Η εξαίρεση της ΕΛ.ΑΣ. από τη δημόσια λογοδοσία για πράξεις παράνομης βίας στηλιτεύεται σε σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι οποίες αποτυπώνουν το φάσμα των ενεργειών και παραλείψεων που συντηρούν την ατιμωρησία. Ωστόσο, οι υποθέσεις αστυνομικής βίας που μένουν ατιμώρητες είναι πολύ περισσότερες.
Τη νύχτα της 13ης Αυγούστου 2002, δύο αστυνομικοί συνέλαβαν τον δεκαεπτάχρονο τότε Γιώργο Σιδηρόπουλο και τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα Ασπροπύργου. Οδηγούσε μηχανή χωρίς άδεια κι όταν τον ρώτησαν αν ήταν δική του, τους απάντησε πως την είχε βρει σ’ ένα χωράφι. Όσο τον ανέκριναν, ο αξιωματικός υπηρεσίας εμφανίστηκε κρατώντας μια μαύρη συσκευή. Την ακούμπησε στο στέρνο και κοντά στα γεννητικά όργανα του συλληφθέντα, ο οποίος ένιωσε ηλεκτρικό ρεύμα να τον διαπερνά κι ύστερα παράλυση.
Μετά από λίγη ώρα, άλλοι αστυνομικοί συνέλαβαν τον εικοσάχρονο τότε Γιάννη Παπακώστα, ο οποίος οδηγούσε μηχανή χωρίς δίπλωμα, και τον οδήγησαν στο ίδιο τμήμα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας εμφάνισε πάλι τη συσκευή του και την ακούμπησε στην πλάτη και κοντά στα γεννητικά όργανα του συλληφθέντα. Εκείνος έπεσε στο πάτωμα με οξείς πόνους και δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 2018, το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) εκδίκασε την προσφυγή τους. Διαπίστωσε πως η Ελληνική Αστυνομία, στην Ένορκη Διοικητική Εξέταση που διεξήγαγε, θεώρησε πως ο εν λόγω αξιωματικός υπηρεσίας ευθυνόταν μόνο για την κατοχή ενός «φορητού πομπού-δέκτη», για τον οποίο δεν είχε την απαιτούμενη άδεια από το υπουργείο Μεταφορών και Τηλεπικοινωνιών. Του επέβαλε πρόστιμο 100 ευρώ και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο. Ως εκ τούτου, ο τότε αρχιφύλακας παρέμεινε στην υπηρεσία, προήχθη στον βαθμό του ανθυπαστυνόμου και αποστρατεύτηκε μετά από δικό του αίτημα, το 2010.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ακόμη ότι από την αρχή της προανάκρισης ως το τέλος της ποινικής δίκης σε δεύτερο βαθμό πέρασαν δώδεκα χρόνια. Τέλος, διαπίστωσε πως μολονότι η ελληνική Δικαιοσύνη έκρινε τον αυτοβούλως αποστρατευθέντα ανθυπαστυνόμο ένοχο για βασανιστήρια, τον καταδίκασε σε μια από τις ελαφρύτερες ποινές που ο νόμος τής επέτρεπε: πέντε χρόνια φυλάκισης, εξαγοράσιμα προς πέντε ευρώ την ημέρα. Μάλιστα, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική δυσχέρεια του αστυνομικού, του παρείχε τη διευκόλυνση να καταβάλει το ποσό σε τριανταέξι δόσεις.
Το ΕΔΔΑ, επιδικάζοντας 26.000 ευρώ ως αποζημίωση στο καθένα από τα θύματα, έκρινε πως «μία τέτοια ποινή δεν θα μπορούσε, ούτε να θεωρηθεί ως κατάλληλη, να αποτρέψει τον δράστη των γεγονότων ή άλλους Κρατικούς λειτουργούς να τελέσουν παρόμοια παραπτώματα, ούτε να θεωρηθεί ως δίκαιη από τα θύματα». Σχετικά με την αρχειοθετημένη ΕΔΕ, το δικαστήριο σημείωσε ότι ο αστυνομικός υπηρέτησε «για οκτώ έτη μετά τα εν λόγω γεγονότα, χωρίς να υποστεί τις συνέπειες των πράξεων του» και ότι εξαιτίας της διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, η ΕΔΕ δεν μπορούσε να επαναληφθεί μετά την καταδίκη του, όπως προβλέπει ο νόμος, ενώ ο αστυνομικός «έλαβε και προαγωγή, με όλες τις ηθικές και οικονομικές συνέπειες που αυτή συνεπάγεται». Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑ έκρινε πως «η έλλειψη αυστηρότητας στην εφαρμογή του ποινικού και πειθαρχικού συστήματος, όπως εν προκειμένω, δεν αποτρέπει τις δυνάμεις ασφαλείας, να μην διαπράττουν έκνομες πράξεις, παρόμοιες με αυτές που κατήγγειλαν οι προσφεύγοντες».
36 σφαίρες
Η υπόθεση αυτή απέχει πολύ από το να είναι μοναδική. Τουναντίον, είναι απολύτως ενδεικτική μιας διαχρονικής παθογένειας που αποτελεί ανοιχτή πληγή για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα: εδώ και δεκαετίες και μέχρι σήμερα, ένας μεγάλος αριθμός αστυνομικών έχει καταγγελθεί για πράξεις παράνομης βίας — από ανθρωποκτονίες και βασανιστήρια ως σωματικές βλάβες, αυθαίρετες προσαγωγές, κρατήσεις και σωματικές έρευνες, προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ταπεινώσεις και εξευτελισμούς. Μολοντούτο, η πλειονότητα των αστυνομικών που καταγγέλλονται, απολαμβάνουν ασυλία από τις συνέπειες που προβλέπει είτε το πειθαρχικό είτε το ποινικό δίκαιο, ακόμη και όταν τα στοιχεία εναντίον τους είναι συντριπτικά.
Αυτό συμβαίνει με διάφορους τρόπους. Κάποιες φορές, λόγου χάρη, η συχνότητα με την οποία αποδίδονται κατηγορίες, όπως απείθεια ή αντίσταση, σε όσους καταγγέλλουν τέτοιες πράξεις δημιουργεί εύλογες υπόνοιες — τις οποίες έχει επισημάνει και ο Συνήγορος του Πολίτη — ότι ο ποινικός νόμος χρησιμοποιείται καταχρηστικά, για να σιγάσει οποιαδήποτε διαμαρτυρία. Υπόνοια που εξηγεί το γεγονός ότι πολλά θύματα αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας διστάζουν είτε να επισημοποιήσουν την καταγγελία τους είτε να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη. Την ίδια στιγμή, έχει καταγραφεί πληθώρα περιπτώσεων στις οποίες προσαχθέντες έχουν σταθεί μπροστά στις ανακριτικές και τις εισαγγελικές αρχές γεμάτοι μώλωπες ή με τα μέλη τους σε γύψο, δίχως οι αρχές να κινηθούν αυτεπάγγελτα.
Ακόμη κι όταν διενεργούνται, όμως, τόσο η προανάκριση για το ποινικό σκέλος όσο και η πειθαρχική έρευνα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις σκανδαλωδώς μεροληπτικές υπέρ των αστυνομικών. Για παράδειγμα, στην υπόθεση της ανθρωποκτονίας του νεαρού Ρομά, Νίκου Σαμπάνη, στις 23 Οκτωβρίου 2021, στην οποία επτά αστυνομικοί εξαπέλυσαν 36 πυροβολισμούς σε κατοικημένη περιοχή, οι αναφορές της αστυνομίας υποστήριξαν αρχικά ότι το θύμα βρισκόταν στη θέση του οδηγού του κλεμμένου οχήματος. Ωστόσο, σύμφωνα με τα πορίσματα των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης αλλά και τις ίδιες τις διαβιβάσεις της ΕΛ.ΑΣ., προέκυψε πως στη θέση του οδηγού βρισκόταν ο 14χρονος Ε.Ζ. Σχεδόν όλες οι σφαίρες των αστυνομικών εντοπίστηκαν στην πλευρά του συνοδηγού παρά τον ισχυρισμό των αστυνομικών ότι πυροβολούσαν τα λάστιχα για να ακινητοποιήσουν το όχημα.
Παράλληλα, η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ. έκανε λόγο για «συνολικά επτά αστυνομικούς που τραυματίστηκαν», δήλωση που επίσης διαψεύστηκε από το υλικό με τις διαβιβάσεις των αστυνομικών. Στη συνέχεια, τρεις μέρες μετά το περιστατικό, προτού ολοκληρωθεί η ανάκριση, η αστυνομία επέστρεψε το κλεμμένο όχημα στον ιδιοκτήτη του, καθώς δεν κατασχέθηκε ως απαραίτητο για την έρευνα. Το αυτοκίνητο δόθηκε για ανακύκλωση. Πρόκειται για ενέργεια που αντίκειται στην πάγια τακτική που ακολουθείται για όλα τα αδικήματα κακουργηματικού χαρακτήρα και προβλέπει τη μη απόδοση αντικειμένων που περιέχονται σε δικογραφίες μέχρι την εκδίκαση της εκάστοτε υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό.
Οι αστυνομικοί, μετά την άσκηση δίωξης εναντίον τους για ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, αφέθηκαν ελεύθεροι χωρίς περιοριστικούς όρους και δεν τέθηκαν σε διαθεσιμότητα από την υπηρεσία αλλά τους ανατέθηκαν «διοικητικά καθήκοντα». Για το περιστατικό διενεργείται ΕΔΕ (Ένορκη Διοικητική Εξέταση), η οποία — μολονότι τύποις ανεξάρτητη από την ποινική διαδικασία και με μέγιστη προθεσμία ολοκλήρωσης τους τέσσερις μήνες — εκκρεμεί ακόμη.1
«Σ’ όποιον αρέσει!»
Η υπόθεση Σαμπάνη δεν έχει έρθει ακόμη στο ακροατήριο, από προηγούμενες υποθέσεις, όμως, στις οποίες κατηγορήθηκαν αστυνομικοί, προκύπτει ότι τα δικαστήρια διστάζουν να καταδικάσουν — με πιο πρόσφατο παράδειγμα την αθώωση των τεσσάρων αστυνομικών που κατηγορήθηκαν ότι συνέβαλαν στον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου. Στην υπόθεση αυτή, τη στάση των αρχών είχαν προεικονίσει οι δηλώσεις που είχαν κάνει οι εκπρόσωποι των αστυνομικών μετά το συμβάν, όπως ο γενικός γραμματέας των Ειδικών Φρουρών Στράτος Μαυροειδάκος, ο οποίος είχε πει πως έχουν κάνει «άριστη δουλειά»,2 και ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών, Δημοσθένης Πάκος, ο οποίος είχε πει ότι «αυτή είναι η πρακτική. Σ’ όποιον αρέσει!».3 Με άλλα λόγια αλλά με το ίδιο νόημα συντάχθηκε αναμενόμενα η υπεράσπιση αλλά εν τέλει και η εισαγγελική πρόταση: πως οι αστυνομικοί ακολούθησαν όλους τους επιβεβλημένους κανόνες, χρησιμοποιώντας μόνο την ελάχιστη, απολύτως απαραίτητη, νόμιμη βία. Το δικαστήριο συμφώνησε.
Φυσικά, οι κανόνες λένε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που έκαναν οι αστυνομικοί: η χειροπέδηση, και μάλιστα με χρήση βίας, επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που το υπό σύλληψη άτομο αντιστέκεται. Στα βίντεο, ωστόσο, από το συμβάν, οι αστυνομικοί κλωτσούν, ποδοπατούν, σέρνουν και τελικά δεσμεύουν έναν άνθρωπο που κείτεται αιμόφυρτος και απολύτως ακίνητος, μπρούμυτα στον δρόμο. Ακόμη και υπό την αίρεση που επικαλέστηκε η υπεράσπιση, ότι το έναυσμα για την απόφαση δέσμευσης ήταν πως προηγουμένως ο Ζακ Κωστόπουλος κρατούσε ένα θραύσμα από γυαλί, όταν πια πέφτει στο έδαφος, ημιθανής, οποιαδήποτε απειλή έχει πάψει να υφίσταται. Εντούτοις, τέσσερις αστυνομικοί διακρίνονται στο οπτικοακουστικό υλικό να κακοποιούν κι άλλο αυτό το θύμα ακραίας βίας, που δεν κουνιέται.
Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η βία που άσκησαν οι τέσσερις αστυνομικοί στην υπόθεση Κωστόπουλου ήταν νόμιμη, ακόμη και σ’ εκείνες τις υποθέσεις όμως που κρίνουν ότι υπήρξε παράνομη βία, η επιείκεια των ποινών είναι τόσο κραυγαλέα που όχι μόνο εκμηδενίζει την όποια αποτρεπτική λειτουργία του ποινικού κολασμού αλλά εκτρέφει την διάχυτη αίσθηση της ατιμωρησίας. Ανατρέχοντας ακόμη και στις σημαντικότερες υποθέσεις ανθρωποκτονιών που διέπραξαν αστυνομικοί από τη Μεταπολίτευση και μετά,4 εύκολα βλέπει κανείς αυτό το μοτίβο στη δικαστική κρίση. Λόγου χάρη, οι αστυνομικοί των ΜΑΤ που ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τη Σταματίνα Κανελλοπούλου και τον Ιάκωβο Κουμή, το 1980, δεν εντοπίστηκαν ποτέ. Ο Αθανάσιος Μελίστας, που πυροβόλησε και σκότωσε τον Μιχάλη Καλτεζά, το 1985, καταδικάστηκε πρωτόδικα σε δυόμιση χρόνια φυλάκιση με αναστολή και αθωώθηκε στο Εφετείο. Οι αστυνομικοί που καταγγέλθηκαν, το 1991, για τον θάνατο του Σουλεϊμάν Ακιάρ, ο οποίος σκοτώθηκε υπό κράτηση μετά από πολλαπλά κατάγματα, κακώσεις των γεννητικών οργάνων, ρήξη πρωκτικού δακτυλίου και βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, απαλλάχθηκαν κατά την εσωτερική πειθαρχική διαδικασία — και δεν δικάστηκαν ποτέ. Ο Κυριάκος Βεντούλης, που πυροβόλησε και σκότωσε τον Σέρβο μαθητή Μάρκο Μπουλάτοβιτς, το 1998, αφού τον πέρασε λανθασμένα για πορτοφολά, καταδικάστηκε σε εικοσιεπτά μήνες φυλάκιση με αναστολή. Ο Γιώργος Δημητρακάκης, που πυροβόλησε και σκότωσε τον ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή Ηρακλή Μαραγκάκη, το 2003, όταν δεν σταμάτησε το αυτοκίνητό του σε έλεγχο της αστυνομίας, καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια αλλά το Εφετείο μείωσε την ποινή στα πεντέμισι χρόνια.
Η μόνη ποινή που ανταποκρίνεται στη βαρύτητα του αδικήματος είναι αυτή που επιβλήθηκε στον Επαμεινώνδα Κορκονέα, ο οποίος πυροβόλησε και σκότωσε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο το 2008. Ωστόσο, και εκεί το Εφετείο μείωσε την ποινή στα δεκατρία χρόνια, αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου — απόφαση που προσέκρουσε, όμως, τελικά στον Άρειο Πάγο.
Η ατιμωρησία της Ελληνικής Αστυνομίας στηλιτεύεται σε σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και η αποτυχία των δικαστικών και πειθαρχικών αρχών να διεξαγάγουν αποτελεσματικές έρευνες και να επιβάλουν τις αρμόζουσες ποινές. Οι υποθέσεις αστυνομικής βίας που φτάνουν να εκδικαστούν στο ΕΔΔΑ, βέβαια, είναι λίγες σε σχέση είτε με όσες καταγγελίες βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας είτε σε σύγκριση με όσα καταγράφονται στις εκθέσεις μη κυβερνητικών οργανώσεων. Το γεγονός αυτό είναι ευεξήγητο αν αναλογιστεί κανείς αφενός το συχνό φαινόμενο τα θύματα να έχουν εξαντληθεί από τις μακρές δικαστικές διαδικασίες, αφετέρου τις προϋποθέσεις που το ΕΔΔΑ θέτει για τις προσφυγές. Ακόμη κι έτσι, όμως, οι διαπιστώσεις που αποτυπώνονται στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ αρκούν για να γίνει κατανοητό το φάσμα των ενεργειών και παραλείψεων που συντηρούν την αστυνομική ατιμωρησία.5
Η υπόθεση Μακαρατζή
Τα ερωτήματα για τη χρήση θανατηφόρας βίας στην ανθρωποκτονία του Νίκου Σαμπάνη, την οποία αναφέραμε πιο πάνω, εμφανίζουν μεγάλες ομοιότητες με αυτά που είχαν τεθεί σε μια ιδιαιτέρως σημαντική υπόθεση για το ζήτημα της αστυνομικής αυθαιρεσίας, την υπόθεση Μακαρατζή κατά Ελλάδας, η οποία κρίθηκε από το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) το 2004.
Εννιά χρόνια νωρίτερα, τον Σεπτέμβριο του 1995, αστυνομικοί είχαν προσπαθήσει να σταματήσουν ένα αυτοκίνητο, το οποίο έτρεχε υπερβολικά και είχε παραβιάσει κόκκινο σηματοδότη κοντά στην Αμερικανική Πρεσβεία. Ο οδηγός, ονόματι Χρήστος Μακαρατζής, δεν σταμάτησε. Ακολούθησε καταδίωξη, στην οποία, υπό τα διαρκή και καταιγιστικά πυρά που δεχόταν από περίστροφα και υποπολυβόλα, συγκρούστηκε με δύο αυτοκίνητα και διέφυγε από πέντε αστυνομικά μπλόκα, προτού σταματήσει σε ένα βενζινάδικο. Από τα πυρά των αστυνομικών τραυματίστηκε στο πόδι, στο χέρι, στον γλουτό και στο στήθος αλλά επέζησε.
Η πειθαρχική έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. ασχολήθηκε με όσους αστυνομικούς μπόρεσε, σύμφωνα με την αστυνομία, να εντοπίσει, καθότι αρκετοί είχαν φύγει από τον τόπο του περιστατικού δίχως να ελεγχθούν τα όπλα τους. Ως εκ τούτου, η έρευνα δεν μπόρεσε να ταυτίσει τις σφαίρες που τραυμάτισαν τον Μακαρατζή ή βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του με συγκεκριμένα όπλα. Παράλληλα, η εισαγγελία παρέπεμψε σε δίκη επτά αστυνομικούς, με τις κατηγορίες της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και της οπλοχρησίας. Το 1999, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών αθώωσε τους αστυνομικούς.
Μολονότι το ΕΔΔΑ στην απόφασή του δέχτηκε, όπως και το ελληνικό δικαστήριο, ότι η χρήση όπλου υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να είναι νόμιμη, εξέφρασε έκπληξη για «τον χαώδη τρόπο µε τον οποίο οι αστυνοµικοί χρησιµοποίησαν τα όπλα τους». Αποφάνθηκε ότι οι ελληνικές αρχές παραβίασαν το άρθρο 2 («δικαίωμα στη ζωή») της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), επειδή δεν παρείχαν «στους πολίτες, και ιδίως αυτούς (όπως ο προσφεύγων) κατά των οποίων γίνεται χρήση βίας που µπορεί να αποβεί θανατηφόρος, το απαιτούµενο επίπεδο εγγυήσεων και για να αποτρέψουν τον πραγµατικό και άµεσο κίνδυνο για τη ζωή που γνώριζαν ότι είναι πιθανόν να προκύψει, έστω και µόνο υπό εξαιρετικές περιστάσεις, σε αστυνοµικές επιχειρήσεις που περιλαµβάνουν καταδίωξη υπόπτων». Επιπλέον, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα και για το γεγονός ότι δεν διεξήγαγε αποτελεσματική έρευνα για το περιστατικό και επιδίκασε αποζημίωση 15.000 ευρώ στον παθόντα.
Η επιτήρηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης
Η υπόθεση Μακαρατζή ήταν η δεσπόζουσα σε μια ομάδα υποθέσεων του ΕΔΔΑ οι οποίες αφορούν περιστατικά παράνομης βίας των ελληνικών διωκτικών αρχών και την αποτυχία τόσο των πειθαρχικών όσο και των δικαστικών διαδικασιών να τα διερευνήσουν αποτελεσματικά, με τρόπο που να συμβάλλει στην αποτροπή παρόμοιων περιστατικών.
Μακαρατζής κατά Ελλάδας • Μπέκος και Κουτρόπουλος κατά Ελλάδας • Allaham κατά Ελλάδας • Ζελίλωφ κατά Ελλάδας • Καραγιαννόπουλος κατά Ελλάδας • Celniku κατά Ελλάδας • Πετροπούλου-Τσακίρη κατά Ελλάδας • Λεωνίδης κατά Ελλάδας • Γκαλότσκιν κατά Ελλάδας • Στεφάνου κατά Ελλάδας • Zontul κατά Ελλάδας • Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας • Andersen κατά Ελλάδας • Κωνσταντινόπουλος κ.ά. κατά Ελλάδας (Νο 2)
Καθώς τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν δεσμευτεί να εφαρμόζουν τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ όχι μόνο ως προς τις αποζημιώσεις που επιδικάζονται αλλά και ως προς την βελτίωση της νομοθεσίας και των διοικητικών διαδικασιών που επισημαίνονται ως προβληματικές, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή το αρμόδιο όργανο που απαρτίζεται από τους υπουργούς Εξωτερικών και επιτηρεί την εφαρμογή των αποφάσεων ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να εφαρμόσουν μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της παράνομης βίας.
Κάποια από αυτά τα μέτρα είχαν ήδη ληφθεί — λόγου χάρη, η παρωχημένη νομοθεσία για τη χρήση όπλων από την αστυνομία που είχε θεσπιστεί το 1943, επί γερμανικής κατοχής, και ήταν ακόμη σε ισχύ την εποχή της υπόθεσης Μακαρατζή, εκσυγχρονίστηκε το 2003. Κρίσιμα ζητήματα, ωστόσο, όπως αυτά που αφορούσαν τη μεταρρύθμιση της νομοθεσίας περί βασανιστηρίων και, κυρίως, τη θέσπιση αποτελεσματικού μηχανισμού διερεύνησης καταγγελιών που θα αντιμετώπιζε τη χρόνια ανεπάρκεια των εσωτερικών πειθαρχικών διαδικασιών, παρέμεναν εκκρεμή, γεγονός που έθεσε τις υποθέσεις της ομάδας Μακαρατζή σε «αυξημένη επιτήρηση», η οποία επιφυλάσσεται για περιπτώσεις συστημικών προβλημάτων που απαιτούν δομικές λύσεις.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, η Επιτροπή Υπουργών αποφάσισε να κλείσει κάποιες υποθέσεις της ομάδας Μακαρατζή, αποτιμώντας τα ατομικά μέτρα που έχουν ληφθεί, όπως λόγου χάρη την εκταμίευση αποζημιώσεων. Σε σχέση με τα γενικά μέτρα, τα οποία σκοπό έχουν να αντιμετωπίσουν τα συστημικά προβλήματα, το σχετικό υπόμνημα επισημαίνει μια σειρά βελτιώσεις, όπως την θέσπιση του ΕΜΗΔΙΠΑ (Ειδικού Μηχανισμού Διερεύνησης Περιστατικών Αυθαιρεσίας) ως ειδικής αρμοδιότητας του Συνηγόρου του Πολίτη το 2016 και την ενίσχυσή του το 2020, τον νέο Πειθαρχικό Κώδικα του 2019, τη μεταρρύθμιση του νόμου περί βασανιστηρίων το 2020 κ.ά. Επίσης, δίνει βάρος στη συγνώμη που εξέφρασε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, τον Μάρτιο του 2021, μετά τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, προς τα θύματα της αστυνομικής βίας — κάτι που έχει αποτελέσει πάγιο αίτημα πολλών παθόντων και ιδιαίτερα όσων, λόγω παραγραφής, δεν μπορούσαν να στραφούν εκ νέου κατά των θυτών τους μετά τη δικαίωσή τους από το ΕΔΔΑ. Στο υπόμνημα επισημαίνεται, ακόμη, η υπόσχεση του πρωθυπουργού να ενισχυθεί η λογοδοσία της αστυνομίας.6
Η Επιτροπή Υπουργών, πάντως, δεν συνοδεύει το κλείσιμο των υποθέσεων και με άρση της «αυξημένης επιτήρησης». Τουναντίον, τη διατηρεί για νέα ομάδα υποθέσεων υπό την Σιδηρόπουλος και Παπακώστας κατά Ελλάδας, δηλαδή την υπόθεση που αναφέραμε στην αρχή με τους δύο νεαρούς που βασανίστηκαν με ηλεκτροσόκ, και επισημαίνει ότι το κλείσιμο των υποθέσεων δεν «διαμορφώνει εκ των προτέρων την αποτίμηση των γενικών μέτρων που απαιτούνται για να εμποδιστεί η επανάληψη της κακομεταχείρισης από αστυνομικούς και η απουσία αποτελεσματικών ερευνών κακομεταχείρισης και θανάτων…».
Νέες προσφυγές προς εκδίκαση στο ΕΔΔΑ
Σε πείσμα των όποιων βελτιώσεων, πάντως, διαπίστωσε η Επιτροπή Υπουργών, δεκατέσσερις νέες προσφυγές κατά της Ελλάδας για βασανιστήρια που φέρονται να διέπραξαν αστυνομικοί έχουν έρθει προς εκδίκαση στο ΕΔΔΑ. Η πρώτη προσφυγή αφορά περιστατικό της 8ης Οκτωβρίου 2016 και κοινοποιήθηκε στην Ελλάδα στις 18 Μαρτίου 2021. Οι υπόλοιπες 13 προσφυγές είναι συνδεδεμένες, αφορούν περιστατικό της 22ας Μαΐου 2020 και κοινοποιήθηκαν στην Ελλάδα στις 7 Μαρτίου 2022.
Σύμφωνα με την πρώτη προσφυγή, αστυνομικοί, στους οποίους περιλαμβανόταν ομάδα ΟΠΚΕ (Ομάδες Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος), βασάνισαν με ξυλοδαρμό τρεις Έλληνες Ρομά, κατά τη διάρκεια της σύλληψής τους, της μεταφοράς τους και της παραμονής τους στο αστυνομικό τμήμα. Για έναν από τους τρεις, ο ξυλοδαρμός του οδήγησε στη διακομιδή του σε νοσοκομείο σε προεμφραγματική κατάσταση και στη νοσηλεία του στην εντατική. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ο βασανισμός τους είχε και ρατσιστικό κίνητρο.
Οι τρεις καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης για σειρά αδικημάτων από την ελληνική Δικαιοσύνη, με τη δίκη τους σε δεύτερο βαθμό να εκκρεμεί. Την ίδια στιγμή, η εισαγγελία έθεσε στο αρχείο την έγκληση για τους καταγγελόμενους βασανισμούς που είχε υποβάλει εκ μέρους τους το ΕΠΣΕ (Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι), το οποίο τους εκπροσωπεί πλέον και στο ΕΔΔΑ. Τους επέβαλε, επίσης, πρόστιμο για ψευδορκία.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ΕΠΣΕ, Παναγιώτη Δημητρά, αστυνομικοί, εισαγγελείς και ανακριτές αρνήθηκαν να εξεταστούν οι συλληφθέντες από ιατροδικαστή, παρά τη δική τους επιμονή αλλά και του γιατρού που νοσήλευσε τον έναν. Υποστηρίζει, επίσης, ότι οι τρεις προσφεύγοντες είχαν δεχτεί απειλές από τους αστυνομικούς να αποσύρουν τις καταγγελίες τους, διαφορετικά θα πλήρωναν το τίμημα στο ποινικό δικαστήριο. Ακόμη, ο κ. Δημητράς θεωρεί ότι η αρχειοθέτηση της υπόθεσης των βασανιστηρίων από την εισαγγελία αποτελεί κατάχρηση εξουσίας, ενώ τόνισε στο Manifold ότι η πειθαρχική έρευνα για τις πράξεις των αστυνομικών ήταν γεμάτη αυθαιρεσίες και διήρκεσε, προτού εν τέλει απαλλάξει τους αστυνομικούς, πέντε χρόνια.
Οι υπόλοιπες προσφυγές αφορούν 13 κρατούμενους στις φυλακές της Νιγρίτας, ελληνικής, γεωργιανής και αρμενικής υπηκοότητας, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπέστησαν άγρια βία από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια εφόδου στα κελιά τους για τον εντοπισμό μη επιτρεπόμενων και παράνομων αντικειμένων. Σύμφωνα με την τότε ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ., είχαν βρεθεί ναρκωτικά αλλά και αντικείμενα όπως τηλεοράσεις, ψυγειοκαταψύκτες, ένα κλιματιστικό κ.ά., ενώ είχαν σχηματιστεί δικογραφίες για «αδικήματα που σχετίζονται – κατά περίπτωση – με τα ναρκωτικά, τα όπλα, την προμήθεια κινητού τηλεφώνου και για αντίσταση κατά των αστυνομικών».
Οι κρατούμενοι, από την πλευρά τους, σύμφωνα με τότε δημοσιεύματα,7 είχαν υποστηρίξει ότι οι αστυνομικοί τους πέταξαν δακρυγόνα όσο αυτοί ήταν κλειδωμένοι στα κελιά και στη συνέχεια τους έσυραν στον διάδρομο, όπου τους ξυλοκόπησαν βάναυσα.
Για την πρώτη προσφυγή, η Ελλάδα έχει ήδη στείλει τις απαντήσεις της στο ΕΔΔΑ, αν και με ελλείψεις σύμφωνα με τον κ. Δημητρά, ενώ για τις υπόλοιπες 13 έχει ακόμη περιθώριο, καθότι της κοινοποιήθηκαν πολύ πρόσφατα.
Οι υποθέσεις αυτές με αντικείμενο την αστυνομική βία είναι οι πρώτες που φτάνουν στο ΕΔΔΑ μετά από αυτές της «ομάδας Μακαρατζή». Ταυτόχρονα, σε πρόσφατη συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Παρακολούθησης Αποφάσεων του ΕΔΔΑ της Βουλής των Ελλήνων, ο δικαστής του ΕΔΔΑ Ιωάννης Κτιστάκις παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης με τις περισσότερες εκκρεμείς προσφυγές εναντίον της. Συνολικά, εκκρεμούν 2.214 προσφυγές κατά της Ελλάδας. Από το 1991 ως το 2021 η χώρα έχει καταδικαστεί σε 984 υποθέσεις και έχει αθωωθεί σε μόλις 44, ενώ έχει καταβάλει 28.256.237 ευρώ σε αποζημιώσεις.
Ο δικαστής επεσήμανε πως ιδιαίτερο προβληματισμό προκαλεί η αδυναμία της Ελλάδας «να διορθώνει τα πράγματα, να συμμορφώνεται έγκαιρα και ουσιαστικά στις καταδικαστικές αποφάσεις του Στρασβούργου».
Οι καταδικαστικές αποφάσεις, για τις οποίες εκκρεμεί η συμμόρφωση της Ελλάδας σε διάφορα επίπεδα, αφορούν κυρίως τη συμπεριφορά των αστυνομικών· τα ζητήματα των μειονοτικών σωματείων· την ελευθερία έκφρασης· την εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των εθνικών διοικητικών δικαστηρίων, με τα οποία δεν συμμορφώνεται η διοίκηση· τις συνθήκες κράτησης των μεταναστών· και — κατά συντριπτική πλειονότητα — τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές.