βαριάς βιομηχανίας, αλλά μοιράζονταν ένα τουλάχιστον κοινό: ειδικά από το 2010 και μετά, η δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στην αγορά αποτελούσε για όλους τους μείζον πρόβλημα.
Οι βιομήχανοι αδυνατούσαν να έχουν πρόσβαση στις φτηνές πηγές ενέργειας, όπως ο λιγνίτης, που ήλεγχε η ΔΕΗ και οι οποίες σε συνδυασμό με κάποια πρόσθετα οφέλη, όπως το carbon leakage και η περιβόητη «διακοψιμότητα», θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα ενεργειακό κόστος παραγωγής το οποίο οι ίδιοι έκριναν ότι θα ήταν βιώσιμο. Ταυτόχρονα, η ΔΕΗ, που πλέον είχε ανοιχτεί σε μια πολυμέτωπη διαμάχη, είχε επιλέξει ήδη από την επομένη της απόφασης της Επιτροπής να επιχειρήσει να την προσβάλει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η συνεδρίαση για την προσφυγή της ΔΕΗ έλαβε χώρα στις 8/3/2016 και η απόφαση τελεσιδίκησε εις βάρος της. Με την πλευρά της Επιτροπής συντάχθηκαν ως παρεμβαίνουσες στο δικαστήριο η Elpedison Ενεργειακή, η Ελληνική Τεχνολογία και Ανάπτυξη Α.Ε. (συμφερόντων του Ομίλου ΕΛΛΑΚΤΩΡ) καθώς επίσης και οι εταιρείες συμφερόντων του ομίλου Μυτιληναίου, Μυτιληναίος Α.Ε, Protergia Α.Ε. και Αλουμίνιον της Ελλάδας ΒΕΑΕ.
Το Μητρώο Διαφάνειας της ΕΕ δείχνει ότι μία ακριβώς ημέρα πριν τη συνεδρίαση, στις 7/3/2016, οι λομπίστες της Μυτιληναίος Α.Ε. στις Βρυξέλλες είχαν συναντηθεί με τον γενικό γραμματέα της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της ΕΕ, Ντομινίκ Ριστορί. O ίδιος ο Ριστορί συνάντησε στελέχη της Μυτιληναίος Α.Ε. παρουσία του επικεφαλής Ευάγγελου Μυτιληναίου και έκανε σχετική ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο τουίτερ, όπου ανέφερε ότι είχε έναν πολύ καλό διάλογο με τον όμιλο για την ανάπτυξη της αγοράς ενέργειας.
Very good dialogue on #energy market development with @MytilineosSA pic.twitter.com/Oal1c3Yn0I
— Dominique Ristori (@ristori20) March 7, 2016
Η απόρριψη της προσφυγής της ΔΕΗ άνοιξε τον δρόμο για την πώληση των λιγνιτικών μονάδων. Η εισήγηση της κυβέρνησης το 2017 ήταν να διατεθούν προς πώληση οι μονάδες Αμύνταιο Ι & ΙΙ, η Μελίτη Ι & η άδεια κατασκευής για τη Μελίτη ΙΙ. Η ιδιωτικοποίηση του παρακείμενου στη Μελίτη Ορυχείου της Βεύης είχε ήδη ολοκληρωθεί με την πλειοδοσία της ΑΚΤΩΡ το 2014, η οποία περίμενε την επικύρωση από το κοινοβούλιο, όμως για τρίτη φορά, το μέλλον της ιδιοκτησίας του θα άλλαζε. Τον Σεπτέμβριο του 2016, ύστερα από σειρά επισκέψεων του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ΔΕΗ Μανώλη Παναγιωτάκη στην Κίνα, η ΔΕΗ υπέγραψε Μνημόνιο Συνεργασίας με την κινεζική CMEC για την κατασκευή της Μελίτης ΙΙ.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς συγκροτήθηκε η κοινοπραξία της ΑΚΤΩΡ με την ΤΕΡΝΑ για την εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων πέριξ της Μελίτης· η ΑΚΤΩΡ διέθετε τη Βεύη και η ΤΕΡΝΑ τη γειτονική Αχλάδα, την οποία είχε εξαγοράσει από τον ιδιώτη που την κατείχε. Λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 2017, ο Γιώργος Σταθάκης, επικαλούμενος τη μη-ορθή προκήρυξη του διαγωνισμού του 2009 για τη Βεύη, η οποία δεν περιελάμβανε διεθνείς υποψηφίους, προέβη στην ακύρωσή του. Λίγο αργότερα ανακοίνωσε ότι η Βεύη θα πήγαινε στον αγοραστή της Μελίτης, πράγμα όμως που δεν έγινε ποτέ.
Στις διαπραγματεύσεις με την Επιτροπή Ανταγωνισμού για τους ακριβείς όρους του ανοίγματος της λιγνιτικής παραγωγής, το σχέδιο για την εκχώρηση του Αμυνταίου απορρίφθηκε λόγω της παλαιότητας του σταθμού και αντικαταστάθηκε από τις μονάδες Μεγαλόπολη III και IV. Ο διαγωνισμός για τη Μελίτη και τη Μεγαλόπολη προκηρύχθηκε για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 2019 και παρά το έντονο ενδιαφέρον των ιδιωτών επί τόσα χρόνια κηρύχθηκε άγονος, καθώς οι προσφορές δεν ανταποκρίνονταν στους όρους του διαγωνισμού.
Στον δεύτερο γύρο τον Ιούλιο του 2019, το ενδιαφέρον ήταν πιο έντονο: έξι υποψήφιοι αγοραστές, εγχώριοι και διεθνείς, είχαν δηλώσει πρόθεση να συμμετέχουν στον διαγωνισμό. Τη μέρα της λήξης της προθεσμίας, όμως, δεν κατέθεσε πρόταση κανένας. Ακόμη και η ΕΛΒΑΛ-ΧΑΛΚΟΡ, που εκπροσωπούσε την προσπάθεια των βιομήχανων να λύσουν τα χρονίζοντα προβλήματά τους αγοράζοντας μια λιγνιτική μονάδα για ίδια χρήση, τελικώς έκρινε ότι οι επιβαρύνσεις από το υπέρογκο κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα καθιστούν αυτή τη λύση ασύμφορη.
Δεν είναι παράλογο λοιπόν που πολλοί θεώρησαν από τότε το θέμα λήξαν και την ταχύτερη απολιγνιτοποίηση αναπόφευκτη. Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Σταθάκης είχε αναρωτηθεί χαρακτηριστικά τον Απρίλιο του 2018: «Ποιος επενδυτής θα έρθει να αγοράσει τα σαπάκια; Και μάλιστα όταν πλέον ο ελληνικός λιγνίτης έχει υψηλό κόστος εξόρυξης, είναι κακής ποιότητας και μικρής απόδοσης και όταν οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων στις δημοπρασίες έχουν φτάσει σχεδόν τα 14 ευρώ ανά τόνο ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και διαρκώς αυξάνονται. Πριν από 12 μήνες οι τιμές δικαιωμάτων ήταν 4,4 ευρώ».
Λιγνίτης χωρίς νερό δεν πίνεται
Η απολιγνιτοποίηση ήταν σαφής από την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το 2019. Και επιβεβαιώθηκε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς δια στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή στη Νέα Υόρκη, όπου δεσμεύτηκε η πλήρης πλήρη απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2028.
