Από τη γέννηση του ελληνικού κράτους μέχρι την πτώση της χούντας, οι ευρωπαϊκές ιδέες για την αστυνόμευση που αρχικά ενέπνευσαν τη δημιουργία των αστυνομικών σωμάτων, έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε έναν ψυχροπολεμικό μηχανισμό καταστολής και παρακολούθησης — ο οποίος κληροδοτήθηκε σχεδόν αυτούσιος στη Μεταπολίτευση.
Στις αρχές της μετεμφυλιακής περιόδου, το 1953, η Αστυνομία Πόλεων ξεκίνησε να εκδίδει το περιοδικό Αστυνομικά Χρονικά. Το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους κοσμούσε ένα σκιτσαρισμένο στεφάνι με την επιγραφή: «Αφιερούται εις την μνήμην των νεκρών ηρώων και μαρτύρων της Αστυνομίας Πόλεων». «Τα Αστυνομικά Χρονικά εκδίδονται ως περιοδικόν καθαρώς επαγγελματικόν» έγραφε η διακήρυξη του σκοπού στην πρώτη σελίδα. «Η ύλη του ανάγεται εις επιστημονικούς, κοινωνικούς, εγκληματοτεχνικούς, ψυχολογικούς και εγκυκλοπαιδικούς εν γένει τομείς, οι οποίοι έχουν σχέσιν με την ζωήν, την εργασίαν και την αποστολήν των αστυνομικών».1
Η αυτοπεριγραφή των Αστυνομικών Χρονικών περιέχει ίσως σε κυτταρική μορφή το ζήτημα του αστυνομικού συνδικαλισμού, όπως αυτό θα ανέκυπτε αργότερα στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Όπως σημειώνει και η σχετική εγκύκλιος του τότε διοικητή της Αστυνομίας Πόλεων, Άγγελου Έβερτ, η κυκλοφορία του περιοδικού, το κοινό του οποίου θα ήταν οι «αξιωματικοί και κατώτεροι αστυνομικοί», είχε χαρακτήρα «μορφωτικόν» και θα οδηγούσε σε σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των εν ενεργεία ενστόλων και των αστυνομικών σχολών, οι οποίες από το 1921 μέχρι σήμερα θεωρούνται μεταρρυθμιστικός πυλώνας για τον εκδημοκρατισμό του θεσμού της αστυνομίας.
Ωστόσο, το πιο ενδιαφέρον είναι το κείμενο που ακολουθεί τη διακήρυξη του σκοπού. Η «Ιστορία της Αστυνομίας», την οποία υπογράφει ο ιστορικός και δημοσιογράφος Γεώργιος Ασπρέας και δημοσιεύτηκε στα πρώτα πέντε τεύχη των Χρονικών, ξεκινάει με ένα ιστορικό ανέκδοτο που δεν θα περίμενε να βρει κανείς σε αστυνομικό περιοδικό: όταν, εν έτει 1828, ο Ιωάννης Καποδίστριας κάλεσε τον υπουργό των στρατιωτικών Αλεξάκη Βλαχόπουλο να συζητήσουν τις «υποψηφιότητες» των ανθρώπων που θα μπορούσαν να στελεχώσουν ένα αστυνομικό σώμα, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας δήλωσε στον υπουργό του ότι «η δυσχέρεια δεν είναι εν τη δημιουργία ενός αστυνομικού σώματος, αλλά εις τας αντιλήψεις του λαού, ότι η αστυνομία δεν είναι δύναμις εχθρική προς τα συμφέροντά του, αλλά μια αρχή προστατευτική των συμφερόντων όλων των πολιτών».
Είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς, σχεδόν δύο αιώνες αργότερα και σε μια ελληνική κοινωνία πλέον με ριζικά διαφορετική διάρθρωση από αυτή του 1828, ο προβληματισμός του Καποδίστρια εξακολουθεί μάλλον να αποτελεί μια πολύ καλή περιγραφή των πολιτικών διενέξεων για τον θεσμό της αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση, εκείνη την εποχή, αντανακλούσε τις γενικότερες προκλήσεις στη συγκρότηση ενός νέου κράτους, ήτοι τη δυνατότητα και προθυμία των διαφόρων τοπικών αρχόντων να παραδώσουν θεμελιώδεις εξουσίες τους σε μία κεντρική αρχή. Πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που η επανάσταση δεν είχε λήξει με κάποιον οργανωμένο αφοπλισμό του λαού, ούτε επίκειτο κάτι τέτοιο μέχρι να εξομαλυνθεί η πολιτική κατάσταση στη χώρα. Όπως σημειώνει και ο Ασπρέας, «λαός όστις εκινείτο, συνωμίλει, συνεζήτει, έτρωγε, εκοιμάτο με τα χέρια επί των όπλων, παν άλλο ή ευχερές ήτο να υπαχθή υπό νόμους και αστυνομικάς διατάξεις και να αντιληφθή τας θεμελιώδεις διαφοράς μεταξύ προσωπικής ανεξαρτησίας και πολιτικής ελευθερίας».
Η αστυνόμευση ως ουτοπία
Η πρώτη απόπειρα να συγκροτηθεί αστυνομικό σώμα στην Ελλάδα, η «Πολιταρχία» του Καποδίστρια, υπήρξε βραχύβια και με εξαιρετικά περιορισμένες αρμοδιότητες, καθώς είχε να ανταγωνιστεί — χωρίς όμως η πολιτική ηγεσία της να το επιθυμεί ιδιαίτερα — τόσο τα κατάλοιπα των προεπαναστατικών συστημάτων εξουσίας όσο και την ανάγκη ενδυνάμωσης του στρατού.
Στην πραγματικότητα, το πρώτο οργανωμένο αστυνομικό σώμα, η Χωροφυλακή, θα γεννηθεί το 1833, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, με εντολή της βαυαρικής αντιβασιλείας. Τη σύλληψη και τη συγκρότησή της ανέλαβε ως επικεφαλής της ένας από τους πιο ικανούς στρατιωτικούς στον ελλαδικό χώρο, ο πρώην υπασπιστής του Δημητρίου Υψηλάντη, Φραγκίσκος Γκρεγιάρ (Francois Graillard), ο οποίος εμπνεύστηκε από τη γαλλική Gendarmerie και έθεσε ως όρο στην αντιβασιλεία τη μη παρέμβαση των πολιτικών και του στρατού στο έργο της.
