Κατά την συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής για το νομοσχέδιο Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο, εκπρόσωπος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας προσπάθησε να παρουσιάσει το «Σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης» ως κάτι ευρέως αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θεωρία περιθωριακή και έντονα αμφισβητούμενη από την πλειονότητα των επιστημόνων, ενώ οι δημιουργοί της ελέγχονται ακόμη και από την ποινική δικαιοσύνη.
Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Γιάννη-Ορέστη Παπαδημητρίου
Το πρόβλημα με την υπόσχεση μιας επιστήμης που παράγει συμπεράσματα για τον κόσμο δίχως το βάρος πολιτικών προκαταλήψεων είχε εντοπιστεί ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι τα μέσα του, η υπόσχεση αυτή είχε εγκαταλειφθεί. Είναι λοιπόν αναμφίβολα ενδιαφέρον ότι μια τέτοια αυτάρεσκη εκδοχή της επιστήμης επανεμφανίστηκε στη μαραθώνια συζήτηση που διεξήχθη την περασμένη Πέμπτη στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, όπου ειδικοί και φορείς αντάλλαξαν απόψεις με τους εκπροσώπους των κομμάτων επί του νομοσχεδίου Τσιάρα που εισάγει την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια των παιδιών μετά το διαζύγιο.
Ήταν μάλιστα η τοποθέτηση που εγκαινίασε τη συζήτηση, αυτή της εκπροσώπου της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας (ΕΛΨΕ) και επίκουρης καθηγήτριας του ΕΚΠΑ κ. Μαριέττας Παπαδάτου-Παστού που ύστερα από προσεκτική εξέταση, δείχνει όλες τις προκαταλήψεις τις οποίες οι οπαδοί του νομοσχεδίου Τσιάρα, οργανωμένοι πλέον σε ένα ιδιαίτερα δυνατό και διεισδυτικό λόμπι, επικαλούνται ως «αντικειμενική επιστήμη» για να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους.
Ομολογουμένως, ακόμα και στη δημόσια συζήτηση για το ζήτημα, υπήρξε ιδιαιτέρως πρωτότυπη η άποψη που εξέφρασε κατ’ επανάληψιν η κ. Παπαδάτου-Παστού ότι ο προτεινόμενος χρόνος («τουλάχιστον 35%» – «ιδανικά 50-50») παραμονής με το παιδί μπορεί να μοιράζεται και στους δύο γονείς ήδη από τη βρεφική ηλικία — τονίζοντας μέχρι και τα οφέλη για το παιδί όταν εναλλάσσονται οι τροφοί. Η υπόλοιπη επιχειρηματολογία της αποτελούσε μια υπερ-κατάφαση στο νομοσχέδιο Τσιάρα, διόλου ανόμοια με αυτή που ακούμε από τα χείλη των εκπροσώπων των οργανωμένων ομάδων πίεσης υπέρ της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας, οι οποίες έχουν συχνά φιλοξενήσει τις απόψεις της στους σχετικούς ιστότοπους και τα κοινωνικά δίκτυα.
Το πρόβλημα όμως με την πρωτολογία και δευτερολογία της κ. Παπαδάτου-Παστού δεν είναι μόνο σε όσα είπε αλλά κυρίως στο πού τα στήριξε. Παρότι εν τέλει αρνήθηκε να εξειδικεύσει τις πηγές από τις οποίες αντλεί τα συμπεράσματά της, οι δύο εξ αυτών που κατονόμασε, μία εγχώρια και μία ξένη, δείχνουν την αποτυχία να αναστοχαστεί επαρκώς για την εγκυρότητα των συμπερασμάτων της και θέτουν εύλογα εν αμφιβόλω και εκείνες τις πηγές που δεν κατονόμασε.
Η εγχώρια πηγή ήταν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και μέλος και ο ίδιος της ΕΛΨΕ, Ηλίας Κουρκούτας, εξίσου δημοφιλής — αν όχι περισσότερο — με την κ. Παπαδάτου-Παστού μεταξύ των ομάδων πίεσης για την εξαναγκαστική συνεπιμέλεια. Οι δυό τους έχουν εκπροσωπήσει την ΕΛΨΕ στον δημόσιο διάλογο για το ζήτημα, παρότι δεν συγκαταλέγονται στους διοικούντες ή τους συντονιστές των επιμέρους κλάδων της Εταιρείας.