Ήδη από το 2017, όταν ανακοινώθηκαν για πρώτη φορά τα σχέδια για πώληση λιγνιτικών μονάδων, είχε διατυπωθεί δημόσια κι ένα «plan B», το οποίο προέβλεπε ότι σε περίπτωση αποτυχίας του διαγωνισμού, θα εξεταζόταν το σενάριο της δημιουργίας ενιαίων πακέτων πώλησης λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών μονάδων – και το οποίο δεν διαψεύστηκε ποτέ από τις διακηρύξεις της νέας ηγεσίας του υπουργείου και της ΔΕΗ. Ο ίδιος ο Κωστής Χατζηδάκης, άλλωστε, είχε εκφράσει ήδη από το 2017 την παραχώρηση ή πώληση λιγνιτικών μονάδων και υδροηλεκτρικών εργοστασίων ως επίσημη θέση της τότε αντιπολιτευόμενης Νέας Δημοκρατίας.
Στο σενάριο της ιδιωτικοποίησης των υδροηλεκτρικών, παράγοντες της αγοράς ανταποκρίθηκαν παραπάνω από θετικά, με τη χαρακτηριστική ρήση «λιγνίτης χωρίς νερό δεν πίνεται». Ο επικεφαλής νομικών θεμάτων της Elpedison, Μάριος Ανδρικόπουλος, δήλωσε μάλιστα τον Δεκέμβριο του 2018 ότι «το εθνικό δίκαιο που αφορά τα υδροηλεκτρικά πρέπει να ευθυγραμμιστεί με το ευρωπαϊκό και να ανοίξει η αγορά. Ο λιγνίτης του 2019 είναι τα υδροηλεκτρικά».
Όμως οι λέξεις «λιγνίτης» και «υδροηλεκτρικά» δεν έχουν εμφανιστεί μόνο ως προς τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ιδιωτικοποίηση. Το 2017, ελεγκτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού έκαναν έφοδο στα γραφεία της ΔΕΗ προκειμένου να εξετάσουν την πιθανή χειραγώγηση της Οριακής Τιμής Συστήματος μέσα από τις λιγνιτικές μονάδες και τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Τα αποτελέσματα των ερευνών οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού να ζητήσει προτάσεις του ΑΔΜΗΕ – που τότε προΐστατο της ημερήσιας ενεργειακής αγοράς – για την αποφυγή φαινομένων χειραγώγησης.
Από το 2019 και μετά, ωστόσο, η σχετική συζήτηση φάνηκε να εγκαταλείπεται. Με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου το 2021, για πρώτη φορά το δημόσιο έχασε την πλειοψηφία στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού. Η ίδια η εταιρεία βρέθηκε στο στόχαστρο εντός της ενεργειακής κρίσης με τα υδροηλεκτρικά να πρωταγωνιστούν στις συζητήσεις για τα λεγόμενα «ουρανοκατέβατα κέρδη» (“windfall profits”) στο χρηματιστήριο ενέργειας. Παράλληλα όμως συνέχισε την ανάπτυξή τους, καθώς πολλοί παράγοντες της αγοράς άρχισαν να ετοιμάζουν τα δικά τους μικρά ή ακόμα και μεγάλα υδροηλεκτρικά.
Τα λιγνιτικά εργοστάσια από πετράδια του στέμματος κατέληξαν ένα φορτίο το οποίο η ΔΕΗ φάνηκε να αδημονεί να ξεφορτωθεί. Αυτό αποτυπώθηκε και στα διάφορα «πράσινα ομόλογα»1, τα οποία τουλάχιστον μέχρι την έλευση της ενεργειακής κρίσης, πυροδότησαν συζητήσεις για ακόμα πιο ταχεία απολιγνιτοποίηση από το προβλεπόμενο. Αυτό που κάποτε αποτελούσε το πολύτιμο έπαθλο για τους επίδοξους ανταγωνιστές στην αγορά ενέργειας, είχε χρησιμεύσει για χρόνια ως μοχλός ξεκλειδώματος της αγοράς, προτού στο τέλος καταστεί άχρηστο και ανεπιθύμητο. Η εποχή της απελευθερωμένης αγοράς με κυρίαρχο το φυσικό αέριο είχε ανοίξει.