Ο Γκρεγιάρ, πρώην αξιωματικός της Γαλλικής Εθνοφυλακής με εμπειρία σε πολλά από τα μέτωπα των Ναπολεόντειων Πολέμων, είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της πενταετίας μετά την ήττα και τον θάνατο του Ναπολέοντα (1815-1820) στη φυλακή. Μετά την αποφυλάκισή του, έφυγε για την Ελλάδα όπου έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του Υψηλάντη, ενώ πέρα από τη συμμετοχή του στα πεδία των μαχών, πραγματοποίησε και διπλωματικές αποστολές για λογαριασμό των επαναστατών.
Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι ο γάλλος αξιωματικός ήταν μια φωτισμένη περίπτωση φιλέλληνα της εποχής. Η επιλογή του για την ηγεσία της Χωροφυλακής βασιζόταν στη μεγάλη επιτυχία του στην αφομοίωση των άτακτων ενόπλων ομάδων στον τακτικό στρατό επί Καποδίστρια. Πέρα από την πλούσια στρατιωτική εμπειρία του, ο Γκρεγιάρ ήταν υπέρμαχος των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και θαυμαστής των ιδεών του ουτοπικού σοσιαλιστή Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν (Henri de Saint-Simon). Μάλιστα, έναν χρόνο πριν την ανάληψη της ηγεσίας της Χωροφυλακής, είχε συντάξει ένα υπόμνημα, το οποίο κατέθεσε στο παλάτι, όπου πρότεινε τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους στη βάση των σενσιμονιστικών πρώιμων σοσιαλιστικών ιδεών.
Το υπόμνημα αγνοήθηκε πλήρως και, έναν χρόνο αργότερα, η αντιβασιλεία τον απομάκρυνε, τον έθεσε σε διαθεσιμότητα και εξέδωσε Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο καταδίκαζε τον σαινσιμονισμό ως «αίρεση».2
Πιστολιές και μαχαιριές
Οι πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους είδαν μια σειρά πειραματισμών και αναθεωρήσεων στο πεδίο της αστυνόμευσης. Δίπλα στην ηγεμονεύουσα ως προς τις αρμοδιότητες Χωροφυλακή γεννήθηκαν σώματα με τη δική τους ιστορία, όπως η Διοικητική Αστυνομία, η Υγειονομική Αστυνομία, η Οροφυλακή, η Εθνοφυλακή και η Δημοτική Αστυνομία. Η τελευταία αποτελούσε μάλλον τον πραγματικό πρόδρομο των διαφόρων εκδοχών της πολιτικής αστυνομίας, που άρχισαν να εμφανίζονται μετά την ίδρυση της Στρατιωτικής Αστυνομίας και της Αστυφυλακής από τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1893.
Στην ιστορική του αναδρομή, ο Ασπρέας μιλάει με εξόχως περιφρονητικά λόγια για τη Δημοτική Αστυνομία. Την αποκαλεί «Κομματική Αστυνομία» και την περιγράφει ως αποτελούμενη από «νταήδες […] τα πλέον θρασέα και φιλοτάραχα στοιχεία» που ήταν ρουσφέτια των πολιτικών (των δημάρχων, δηλαδή) που τη διαχειρίζονταν. Οι δημοτικοί αστυνόμοι «αντήλασσον πιστολιές και μαχαιριές εν μέση οδώ», ενώ η ασυδοσία τους ήταν τόσο μεγάλη που τη δεκαετία του 1860 οι μαγαζάτορες της Αθήνας έφτασαν να προσλάβουν ένοπλους μισθοφόρους για να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις τους από τη Δημοτική Αστυνομία. Τακτικές ήταν και οι συγκρούσεις τους με τους χωροφύλακες, που δεν φαίνεται να υστερούσαν σε βιαιότητα, ιδίως όταν καλούνταν να επιβάλουν την τάξη σε στάσεις και εξεγέρσεις.
Οι χωροφύλακες παρουσιάζονται ως σώμα στενά συνδεδεμένο με το παλάτι, ο υπερβάλλων ζήλος των οποίων είχε οδηγήσει συχνά σε βίαιες επιθέσεις ενάντια σε αμάχους. Πολλοί χωροφύλακες, βέβαια, ειδικά στην ύπαιθρο, λιποτακτούσαν και ενώνονταν με τις τάξεις των ληστών που τη νέμονταν. Όταν, ωστόσο, επιθυμούσαν να επιστρέψουν στα καθήκοντά τους, η συνήθης πρακτική ήταν να λαμβάνουν αμνηστία από τον Όθωνα και να επιστρέφουν στο σώμα με τους βαθμούς που κατείχαν ή και με προαγωγή σε κάποιες περιπτώσεις.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που κομίζει ο Ασπρέας αφορά τις αστυνομικές πρακτικές της εποχής: το κοινό έγκλημα αντιμετωπίζονταν με ξυλοδαρμούς και διαπόμπευση, ενώ οι ανακρίσεις περιλάμβαναν συστηματικά των βασανισμό των κρατουμένων, με κάρβουνα από τον ναργιλέ στην πλάτη ή με τον βούρδουλα του δεσμοφύλακα. Τα όρια, μάλιστα, μεταξύ αστυνόμευσης και εγκλήματος ήταν θολά, με μεγάλο μέρος τόσο των στρατιωτικών όσο και των πολιτικών σωμάτων της Αστυνομίας να μοιράζονται ταυτόχρονα, κατά το γνωστό παιχνίδι, τον τίτλο του κλέφτη και του αστυνόμου.
Μετά από διαδοχικές προσπάθειες στις πρώτες, βραχύβιες κυβερνήσεις του από το 1875 και μετά, να οργανώσει την αστυνομία, εισάγοντας στολές και πηλίκια για τους «ατάκτους» των πολιτικών σωμάτων και εισαγωγή στο σώμα σε υψηλόβαθμες θέσεις για τους αποφοίτους πανεπιστημιακών σχολών, ο Χαρίλαος Τρικούπης αποφάσισε να ρίξει το βάρος στη στρατιωτική διαχείριση της αστυνόμευσης. Με τον περιβόητο νόμο ΒΡΠΗ΄, στις 23 Μαρτίου 1893, διέλυσε τα περισσότερα πολιτικά σώματα της αστυνομίας και συνένωσε τις αρμοδιότητες της αστυνόμευσης υπό τη Χωροφυλακή.