Δεν είναι μεμπτό φυσικά να παραθέσει κανείς έναν επιστήμονα με ειδίκευση στην Παιδοψυχολογία. Όταν όμως ένα ζήτημα διχάζει την επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως σε τέτοιο βαθμό όσο η εξαναγκαστική συνεπιμέλεια, η επίκληση σε έναν μόνο επιστήμονα έχει νόημα όταν αυτός/-ή εκπροσωπεί το consensus (τη σε γενικές γραμμές κοινή συμφωνία) της επιστημονικής κοινότητας. Στο συγκεκριμένο ζήτημα, στον βαθμό που υφίσταται consensus, σίγουρα δεν αντιπροσωπεύεται από τα συμπεράσματα του κ. Κουρκούτα. Πολλώ δε μάλλον όταν κι ο ίδιος βασίζεται συχνά με τη σειρά του στην έτερη πηγή που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού.
Αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από την περιβόητη «έκθεση Warshak», ένα κείμενο του αμερικανού ψυχολόγου Richard Warshak από το 2014, το οποίο, όπως μας ενημέρωσε η κ. Παπαδάτου-Παστού, υποστηρίχθηκε από 110 επιστήμονες του κλάδου και την Αμερικάνικη Ψυχολογική Εταιρεία. Ο συγγραφέας του κειμένου υπήρξε μαθητής του ψυχολόγου Richard Gardner που εισήγαγε την έννοια του «Συνδρόμου Γονεϊκής Αποξένωσης» και κληρονόμος του επιστημονικού υλικού που άφησε πίσω του. Από τον θάνατο του Gardner το 2003, ο Warshak έχει γίνει ο συνεχιστής των θεωριών του για τη «γονεϊκή αποξένωση» και κατ’ επέκταση, το βασικό επιστημονικό άλλοθι για τους υπέρμαχους της εξαναγκαστικής συνεπιμέλειας.
Αυτή η «έκθεση» που παρέθεσε η κ. Παπαδάτου-Παστού έχει μια σειρά προβλήματα, το πρώτο εκ των οποίων είναι ότι δεν είναι έκθεση. Είναι ένα paper που δημοσιεύθηκε στο πλουραλιστικό περιοδικό της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας Psychology, Public Policy, and Law, ως μέρος του επιστημονικού διαλόγου, και το οποίο υποστήριζε συνθέτοντας τη βιβλιογραφία για τη Γονεϊκή Αποξένωση ότι ο ίσος χρόνος με τους δύο γονείς αποδεικνύεται ωφέλιμος για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών. «Έκθεση» το καθιστά μόνο ο κάπως θρασύς τίτλος “a consensus report” που έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας, παρότι τόσο οι πηγές του όσο και το ίδιο το κείμενο δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση κάποιο “consensus”, από τη στιγμή που είχαν δεχθεί και συνεχίζουν να δέχονται τα πυρά μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας.
Όσο για την επίσημη θέση της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας για τον Warshak και το «Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης», αυτή φαίνεται στο σχετικό λήμμα του Λεξικού της Εταιρείας: «Το Σύνδρομο έχει απορριφθεί από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία, την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία και την Αμερικανική Ιατρική Εταιρεία, λόγω έλλειψης εμπειρικών και κλινικών στοιχείων να το υποστηρίξουν και δεν περιλαμβάνεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM)».
Όταν τονίστηκε στην κ. Παπαδάτου-Παστού η απουσία του Συνδρόμου από το DSM, η απάντησή της υπήρξε ενδιαφέρουσα: «Δεν συμπεριλαμβάνεται στα διαγνωστικά εγχειρίδια ως γονεϊκή αποξένωση, αλλά περιγράφεται υπό άλλους όρους στο κεφάλαιο “Προβλήματα στις Γονεϊκές Σχέσεις”». Είναι περίπου σαν να λέμε ότι ένα πακέτο μακαρόνια, κιμάς και μπεσαμέλ είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα με ένα παστίτσιο.
Να σημειωθεί επίσης ότι είναι τελείως ασυνήθιστο να γίνεται συλλογή 110 υπογραφών από ειδικούς υπέρ ενός επιστημονικού paper. Αυτό περισσότερο δείχνει την πολιτικοποίηση ενός συμπεράσματος, παρά την κοινή αποδοχή του από την επιστημονική κοινότητα.
Η αναφορά στον Warshak γίνεται πολλαπλα ατυχής αν συνυπολογίσουμε ότι το έργο του δεν είναι μόνο θεωρητικό. Εδώ και έντεκα τουλάχιστον χρόνια έχει υποστηρίξει ενεργά και έχει συνεργαστεί με διάφορα «εργαστήρια» ενάντια στη γονεϊκή αποξένωση και κυρίως το μεγαλύτερο εξ αυτών, με έδρα την Καλιφόρνια, ονόματι Family Bridges. Τα εργαστήρια αυτά, που ονομάζονται «στρατόπεδα επανένωσης» ή «στρατόπεδα του Rand και του Warshak» από τους επικριτές τους, ιδρύθηκαν από τον Randy Rand, έναν πρώην ψυχολόγο του οποίου η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αφαιρέθηκε το 2009 για παραβίαση των αρμοδιοτήτων του ψυχολόγου-διαμεσολαβητή σε δύο δικαστικές υποθέσεις οικογενειακού δικαίου.
Έκτοτε, και τα Family Bridges άρχισαν να αυτοσυστήνονται ως «εκπαιδευτικά», αντί για «θεραπευτικά» εργαστήρια. Αυτό, σύμφωνα με το αμερικανικό δίκτυο NBC, τους έχει επιτρέψει να λειτουργούν χωρίς επίβλεψη από την πολιτεία. Η δε διείσδυση των ιδεών πάνω στις οποίες βασίζονται — με τη βοήθεια του σχετικού lobbying — έχουν οδηγήσει σε μία βιομηχανία δικαστικών εντολών στις ΗΠΑ, αλλά και στον Καναδά, που στέλνουν τα παιδιά των διαζυγίων σε αυτά τα εργαστήρια, το κόστος των οποίων ξεκινάει από τα 20.000 δολάρια. Μία εξόχως επικερδής δραστηριότητα που δεν θεμελιώνεται σε καμία επιστημονική βεβαιότητα και λειτουργεί χωρίς καμία κρατική πιστοποίηση.
Όσο για το τι συμβαίνει όταν οι ιδέες περί «γονεϊκής αποξένωσης» εφαρμόζονται στην πράξη, σε εκτενές σχετικό θέμα με τίτλο «Όταν το Παιδί Γίνεται Όπλο» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Atlantic τον Δεκέμβριο του 2020, ο ιδρυτής του Ινστιτούτου για τη Βία, την Κακοποίηση και το Τραύμα περιγράφει κι αυτός τα Family Bridges ως «στρατόπεδα βασανιστηρίων για παιδιά». Το δημοσίευμα μιλάει για παιδιά που μέσα στο πρόγραμμα απέκτησαν αυτοκτονικό ιδεασμό, έπαθαν κρίσεις πανικού, ενώ ένα εξ αυτών δηλώνει ακόμα «συναισθηματικά κατεστραμμένο από το πρόγραμμα».
Τα δε τρία παιδιά — ενήλικες πλέον — που μιλάνε στο NBC για το πρόγραμμα δηλώνουν μεταξύ άλλων ότι «δεν θα το εύχονταν αυτό σε κανέναν άνθρωπο» και ότι όλα βγήκαν από εκεί μέσα «μισώντας» τον ένα γονέα. Σε άλλο δημοσίευμα του αμερικανικού δικτύου από το 2018, παιδιά που βρέθηκαν στο Family Bridges κάνουν λόγο για χειραγώγηση και τακτικές εκφοβισμού.
Σε πρόσφατο podcast του Reveal, του πολυβραβευμένου Κέντρου Ερευνητικής Δημοσιογραφίας στις ΗΠΑ, περιγράφεται μέσα από πρωτογενείς μαρτυρίες η τραυματική στιγμή που δύο αδέρφια φεύγουν από τη δικαστική αίθουσα συνοδεία αστυνομικών για να μεταφερθούν σε κάποιο Family Bridges. Μέσα στο πρόγραμμα περιγράφουν ότι αισθάνονται «αιχμάλωτοι» και «εγκλωβισμένοι» και καταθέτουν ότι οι ίδιοι οι Rand και Warshak τους δήλωναν ότι δεν θα βγουν από εκεί μέσα μέχρι να παραδεχθούν ότι ο πατέρας τους τους είχε κάνει πλύση εγκεφάλου.
Υπάρχει ένα μοτίβο σε όλες τις μαρτυρίες που έχει συλλέξει η δημοσιογραφική έρευνα για τα Family Bridges: η πλευρά του «αποξενωμένου» γονέα εισηγείται την προσφυγή σε ένα τέτοιο πρόγραμμα στο δικαστήριο· το δικαστήριο το δέχεται (στο 27% των περιπτώσεων στον Καναδά και εικάζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις ΗΠΑ)· οι γονείς πληρώνουν ένα υπέρογκο ποσό για το πρόγραμμα· τα παιδιά περνούν από μία συστηματική «εκπαίδευση» που τους αλλάζει προτιμήσεις σε γονέα· τα παιδιά απομακρύνονται από τον γονέα που είχε την αρχική επιμέλεια και ενδέχεται να κάνουν να τον δουν χρόνια. Όπως κατέθεσε ένας δικηγόρος σε σχετική έρευνα της Washington Post το 2017: «Αυτά τα προγράμματα είναι κατά βάση απάτες. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι αποκόμιζαν υπέρογκα ποσά πουλώντας μια αλλαγή επιμέλειας». Ο ίδιος ο Richard Warshak αρνήθηκε να μιλήσει στην εφημερίδα, γιατί πιθανώς επίκειντο διώξεις εναντίον του, για την τύχη των οποίων δεν καταφέραμε να πληροφορηθούμε.
Είναι λοιπόν περίεργο το πώς η κ. Παπαδάτου-Παστού θεώρησε ότι μπορεί να βασίζει την επιχειρηματολογία της σε έναν άνθρωπο που ως προς τις θεωρίες του δεν εμπίπτει ούτε κατά διάνοια στο επιστημονικό consensus, ενώ το κλινικό του έργο φαίνεται να υπάγεται στη σφαίρα της ποινικής δικονομίας.
Στη δευτερολογία της, όταν η Επιτροπή αμφισβήτησε την εγκυρότητα των πηγών της, έδωσε την απάντηση ότι εκείνη είναι καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ. Η κυκλικότητα του επιχειρήματος (ένα είδος «ισχύει επειδή το λέω εγώ») είναι προφανής. Αντίστοιχα θα μπορούσαμε κι εμείς να πούμε ότι αφ’ ης στιγμής υπάρχει δημοσίευμα που παρουσιάζει την κ. Παπαδάτου-Παστού να λαμβάνει την έδρα στο ΕΚΠΑ ως κόρη καθηγητή του ΕΚΠΑ, μπορούμε να το δεχτούμε ως ακριβές, μόνο και μόνο επειδή είμαστε δημοσιογράφοι και άρα αρμόδιοι να κρίνουμε. Βεβαίως, δεν το κάνουμε, διότι θα τσαλακώναμε τη δημοσιογραφική δεοντολογία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκείνη τσαλακώνει την επιστημονική μέθοδο.
Θεωρητικά, δεν είναι αθέμιτο να έλκεται μια επιστήμονας από τα συμπεράσματα κάποιου, ακόμα κι αν αυτός ο κάποιος δεν ανήκει στο επιστημονικό consensus. Αυτό θα μπορούσε να είναι ως και υγιές — αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δημοσιεύματα του αμερικανικού Τύπου θα έπρεπε να δημιουργούν ανησυχίες. Ωστόσο, αυτό που δημιουργεί πρόβλημα είναι όταν η αντιθετική αυτή άποψη απλά αυτοβαφτίζεται “consensus” προσπερνώντας επιδεικτικά τη βάσανο του επιστημονικού διαλόγου.
Αν αυτά παρουσιάζονται ως «επιστήμη» από έναν άνθρωπο με το βιογραφικό της κ. Παπαδάτου-Παστού, μπορούμε μόνο να φανταστούμε τι άλλο έχει ενδυθεί τον επιστημονικό μανδύα στη δημόσια συζήτηση για τη συνεπιμέλεια προκειμένου να κρυφτεί το γεγονός ότι το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό και με τη θέση που παίρνει ο καθένας, απαντά σε θεμελιακά ερωτήματα, όπως το τι έχει προτεραιότητα στους όρους ενός διαζυγίου, τα δικαιώματα του παιδιού ή του γονέα που ισχυρίζεται ότι «αποξενώνεται»;
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιέρ Μπουρντιέ αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του να μελετά τα ολισθήματα που πηγάζουν από την προκατάληψη και επηρεάζουν την επιστημονική μέθοδο. Η μόνη λύση που βρήκε ήταν ο συνεχής κριτικός αναστοχασμός πάνω στη θέση από την οποία μιλάει ο ερευνητής και τις ενδεχόμενες προκαταλήψεις του. Αν η κ. Παπαδάτου-Παστού ψάχνει θερινό ανάγνωσμα, θα μπορούσε να αφήσει για λίγο στην άκρη τον Warshak και να πιάσει τον Μπουρντιέ. Ενδεχομένως να της αρέσει.