Η αστυνόμευση κατά την τελευταία διακυβέρνηση του Τρικούπη, μέχρι το 1895, σφραγίστηκε από τη διοίκηση του Δημήτρη Μπαϊρακτάρη, αξιωματικού του πεζικού που είχε διακριθεί στην Κρητική Επανάσταση του 1866. Ο Μπαϊρακτάρης μνημονεύεται ακόμη ως ο πρώτος αυθεντικός εκπρόσωπος του δόγματος της «μηδενικής ανοχής», με χαρακτηριστική την καταδρομική έφοδο στην περιοχή του Ψυρρή, η οποία μέχρι τότε αποτελούσε άβατο για την αστυνομία. Με βάσει τα σημερινά μοντέλα αστυνόμευσης, μάλιστα, θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος του δόγματος του «σπασμένου παραθύρου», καθώς μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του αφιερώθηκε στην αστυνόμευση των ηθών, από το κυνήγι των γυμνιστών του Φαλήρου (όταν έβαλε τους χωροφύλακες να τους κλέβουν τα ρούχα) και το ξύρισμα των κουτσαβάκηδων ως τις εφόδους στα καφενεία της εποχής, όπου συμμετείχε και ο ίδιος, δέρνοντας ιδιοκτήτες και θαμώνες.
Ο Μπαϊρακτάρης κράτησε το πόστο — και τις πρακτικές του — και επί των ημερών του αντιπάλου και διαδόχου του Τρικούπη, του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, επί των ημερών του οποίου οι έφοδοι του Μπαϊρακτάρη έφτασαν να πραγματοποιούνται μέχρι και στην Αθηναϊκή Λέσχη, όπου σύχναζε — όπως και σήμερα — μέρος της πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ. Μάλιστα, η σχέση μεταξύ των δύο υπήρξε τόσο στενή, ώστε κατά πολλούς η δολοφονία του Δηλιγιάννη να αποδίδεται στο κυνήγι που εξαπέλυσε κατά των χαρτοπαικτικών λεσχών, με όργανο τον Μπαϊρακτάρη, που τον έφερε σε σύγκρουση με το οργανωμένο έγκλημα.
Μια απλή αναζήτηση του ονόματος του Μπαϊρακτάρη στο διαδίκτυο σήμερα αποκαλύπτει πλήθος άρθρων, κυρίως — αλλά όχι αποκλειστικά — ακροδεξιάς χροιάς, που υμνούν τα κατορθώματα του περιβόητου αξιωματικού, ζητώντας αντίστοιχες πρακτικές για σήμερα. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίζεται και ο ισχυρισμός ότι η μεταρρύθμιση Τρικούπη που ενίσχυσε τη Χωροφυλακή, βασικά αποσκοπούσε στο να μπορέσει ο στρατιωτικός Μπαϊρακτάρης να αναλάβει την αστυνόμευση της Αθήνας.
Χωροφυλακή και «εκσυγχρονισμός»
Η κάπως αυτοκριτική και μεταρρυθμιστική διάθεση που διαφαίνεται, με τη σφραγίδα του Άγγελου Έβερτ, στα πρώτα τεύχη των Αστυνομικών Χρονικών δεν είναι ανεξήγητη. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος είχαν γιγαντώσει το ρήγμα μεταξύ της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής, με πολλά μέλη της πρώτης να στελεχώνουν μαζικά τις τάξεις του ΕΑΜ και πολλά μέλη της δεύτερης να προσχωρούν στα Τάγματα Ασφαλείας. Κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο, τα ερωτήματα για τον ρόλο και τη στάση των αστυνομικών σωμάτων, αλλά και των πολιτικών συμμαχιών με τα οποία συνδέονταν, παρέμεναν ανοιχτά. Η διαφορά μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων από την αρχή του 20ου αιώνα και ύστερα, αντανακλά και τις πολιτικές διεργασίες της εποχής: στην αρχή τον ανταγωνισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου με το Παλάτι και ύστερα, από τη δεκαετία του 1930, τη σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε αντιμετωπίσει πολιτικά το πρόβλημα της αστυνόμευσης από την αρχή της σταδιοδρομίας του και την πρώτη ρήξη του με το Παλάτι κατά την περίοδο της μερικής αυτονομίας της Κρήτης, όταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος τον απέπεμψε από τη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας, γεγονός που προεικονίζει τις συγκρούσεις της Επανάστασης του Θερίσου που θα ξεσπάσει το 1905. Η Κρητική Χωροφυλακή, που είχε σχηματιστεί το 1899 υπό το Παλάτι, κράτησε αμφίθυμη στάση: το σώμα καθαυτό είχε παραμείνει προσκολλημένο στον Πρίγκιπα Γεώργιο, ωστόσο, μεγάλο κομμάτι χωροφυλάκων είχε αυτομολήσει στις τάξεις των επαναστατών του Βενιζέλου.
Μετά τη λήξη της επανάστασης, ένα από τα μέτρα που επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στο Παλάτι ήταν η ριζική αναδιοργάνωση του σώματος της Κρητικής Χωροφυλακής και η δημιουργία σώματος Κρητικής Πολιτοφυλακής. Τα νέα αυτά σώματα, όπως και όλες οι συστάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, αποσκοπούσαν στην κατάπαυση των εντάσεων, πράγμα που επιτεύχθηκε με τη μικτή στελέχωσή των αστυνομικών σωμάτων με πρόσωπα κι από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Την εξομάλυνση των σχέσεων με την Κρητική Χωροφυλακή μαρτυρά και η απόφαση του Βενιζέλου, ως πρωθυπουργού της Ελλάδας πλέον, να τη μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη για να συμβάλλει στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στη λήξη τους, μάλιστα, όπως είναι γνωστό, τόσο η Θεσσαλονίκη όσο και η Κρήτη προσαρτήθηκαν από την Ελλάδα, ενώ η Κρητική Χωροφυλακή από την Βασιλική Χωροφυλακή.
Ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός της Ελλάδας για το μεγαλύτερο μέρος της ταραχώδους περιόδου 1910–1920, που ξεκίνησε με τους Βαλκανικούς Πολέμους, πέρασε μέσα από τα γεγονότα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού, και έληξε με τη Συνθήκη των Σεβρών εν τω μέσω της Μικρασιατικής Εκστρατείας, μνημονεύεται ακόμα για το «εκσυγχρονιστικό» του πρόγραμμα και τη στενή του σύνδεση με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σε σημείο που κάποιες τάσεις στη δεξιά και ακροκεντρώα ιστοριογραφία να επιχειρούν συχνά να αφαιρέσουν κάθε άλλο στοιχείο από τα γεγονότα της περιόδου και να την περιορίσουν σε μια σύγκρουση μεταξύ του προοδευτικού, φιλοδυτικού και «εκσυγχρονιστικού» Βενιζέλου και του Παλατιού που αντιπροσώπευε τα οπισθοδρομικά, «ανατολίτικα» χαρακτηριστικά μέρους του πληθυσμού. Σε κάθε περίπτωση, ασχέτως ερμηνειών, η σύγκρουση ανάμεσα στον Βενιζέλο και στο Παλάτι ήταν, όπως είναι πασίγνωστο, καθοριστική για τα πολιτικά πράγματα της περιόδου και ως εκ τούτου, σε κάποιον βαθμό, η επιθυμία για μια λιγότερο «βασιλική» αστυνομία καθοδήγησε την ίδρυση της Αστυνομίας Πόλεων, το 1920.
Ιδίως κατά τον Εθνικό Διχασμό και παρά τα ερείσματα που είχε ο ίδιος στον στρατό, η Χωροφυλακή βρισκόταν σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Βενιζέλο. Οι χωροφύλακες πραγματοποιούσαν πογκρόμ κατά των βενιζελικών (στελεχών και απλών υποστηρικτών) στα αστικά κέντρα, με εφόδους σε σπίτια, δολοφονίες και ξυλοδαρμούς, ενώ όπως καταγράφει στο πρόσφατο βιβλίο του Εάλω Η Σμύρνη ο ιστορικός Βασίλης Τζανακάρης, μεταξύ των βασιλικών που εκτελούσαν αυτές τις αποστολές κυκλοφορούσε το σύνθημα «ο φονεύων βενιζελικόν δεν φονεύει άνθρωπον». Σε αντίποινα, πολλοί χωροφύλακες βρέθηκαν κρατούμενοι ανάμεσα σε άλλους «εχθρούς του καθεστώτος» στα «στρατόπεδα αντιφρονούντων» που έστησε η παράταξη Βενιζέλου στη Λέσβο και τη Θεσσαλονίκη το 1917.
Με την απόβαση στη Σμύρνη το 1919, οι Δυνάμεις της Αντάντ ανέθεσαν την αστυνόμευση στα ελληνικά στρατεύματα, έργο το οποίο επιτέλεσαν με ιδιαίτερη βιαιότητα απέναντι στους Τούρκους της πόλης. Ο αριθμός των κατοίκων που σκοτώθηκαν από τα ελληνικά στρατεύματα στην εξέγερση του Μαΐου του 1919 αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας και κυμαίνεται μεταξύ 50 και 300 ατόμων, στην πλειοψηφία τους Τούρκων.
Τον ίδιο μήνα, ο Βενιζέλος διόρισε ως Ύπατο Αρμοστή στη Σμύρνη τον προσωπικό του φίλο Αριστείδη Στεργιάδη. Από το 1920 που οι βενιζελικοί έχασαν κερδιζοντας τις εκλογές,3 ο Στεργιάδης διατηρήθηκε στη θέση του από τους αντιπάλους του Βενιζέλου, υιοθέτησε μια πιο μετριοπαθή στάση μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, ενώ παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής, ειδοποιήθηκε εγκαίρως και διέφυγε από τη Σμύρνη, παρότι είχε περάσει τους τελευταίους μήνες να παροτρύνει τους Έλληνες κατοίκους να μην εγκαταλείψουν την πόλη..
Ως Ύπατος Αρμοστής, ο Στεργιάδης επέβλεπε την αστυνόμευση της πόλης, καθήκον που ασκούσε με γνώμονα τους προβληματισμούς της ελληνικής κυβέρνησης. Μεταξύ 1919 και 1922, τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη περνούσαν τον χρόνο τους στους οίκους ανοχής και τις χαρτοπαικτικές λέσχες της πόλης, που δέχθηκαν συστηματικό πόλεμο από τον Στεργιάδη και την ελληνική αστυνόμευση: οι μεν οίκοι ανοχής επειδή η ελληνική κυβέρνηση φοβόταν τη διασπορά «αφροδισίων νοσημάτων» με την επιστροφή των στρατιωτών στην Ελλάδα, οι δε χαρτοπαικτικές λέσχες για την αναχαίτιση της «έκλυσης των ηθών», καθώς η ελληνική κυβέρνηση, επενδύοντας στη μακροπρόθεσμη προσάρτηση της περιοχής της Ιωνίας, επιθυμούσε οι Έλληνες της πόλης να ακολουθούν έναν ενάρετο τρόπο ζωής που θα ήταν δελεαστικός για τους Τούρκους και τους Αρμένιους της Σμύρνης.
Συμπληρωματικά στην προσπάθεια του Βενιζέλου να αποσπάσει την αστυνόμευση των αστικών κέντρων από τα χέρια της Χωροφυλακής, η δημιουργία της Αστυνομίας Πόλεων αποτελούσε και μέρος του «εκσυγχρονιστικού» του προγράμματος, με τη συνεργασία των Δυνάμεων της Αντάντ. Από το 1914, μια ιταλική αποστολή είχε καταφτάσει στην Αθήνα προκειμένου να μελετήσει τη σύγχρονη εγκληματικότητα στα αστικά κέντρα και να συντάξει ένα υπόμνημα, το οποίο πρότεινε τη διαίρεση της αστυνόμευσης μεταξύ υπαίθρου και πόλεων. Τελικά, ωστόσο, το 1918, όταν θα ερχόταν ο νόμος για την ίδρυση αυτού του πολιτικού σώματος, ο Βενιζέλος απευθύνθηκε στη Βρετανία για βοήθεια, θέλοντας να δομήσει αυτό το νέο σώμα στα πρότυπα της Metropolitan Police. Η απάντηση ήταν θετική και μια βρετανική αποστολή ξεκίνησε για την Αθήνα με επικεφαλής τον Φρέντερικ Χάλιντεϊ (Frederick Halliday), που θα γινόταν και ο πρώτος διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων.
Έκλυτα ήθη, απεργίες και ο «εσωτερικός εχθρός»
Η εμφάνιση και η λειτουργία της Αστυνομίας Πόλεων στην Ελλάδα είναι πιθανό να απαντάει και σε νέες ανάγκες. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι απαρχές της εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης της χώρας είχαν γεννήσει νέα πεδία αστυνόμευσης, τα οποία μέχρι σήμερα παραμένουν στις κύριες δραστηριότητες της αστυνομίας, όπου συχνά παρατηρείται η εκδήλωση αστυνομικής βίας: ήδη πριν αλλάξει ο αιώνας, είχαν ξεκινήσει να παρατηρούνται μαζικές εργατικές απεργίες, οι οποίες εξελίχθηκαν σε ένα πραγματικό μπαράζ τη δεκαετία 1908–1918, αντίστοιχο με την «Κόκκινη Διετία» (Biennio Rosso) της Ιταλίας το 1919–1920.4
Αυτή η ιδιότυπη «συμπόρευση» της Αστυνομίας Πόλεων με το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα αποτυπώνεται και στη γεωγραφική κατανομή της: η Αστυνομία Πόλεων πρωτολειτούργησε τις σχολές της το 1920 και το ίδιο το σώμα το 1921 στην Κέρκυρα, όπου υπήρχε ισχυρός πυρήνας του ΣΕΚΕ, λόγω μιας μακράς σοσιαλιστικής παράδοσης από τα μέσα του 19ου αιώνα. Ακολούθησε η Πάτρα το 1922, όπου είχαν αναπτυχθεί πυρήνες αναρχικών σοσιαλιστών για δεκαετίες, έχοντας μάλιστα καταφέρει να εκλέξουν τον πρώτο σοσιαλιστή βουλευτή στην Ελλάδα, αλλά και σημαντικές απεργίες υπό την Ελληνική Εργατική Ένωση. Στον Πειραιά λειτούργησε η Αστυνομία Πόλεων από το 1923, όπου το ΚΚΕ ήταν παντοδύναμο τόσο μεταξύ των νεοαφιχθέντων προσφύγων, όσο και στα περιβόητα Μανιάτικα. Στην Αθήνα, η Αστυνομία Πόλεων ιδρύθηκε τελικά το 1924, τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά από αυτή της Κέρκυρας.
Ωστόσο, παρά τη γεωγραφική σύμπτωση, η Αστυνομία Πόλεων δεν επιφορτίστηκε κατευθείαν με την καταστολή του εργατικού κινήματος. Ακολουθώντας την περιβόητη «αιματοβαμμένη πρωτομαγιά» του 1924 στην Αθήνα, όπου οι δυνάμεις του στρατού κατέσφαξαν τους κομμουνιστές που έσπασαν την απαγόρευση συγκεντρώσεων της κυβέρνησης Παπαναστασίου, με διάταγμα το 1925 η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου επανέφερε τις αρμοδιότητες της δημόσιας τάξης στις πόλεις στη δικαιοδοσία της Χωροφυλακής. Η Αστυνομία Πόλεων έμεινε με αγορανομικά και υγειονομικά κυρίως καθήκοντα, αλλά και την επίβλεψη των «ηθών» όπως στο περιβόητο διάταγμα για την κοντή φούστα που όφειλε να απέχει από το έδαφος μέχρι 30 εκατοστά.
Η στενή πρόσδεση της Αστυνομίας στη βρετανική αποστολή διαφαίνεται και σε αποσπάσματα των πρακτικών από τη Βουλή των Κοινοτήτων. Στις 16 Φεβρουαρίου 1927, ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας ερωτάται από βουλευτή των Εργατικών για την πρόοδο της αστυνομικής αποστολής στην Ελλάδα και αν έχουν αρθεί οι περιορισμοί στη λειτουργία τους που επέβαλε η δικτατορία του Πάγκαλου. Η ερώτηση επαναλαμβάνεται από τον ίδιο βουλευτή και στις 19 Απριλίου 1928, χωρίς όμως — και πάλι — να μπορεί ο υπουργός να απαντήσει.
Στην πραγματικότητα, η απάντηση θα ήταν αρκετά πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι περίμενε ο βουλευτής. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 κι ενώ στις τάξεις του πολιτικού συστήματος επικρατούσε ένα κομφούζιο ανταγωνισμών που οδηγούσε σε αλλαγές κυβερνήσεων κάθε λίγους μήνες, εξαπολύθηκε ένα ανελέητο και πολυεπίπεδο κυνηγητό κατά του ΚΚΕ που μεγάλωνε συνεχώς ως προς τα μέλη και την απήχησή του, παρότι τελούσε σε καθεστώς παρανομίας ήδη από τη δικτατορία του Πάγκαλου. Πέρα από τη γυμνή αστυνομική βία που υφίσταντο τα μέλη του, οι διώξεις εκτείνονταν σε απολύσεις, εξορίες, στη θέσπιση «ταγμάτων ανεπιθύμητων» για όσους υπηρετήσουν στην αστυνομία και τον στρατό, ενώ τότε ξεκίνησαν τη λειτουργία τους και οι πρώτες υπηρεσίες πληροφοριών που στόχευαν πια στο να ξετρυπώσουν τον «εσωτερικό εχθρό» που ήταν τα μέλη του ΚΚΕ. Υπολογίζεται ότι 3.614 μέλη του συνελήφθησαν μόνο μεταξύ 1924 και 1927, ενώ οι διώξεις συνεχίστηκαν και κλιμακώθηκαν στη συνέχεια.
Την επίσημη έναρξη της περιόδου της πολιτικής ανωμαλίας που ουσιαστικά προεικονίζει την «καχεκτική δημοκρατία» των μεταπολεμικών χρόνων σηματοδοτεί η εισαγωγή του περιβόητου «Ιδιωνύμου» από τον ανανήψαντα για την τελευταία του πρωθυπουργική θητεία, Ελευθέριο Βενιζέλο, το 1928. Με τον νόμο 4229/1929, ακολουθώντας αντίστοιχες τάσεις άλλων χωρών, ποινικοποιήθηκαν όλες οι «ανατρεπτικές» ιδέες και ιδίως οι πρακτικές, με βασικό επίδικο την απαγόρευση των απεργιών.
Ωστόσο, αυτό δεν σταμάτησε τις απεργίες. Παρότι τα πρώτα χρόνια το «Ιδιώνυμο» αύξησε φρενιτικά τις δολοφονίες, τους βασανισμούς και τις φυλακίσεις των κομμουνιστών, από το 1933 μέχρι το 1936 σημειώθηκαν μαζικές απεργίες σε όλη τη χώρα, που αντιμετωπίζονταν με άκρατη βία και δολοφονίες απεργών από τα όπλα της Χωροφυλακής. Το απεργιακό κύμα εμβάθυνε την πολιτική κρίση, η οποία «επιλύθηκε» με την επιβολή δικτατορίας υπό τον Ιωάννη Μεταξά τον Αύγουστο του 1936. Η δικτατορία είχε την ρητά διακηρυγμένη πρόθεση της καταπολέμησης του κομμουνισμού, πατώντας ειδικά στη αιματοβαμμένη, μαζική απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο, η οποία ενέπνευσε τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου.
Το μεταξικό καθεστώς παρέλαβε έτοιμους τους μηχανισμούς καταστολής και με τη σειρά του, τους εξέλιξε. Στην εμπροσθοφυλακή της βασικής πολιτικής αποστολής βρισκόταν η περιβόητη «Ειδική», όνομα που αναφερόταν στη Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας Αθηνών, την υπηρεσία που είχε ιδρύσει ο Βενιζέλος εντός της Χωροφυλακής από το 1929, η οποία είχε ως αποκλειστική αρμοδιότητα το κυνήγι του κομμουνισμού σε όλη την επικράτεια. Μία από τις τομές που έφερε ο Μεταξάς ήταν να μεταφέρει τις δραστηριότητες της Ειδικής στην ύπαιθρο (όταν και μετονομάστηκε σε Ειδική Ασφάλεια του Κράτους) και να παραδώσει τα αντικομμουνιστικά καθήκοντα στην πρωτεύουσα στην Αστυνομία Πόλεων, την οποία στελέχωσε με πρόσωπα που μοιράζονταν την ιδεολογία του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο διοικητής της Ειδικής ήταν μεταξύ των ανθρώπων που οργάνωσαν την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου το 1933, ενώ στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η Ειδική λειτουργούσε περισσότερο ως άθροισμα παρακρατικών ομάδων υπό την ηγεσία διαφόρων στελεχών, παρά ως οργανωμένο σώμα. Η Αστυνομία Πόλεων, μάλιστα, από το 1936 και μετά επιδόθηκε στον πρώτο «υβριδικό πόλεμο» της χώρας, επιχειρώντας να κατευθύνει τα πράγματα εκεί όπου επιθυμούσε άλλοτε με την έκδοση ενός πλαστού Ριζοσπάστη και άλλοτε ακόμα και με την ίδρυση μιας ψεύτικης Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Παράλληλα, το κυνήγι των «έκλυτων ηθών» και της μικρής παρανομίας του ελληνικού μεσοπολέμου (χαρτοπαιξία, πορνεία κλπ.) συνεχίστηκε, μπολιασμένο πλέον και από τη σημασία που του έδινε ο ευρωπαϊκός φασισμός, ο οποίος ενέπνεε την 4η Αυγούστου.
Αντιστασιακοί και «Μπουραντάδες»
Με τον βενιζελισμό να έχει υποχωρήσει ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, η κατοχή αποτελεί το σημείο που η χώρα μετατοπίστηκε καθοριστικά προς τη σύγκρουση Αριστεράς–Δεξιάς, γεγονός που δεν άφησε ανεπηρέαστα τα αστυνομικά σώματα.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Τάσου Κωστόπουλου στην Εφημερίδα των Συντακτών, με τίτλο «Ο Εμφύλιος των Αστυνομικών», από το τέλος του καθεστώτος Μεταξά στις απαρχές της Κατοχής, η Αστυνομία Πόλεων αναδείχθηκε σε «χώρο μαζικής στρατολογίας του ΕΑΜ»:
«Η οργάνωση της αστυνομίας (συνθηματική ονομασία: “26 γκρούπα”) καθοδηγούνταν απευθείας από το Π.Γ. του ΚΚΕ και “στα μέσα του 1942 είχε κομματικούς πυρήνες και εαμικές γκρούπες σε όλα τα αστυνομικά τμήματα και ειδικές υπηρεσίες”· έναν χρόνο αργότερα η δύναμή της ανερχόταν “σε 400 κομματικά μέλη και 800 εαμικά” (ΑΣΚΙ/ΚΚΕ, τ.κ.428, φ:26/3/21), προς τα τέλη δε της Κατοχής έφτασε τους 1.700 (περ. “Εθνική Αντίσταση”, τχ.8, 1965). Εκτός από την υπηρεσιακή κάλυψη παράνομων δραστηριοτήτων (μεταφορά υλικών, έκδοση πλαστών ταυτοτήτων, προειδοποίηση διωκομένων κ.λπ.), η συμβολή των οργανωμένων αστυνομικών στην Αντίσταση περιέλαβε ακόμη και τη σύνταξη καθημερινού δελτίου πληροφοριών για το Π.Γ. Αξιοσημείωτη υπήρξε επίσης η κυκλοφορία ειδικού παράνομου εντύπου (“Αστυνομικόν Βήμα”) που απευθυνόταν στα οργανωμένα μέλη και τον επαγγελματικό περίγυρό τους.»
Αυτή η επιρροή αποτυπώθηκε στην πρώτη μεγάλη απεργία αστυνομικών στην Ελλάδα το 1943, εν μέσω Κατοχής, οι πρωτεργάτες της οποίας αντιμετώπισαν διώξεις. Από την άλλη, η συνέχεια της κατοχικής περιόδου βρήκε τα κατάλοιπα του μεταξικού καθεστώτος να συνδράμουν στο έργο των κατοχικών δυνάμεων σε στενή σύνδεση ή και ενεργό συμμετοχή στα Τάγματα Ασφαλείας. Η «Ειδική» διατάχθηκε από την κυβέρνηση Ράλλη να δώσει «εις την Ασφάλειαν νέον ρυθμόν συνεργασίας με τον κατακτητήν», ενώ ένα τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων στην Αθήνα που δεν προσχώρησε στο ΕΑΜ, μετατράπηκε στην διαβόητη μηχανοκίνητη συμμορία των «Μπουραντάδων», από το όνομα του επικεφαλής της, του αξιωματικού Νικόλαου Μπουραντά. Αμφότερα τα σώματα ευθύνονται για πάμπολλες δολοφονίες και βιαιοπραγίες στα χρόνια της Κατοχής και φυσικά βρέθηκαν συχνά να συγκρούονται οργανωμένα με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Ανάμεσά τους και με τους πρώην συναδέλφους τους στην Αστυνομία Πόλεων, αρκετοί εκ των οποίων καταγράφεται σε πηγές ότι στελέχωσαν την ΟΠΛΑ.
Δεσπόζουσα όσο και αμφιλεγόμενη μορφή της αστυνόμευσης κατά την Κατοχή είναι ο Άγγελος Έβερτ, Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών της Αστυνομίας Πόλεων, η δράση του οποίου χαρακτηρίστηκε από τις δολοφονίες αντικατοχικών διαδηλωτών, με κυριότερο περιστατικό ίσως την αιματηρή αντιμετώπιση της απεργίας και διαδήλωσης της 5ης Μαρτίου 1943 κατά της πολιτικής επιστράτευσης που προωθούσε κατ’ εντολήν των Ναζί η δωσιλογική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου, αλλά και τα Δεκεμβριανά, για τα οποία μάλιστα είχε ο ίδιος παραδεχτεί ότι έδωσε την εντολή στην αστυνομία να πυροβολήσει.
Μετά την Κατοχή, κομβική ήταν η υπερασπιστική μαρτυρία του Άγγελου Έβερτ στη δίκη για δωσιλογισμό του Νικόλαου Μπουραντά, ο οποίος αθωώθηκε παρά τις αμέτρητες ωμότητες που καταλογίζονται στον ίδιο και στους Μπουραντάδες. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με το Ίδρυμα Γιαντ Βασέμ του Ισραήλ, που απονέμει τον τίτλο «Δίκαιος των Εθνών», ο Έβερτ είχε δώσει εντολή να δίνονται κανονικές ταυτότητες σε Εβραίους, διευκολύνοντας τη διαφυγή τους. Αργότερα, ο Έβερτ υπηρέτησε ως Διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων, από το 1951 ως το 1955. Το Γιαντ Βασέμ τον τίμησε ως «Δίκαιο των Εθνών» το 1969.
Οι συγκρούσεις των ενστόλων μετακυλήθηκαν και στην απελευθέρωση. Παρότι η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έδωσε υψηλόβαθμες θέσεις στα σώματα ασφαλείας στους αστυνομικούς που είχαν αναλάβει την οργάνωση της αντιστασιακής «Εθνικής Πολιτοφυλακής», οι συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944 ξαναβρήκαν τους αστυνομικούς σε αντιτιθέμενα στρατόπεδα. Μάλιστα, ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις που αστυνομικά τμήματα καταλήφθηκαν μέσα στα Δεκεμβριανά εκ των έσω και άρχισαν να λαμβάνουν εντολές από τον ΕΛΑΣ.
Στην περίοδο της «Λευκής Τρομοκρατίας», που ακολούθησε τον αφοπλισμό του ΕΑΜ με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τον Φεβρουάριο του 1945, η καθεστωτική αντεκδίκηση επεκτάθηκε και στους ένστολους. Με την ανάγκη της Αστυνομίας Πόλεων να επανενταχθεί στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό καθεστώς, μια νέα βρετανική αποστολή κατέφθασε στην Αθήνα επιφορτισμένη με την αναμόρφωση του σώματος, την ίδρυση του οποίου είχε καθοδηγήσει σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν.5 Η αποστολή αυτή έφερε περιορισμένα αποτελέσματα και εκτοπίστηκε σταδιακά απ’ όταν εδραιώθηκε η αμερικανική επιρροή στη χώρα.
Τα γκλοπ της «καχεκτικής δημοκρατίας»
Η δεκαετία του 1950 αποτελεί την αρχή μιας ταχείας διαδικασίας αστικοποίησης που θα οδηγούσε στη σταδιακή εγκατάλειψη της υπαίθρου, μεγάλο μέρος της οποίας άλλωστε είχε ρημαχτεί από τις επιπτώσεις της Κατοχής και του Εμφυλίου. Την ίδια στιγμή, η ανοικοδόμηση καθοδηγούνταν από τα χρήματα του Σχεδίου Μάρσαλ και τις επιλογές που προέκριναν οι ΗΠΑ για τη χρήση τους.
Αυτά τα δύο φαινόμενα επηρεάζουν καθοριστικά την αστυνόμευση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 έρχονται εξοπλιστικά συμβόλαια για την Αστυνομία Πόλεων και τη Χωροφυλακή με τα οποία αγοράζονται τα πρώτα περιπολικά της χώρας, αμερικάνικης κυρίως κατασκευής, για να στελεχώσουν τις δύο νέες υπηρεσίες των σωμάτων ασφαλείας που ανταποκρίνονται στην αστικοποίηση: την Υπηρεσία Αμέσου Δράσεως της Αστυνομίας Πόλεων που θεσπίζεταιι το 1959 και την Υπηρεσία Αμέσου Επεμβάσεως της Χωροφυλακής που θεσπίζεται το 1960. Το σύστημα των περιπολικών με τον ραδιοασύρματο εισάγεται από Αμερικανική Αστυνομική Αποστολή, η οποία εμπνέεται από τα πρότυπα των ΗΠΑ και δωρίζει στο σώμα τα πρώτα περιπολικά. 6
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μέχρι την έλευση της Επταετίας, τα σώματα της αστυνομίας, αναβαθμισμένα μέσα από την αμερικανική τεχνογνωσία, συνεχίζουν το έργο τους από εκεί που το άφησαν πριν την ταραχώδη δεκαετία της κατοχής και του εμφυλίου. Η περίοδος εγκαινιάζεται με τις συλλήψεις και εκτελέσεις του Νίκου Μπελογιάννη και του Νίκου Πλουμπίδη, αλλά και τη συνέχιση των διώξεων του εκ νέου παρανομοποιημένου ΚΚΕ. Οι διαδηλώσεις για την Κύπρο εκείνη την περίοδο απαντώνται με βία, η οποία αυξάνεται όσο πλησιάζουμε στο καθεστώς της 21ης Απριλίου, με εμβληματικό σημείο τη μυστηριώδη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα σε διαδήλωση το 1965.
Το 1953, ιδρύεται η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών με την καθοδήγηση αλλά και τη μερική χρηματοδότηση της CIA, η οποία εκείνη την περίοδο διατηρεί στην Ελλάδα τον τρίτο μεγαλύτερο σταθμό της στον κόσμο. Στο γνωστό έργο του Η Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα, ο δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης φτάνει να χαρακτηρίζει την ΚΥΠ «ένα είδος υποκαταστήματος της CIA στην Ελλάδα». Η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών διατηρεί στενή σχέση με τα σώματα ασφαλείας για την αστυνόμευση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και τη συλλογή πληροφοριών, ενώ εμπλέκεται και στην εκπαίδευση των ΛΟΚ και ΤΕΑ που είχαν υπό την ευθύνη τους την προστασία των συνόρων από τις γειτονικές χώρες, οι οποίες ανήκαν στην άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος.
Ωστόσο, η δράση των σωμάτων ασφαλείας εξακολουθεί να είναι πολύ έντονη και στον τομέα των «ηθών». Το 1952 η αστυνομία είχε παρέμβει ενάντια στον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη για το γνωστό έργο του με τους γυμνούς ναύτες, ενώ το 1953, η αριστερή εφημερίδα Αλλαγή αντιμετώπισε διώξεις επειδή δημοσίευσε εικόνες από γυμνά έργα του Γιάννη Μόραλη. Ίσως η εμβληματικότερη αποτύπωση των πολιτικών αστυνόμευσης της εποχής, όμως, να είναι ο γνωστός νόμος 4000 που επέτρεπε τη σύλληψη, δίωξη και διαπόμπευση νεαρών, η συμπεριφορά των οποίων κρινόταν ως υβριστική και αναιδής.
Χούντα και δημοκρατική ασυλία
Με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών το 1967, τόσο η Ελληνική Χωροφυλακή (που από το 1968 απώλεσε τον χαρακτηρισμό «Βασιλική», μετά τη ρήξη των χουντικών με το παλάτι), όσο και η Αστυνομία Πόλεων θα συνεχίσουν να έχουν κραταιό ρόλο στην καταπολέμηση του «εσωτερικού εχθρού». Ωστόσο, λόγω της στρατιωτικής φύσης του καθεστώτος, είναι το σώμα της περιβόητης Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας που θα φύγει από την αφάνεια των πρώτων 15 χρόνων λειτουργίας του και θα έρθει στο προσκήνιο, κυρίως χάρη στο «Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα» της στο Πάρκο Ελευθερίας, το περιβόητο ΕΑΤ-ΕΣΑ, που μετέτρεψε την ψυχροπολεμική παρανοϊκή κατασκοπευτική εκστρατεία αποκάλυψης του κομμουνιστικού δακτύλου σε μία μαύρη τρύπα βασανιστηρίων, υπό την ανοχή, αν όχι και την υποστήριξη, των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών.
Από το 1968, οι μαρτυρίες για τους βασανισμούς επί Χούντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναδείχθηκαν σε δικό τους, ξεχωριστό είδος βιβλιογραφίας: Αρχής γενομένης με τη διεθνή επιτυχία που γνώρισαν οι Ανθρωποφύλακες του Περικλή Κοροβέση, ακολουθώντας με τη Μπουμπουλίνας 18 της Κίττυς Αρσένη (όπου περιγράφει τους βασανισμούς που υπέστη στα χέρια της Αστυνομίας Πόλεων) και φτάνοντας μετά από εκατοντάδες βιβλία μέχρι το 2019 και τη δημοσίευση του βιβλίου Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ του Γιάννη Σεργόπουλου. Τα βασανιστήρια που πραγματοποίησαν τα σώματα ασφαλείας την Επταετία αποτέλεσαν σημείο καμπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα διεθνώς, ιδίως μετά την αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1969.
Η ΕΣΑ απέκτησε τόση εξουσία μετά το πραξικόπημα που εξελίχθηκε σε κράτος εν κράτει ακόμα και για τα δεδομένα του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Αυτό άλλωστε δείχνει και το γεγονός ότι στα τέλη του Νοεμβρίου του 1973, ο επικεφαλής της ΕΣΑ ταξίαρχος Δημήτρης Ιωαννίδης έκανε πραξικόπημα πάνω στο πραξικόπημα και ανέλαβε ο ίδιος τα ηνία της χώρας μέχρι την πτώση της δικτατορίας.
Σχεδόν ενάμιση αιώνα νωρίτερα, τίποτα δεν προμήνυε ότι ο θεσμός της αστυνόμευσης που ξεκίνησε υπό την ηγεσία ενός ουτοπικού σοσιαλιστή και υπέρμαχου της Γαλλικής Επανάστασης, θα αποτελούσε έναν από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής ανωμαλίας και των αντιδημοκρατικών εκτροπών. Το αρχικό όραμα, όμως, να αποτελέσει ο νέος θεσμός καταλυτικό παράγοντα για την καλλιέργεια της συνείδησης του πολίτη, είχε δώσει τη θέση του σε πολύ διαφορετικές προτεραιότητες: ξεκινώντας από τον μεσοπόλεμο, όταν ο αντικομμουνισμός αναδείχθηκε σε κεντρικό στόχο του ελληνικού αστισμού, ο ρόλος των σωμάτων ασφαλείας ενισχύθηκε και κατέστη έτοιμος να υποδεχτεί τη μεταπολεμικά καθήκοντα της πολιτικής καταστολής.
Παρά την πτώση της Χούντας, ωστόσο, οι δίκες των βασανιστών το 1975 ήταν η πρώτη σαφής ένδειξη ότι η μακρά πεντηκονταετία της βίας, που είχε ξεκινήσει με την αντικομμουνιστική εκστρατεία της δεκαετίας του 1920, δεν θα έκλεινε οριστικά. Στο 6ο τεύχος του περιοδικού Ο Πολίτης το 1976, ο Γιώργος Καρράς παρατηρούσε ότι το δικαστήριο εξάντλησε την αυστηρότητά του στους βασανιστές που προέρχονταν από την αμιγώς χουντική ΕΣΑ και την επιείκιά του σε όσους προέρχονταν από τη Χωροφυλακή και την Αστυνομία Πόλεων, οι οποίοι διέφυγαν είτε αθωωμένοι είτε με πολύ ελαφριές ποινές. «Η γενική τάση της κυβέρνησης» έγραφε «ήταν να αθωωθούν οι βασανιστές της κατηγορίας αυτής, να αποκατασταθούν τα αντίστοιχα σώματα και γενικά να συγκαλυφθεί η επί δικτατορίας πρακτική τους».
Ήταν ξεκάθαρο πως η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, η οποία έπρεπε να εξομαλύνει την πολιτική ζωή κυρίως περιορίζοντας την ικανότητα του στρατού να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα, ήταν υποχρεωμένη μετά από ενάμιση αιώνα στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας στην αστυνόμευση να στραφεί προς τα πολιτικά σώματα της αστυνομίας — και προκειμένου να το πετύχει αυτό, θεωρούσε αναγκαία την ασυλία για κάποιους από τους πρωταγωνιστές της Επταετίας.
Έτσι, η αποτυχία της πολιτείας να κλείσει με δίκαιο τρόπο τους λογαριασμούς της με το παρελθόν της αστυνομικής βίας βρίσκει μια χαρακτηριστική αντιστοιχία στην ανθρωποκτονία του αρχιβασανιστή της Αστυνομίας Πόλεων Ευάγγελου Μάλλιου — ο οποίος είχε καταδικαστεί σε μόλις 10 μήνες φυλάκισης με δυνατότητα εξαγοράς — από την Ε.Ο. «17 Νοέμβρη», τον Δεκέμβριο του 1976. Και σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου, όπου η αστυνόμευση στην Ελλάδα αφενός θα περιλάβει σε ενεργούς ρόλους τα κατάλοιπα του χουντικού μηχανισμού, αφετέρου μεγάλο μέρος των ενεργειών της θα δαπανηθεί όχι μόνο στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αλλά και στην καταστολή του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού.